Αναγνώστες

Σιγά μη φταίμε εμείς, του Γιάννη Μανουρά

sorry-jez_2718604b-660x400.jpg
Spread the love

 

 

 

 

 

 

 

 

 

sorry-jez_2718604b-660x400.jpg

 

 

 

*Ο Γιάννης Βασ. Μανουράς είναι αρχισυντάκτηςΗ ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ

 

Όταν οι Έλληνες πριν δύο περίπου, χρόνια, συμμετέχοντας στο περιβόητο δημοψήφισμα, ψήφιζαν, με ποσοστό 60 %, «ΟΧΙ» στα μνημονιακά μέτρα, το ίδιο διάστημα όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν, ότι σε ποσοστό 80 % οι ίδιοι άνθρωποι, λέγαμε «ΟΧΙ» στην έξοδό μας από το ευρώ.

Από την άλλη, σε αντίφαση με τα ανωτέρω, έπεσε πρόσφατα στην αντίληψή μου, έρευνα
του ανεξάρτητου, μη-κερδοσκοπικού, ερευνητικού οργανισμού «ΔιαΝΕΟσις», με βάση την
οποία, τέσσερις στους δέκα Έλληνες πιστεύουν, ότι αυτή που βγήκε περισσότερο ωφελημένη από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η Ένωση και όχι η Ελλάδα. Το ίδιο πιστεύουν και οκτώ στους δέκα αγρότες.

Θα μου πείτε, ότι με τόσα που περνάμε τα τελευταία χρόνια, οι πεποιθήσεις και οι διάφορες
αυτές γνώμες των Ελλήνων, είναι εντελώς εύλογες και αυθόρμητα ειλικρινείς… Όμως, και
αφού πρώτα σημειώσω, τον απόλυτο σεβασμό μου και την μεγάλη αγωνία μου, ενόψει της
φοβερής κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που σοβούσα ακόμη, ταλανίζει, τα τελευταία
8 χρόνια, 2 στους 3 Έλληνες, δεν μπορώ παρά να εντοπίσω και σημειώσω, την αντίφαση,
που αναδεικνύουν αυτές ακριβώς οι πεποιθήσεις των Ελλήνων και οι οποίες έρχονται αντίθετες, όχι μόνο με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, αλλά και πολύ περισσότερο με την ίδια την κατάσταση που διαμορφώθηκε στη χώρα μας, από το έτος 2000, οπότε και ενταχθήκαμε στη νομισματική ένωση και υιοθετήσαμε το ευρώ, έως και σήμερα.

Και εξηγούμαι: Αρκεί να κοιτάξει κανείς γύρω του, στα λιμάνια, στα νοσοκομεία, στα
σχολεία, στους δρόμους, σε ξενοδοχειακά καταλύματα και ξενώνες, σε χιλιάδες ιδιωτικές
επιχειρήσεις και σε διάφορες δημόσιες δομές, όπως όλα αυτά (συγ)χρηματοδοτήθηκαν από
κοινοτικούς πόρους, για να αντιληφθεί πόσο βελτιώθηκε η ζωή μας από τη συμμετοχή της
Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Και η (αντιπαθητική σε μένα) γλώσσα των αριθμών, αναφέρει ότι με βάση τα επίσημα
στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η τελευταία, έχει χορηγήσει στην Ελλάδα, κατά την
περίοδο 2000 – 2015, συνολικές ενισχύσεις ύψους 71,8 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 4,5 δισ.
κατά μέσον όρο, ετησίως. Και αν σπεύσει να πει κανείς, ότι «..ε και λοιπόν, δάνεια είναι
και θα τους τα ξεπληρώσουμε και με το παραπάνω», δεν μπορεί παρά να σημειώσω, ότι οι
κοινοτικές ενισχύσεις δεν είναι δάνεια. Προέρχονται, αντιθέτως, από τη φορολογία των
πολιτών των πλούσιων χωρών. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η ίδια αυτή η απρόσωπη, αλλά
σίγουρα αμείλικτη, γλώσσα των αριθμών καταδεικνύει, ότι η χώρα μας, έλαβε ποσό ίσο με
το 50% της συνολικής εισφοράς της Γερμανίας στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Κι αν θέλετε να αναφερθούμε στις λοιπές, οικονομικά ασθενείς χώρες, της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
πρέπει να σημειωθεί, ότι με βάση τα επίσημα στοιχεία, και σε σχέση με το μέγεθος της
κάθε οικονομίας, η Ελλάδα έλαβε κατά 35% υψηλότερες ενισχύσεις από την Πορτογαλία,
κατά 250% υψηλότερες από την Ιρλανδία και κατά 320% από την Ισπανία!

 

Μετά απ’όλα αυτά, εύλογο προκύπτει το ερώτημα, ποια είναι η αιτία, που κάνει μεγάλο
αριθμό συμπολιτών μας, να μην επιθυμούν να δουν την πραγματικότητα. Και μάλιστα, όταν
μέχρι το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι Έλληνες ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τούτο, όχι ασφαλώς μόνον εξαιτίας των επιδοτήσεων και της σημαντικής εισροής πόρων, αλλά και εξαιτίας της υπερηφάνειας που αισθάνονταν οι περισσότεροι από εμάς, για τη συμμετοχή της χώρας μας, σε μια ένωση ανεπτυγμένων χωρών.

Κι όμως και ο καιρός τα έφερε αλλιώς…

Η κρίση έκανε αρκετούς Έλληνες να στραφούν εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πιο πιθανή εξήγηση γι’αυτή τους τη στάση, το ότι ίσως, κάποιοι δεν ήθελαν ή κάποιοι αρκετοί άλλοι, αδυνατούσαν, να κατανοήσουν τις εσωτερικές αιτίες της χρεοκοπίας. Και άρχισαν να πιστεύουν κάθε είδους