Εδώ που ο κομμουνιστής δηλώνει καλός χριστιανός κι ο δεξιός λέει πως είναι άθεος και έχει κόκκινες ιδέες, εδώ που κάποιοι αριστεροί αφού πρώτα σκότωσαν, έπειτα σκύλεψαν πάνω σε κάθε μια τους αξία. Ναι, εδώ βράζουμε όλοι μαζί κι όλοι μόνοι μας, μια λαμπρή παρέα! Κατεβάζουμε ρολά, λένε όλες οι γλώσσες, καλές και κακές, μα όταν κλείνει ένα Μega καλύτερα να γυρνάς πλάτη και να φεύγεις!
Ξέρω ότι πολλοί θα διαφωνήσουν, γιατί μέσα στις λέξεις δεν θα καθρεφτίζεται ο εαυτός τους, όμως η μισανθρωπιά και η χυδαιότητα δεν καταπίνεται!
Αλλά και τι μπορεί να περιμένει κανείς από μια ταλαίπωρη κοινωνία με σπασμένο μπούσουλα, ενώ μέσα στην απέραντη μοναξιά της, βρίσκεται να προσπερνά κόκκινα φανάρια, να καβαλά πεζοδρόμια, να δέρνει γυναίκες και να κλωτσά παιδιά και ζώα -κι όλα αυτά φυσώντας τον καπνό ενός τσιγάρου μέσα στα μούτρα τους.
Κοντά τρεις μήνες και η δουλειά μοιάζει με αγκάθι, όχι πως ξαφνικά πάψαμε να την αγαπάμε, αντίθετα σαν να μύρισε το φρέσκο αίμα μας, ενώ κάθε άτιμος ψευτοπροφήτης καμαρώνει χαιρέκακα και χειροκροτά για το μαύρο στις οθόνες και δήθεν στεναχωριέται που θα μείνουν τόσοι άνθρωποι άνεργοι.
Ας καταπιούμε μαζί με το σάλιο και όση περηφάνια μας απέμεινε, ούτως ή άλλως όσοι απομείνουμε σε αυτή τη χώρα θα πρέπει να συνηθίσουμε να δουλεύουμε «νόμιμα-μαύρα» και να κάνουμε όποιο μεροκάματο βρεθεί μπροστά μας για να ζήσουμε, άλλωστε είναι τόσοι γύρω μας που πίνουν ήδη από αυτό το πικρό ποτήρι.
Μα τα χειρότερα ήρθαν μόλις πριν λίγες μέρες, όταν χαιρετήσαμε τον Μήτσο, έναν συνάδελφο που έφυγε τόσο βιαστικά που ακόμα δεν το καταλάβαμε.
Θαρρώ πως θα ξανα-πάω στη δουλειά και θα τον ακούσω να μιλά φωναχτά για έναν ξακουστό μπάρμπα του, που ήτανε λέει ήρωας στο Ρούπελ, θα μείνω ακόμη μια φορά άφωνος με τα γαλλικά του, ενώ εκείνος θα κάνει τους διπλανούς να ξεκαρδίζονται στα γέλια με το πηγαίο και πολλές φορές άγριο χιούμορ του, ή θα καβγαδίζει έντονα με έναν συνάδελφο, όχι για το δίκιο ή το άδικο της στιγμής, μα είναι που είμαστε τόσα χρόνια μαζί, εδώ, στην ίδια ανηφόρα, και με το παραμικρό πιάνουμε την κουβέντα και βγάζουμε τα εσώψυχά μας, λες και είμασταν αδέρφια, σα να μας έκαμε η ίδια μάνα, μα σίγουρα έχουμε διαφορετικό, ξένο πατέρα και για αυτό αρπάξαμε διαφορετικά γονίδια και χαρακτήρα από άλλα σόγια.
Στο νεκροταφείο Ζωγράφου, εκεί πάνω στο δικό του Αντίο, ήταν σχεδόν όλο το Mega, το δικό μας Mega, αυτό που πόνεσε για να κάμει ένα ρεπορτάζ, πάλεψε μέσα σε ανθρώπινες «φωτιές», έκαμε ένα σωρό ανείπωτες τρέλλες, για να στείλει εικόνες από τα πέρατα του κόσμου. Όμως αυτά δεν γράφονται και σπάνια πια λέγονται κι από εμάς τους ίδιους, αφού δεν χρειάζεται να θυμόμαστε τα αυτονόητα και προπάντως δεν ενδιαφέρουν τα χαϊδέματα σε ένα κόσμο που ήδη κατρακυλά.
Ναι, τότε είμασταν πιο νέοι, φορτωμένοι όνειρα και όταν μιλούσαμε για την εικόνα, βάζαμε τίτλους, βαθμολογούσαμε τα θέματά μας και κρυφοζηλεύαμε για το ποιος έχει το καλύτερο πλάνο, το πιο σταθερό χέρι, ποιος κάνει τα πιο δυνατά ρεπορτάζ, ακόμη και ποιος χαϊδεύει πιο γλυκά τη μονταζιέρα και γεννά από μέσα της αριστουργήματα.
Περάσαν τα χρόνια και έπρεπε να γίνουμε πιο μεθοδικοί, πιο γρήγοροι, πολλές φορές δεν προλαβαίναμε να δούμε ούτε τα αποτελέσματα του κόπου μας και τότε είπαμε πια πως γινήκαμε κάπως σαν εκείνο το εργοστάσιο που δούλευε ο Τσάρλιν Τσάπλιν!
Μα πάλι δε βαριέσαι, ήταν κανόνι το μαγαζί, τέτοια γωνία που και αόματος θα έμπαινε να ψωνίσει! Όσο για τις κακίες από τα τριγύρω αρπακτικά, μα εκείνα σιχάθηκαν να θωρρούν τη πλάτη μας, γιατί εμείς ξέραμε να κάνουμε τον πρωταθλητισμό παγνίδι, για αυτούς λοιπόν, μα και την απέραντη κακομοιριά τους, δεν περισσεύει λέξη οίκτου. Γιατί, όπως και ναχει, το Μega ήταν πάνω από όλα, τίμιο για εμάς.
Μα κάπου εκεί ξεκίνησε η γκρίνια, ήταν τα νούμερα λειψά; δεν άρεσαν τα μούτρα του μαέστρου στους ιδιοκτήτες της σκηνής που έπαψαν πια να είναι φίλοι; Μήπως πέρασε η μπογιά της τηλεόρασης; Τότε αρχίνησε σιγά-σιγά η φαγωμάρα. Έτριβαν και τα κοράκια τα χεράκια τους, αφού εμείς είμασταν οι ψεύτες και οι κλέφτες ολάκερου του κόσμου.
Δεν είχαμε ρόλο σ΄αυτές τις αλλαγές, εμείς, όπως και θα έπρεπε, κάναμε τη δουλειά μας, κάθε ένας εργαζόμενος από το οργανικό του πόστο, αλλά είμαστε βλέπεις ατέλειωτες ώρες, μέρες, μήνες και χρόνια μαζί, θες δε θες θα πεις μια κουβέντα, θα κάμεις την κριτική σου, πιο πολύ γιατί σε πονά που βλέπεις το σπίτι σου να ξεφτίζει και να μην μπαίνει ένας μπογιατζής.
Είχαμε ανάγκη από κόσμο, να δουλέψει παθιασμένα, θέλαμε γερή ανακαίνιση, για να βγούμε δυνατά και να κάμουμε τον κόσμο να τρίβει τα μάτια του από το πρόγραμμα και τον αέρα μας. Το ξέρουμε πως μπορούσαμε κι ακόμη μπορούμε!
Όμως όλοι εμείς, οι εργάτες του πεζοδρομίου, έχουμε άλλοθι αφού δεν είμασταν υπεύθυνοι, έχουμε άλλο ρόλο κι έτσι ανήμποροι περιμένουμε και εξακολουθούμε να προχωράμε με οδηγό μονάχα την ελπίδα. Και μέσα σε όλα μια κοινωνία τριγύρω που αγωνιά, πνίγεται στα ίδια προβλήματα. Βλέπεις εμείς γινόμαστε εύκολα από μουσαφίριδες συγγενείς, μπαίνουμε στα σπίτια τους, δενόμαστε και λίγο-λίγο γερνάμε μαζί τους.
Αυτό, λοιπόν, που ξεχώρισα στον αποχαιρετισμό του Δημήτρη, του Ναξιώτη συν-αδελφού, είναι το πόσο είμαστε δεμένοι, πόσο κοντά μας έφερε το Μega και σήμερα, που τα σενάρια το θέλουν χίλια δυο κομμάτια, τώρα συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχουν γυάλινες φωτεινές μαρκίζες, εκείνες άλλωστε ανεβοκατεβαίνουν, ούτε και παιγνίδια, αυτά που παίζουν επιτήδειοι τζογαδόροι στις πλάτες μας.
Εμείς είμαστε, ψυχές που κάνουν μια λαμπρή, μια μοναδική και μεγάλη παρέα!
Ονόματα συναδέλφων, αληθινά αγαπημένων φίλων, ξετρυπώνουν μέσα από τα μάτια μου, δεν έχει σημασία τι ακούγεται, τι γράφεται από τους μαχαλόμαγκες που θα χαρούν και ήδη μυρίζουν, ενώ γλύφονται πάνω από το πτώμα μας, εμείς ευτυχώς παραμένουμε ζωντανοί, έτσι για να θυμόμαστε τον Μήτσο, για να μην θυμηθώ και καμμιά γαλλικούρα του και παρεξηγηθώ.
Αν σήμερα ζούσε το Μega θα είμασταν ήδη στην Ειδομένη, εκεί που η σημερινή αριστερούλα κυβέρνηση «έκοψε» τα ΜΜΕ και εμείς θα παλεύαμε να γράψουμε και να στείλουμε εικόνες…
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author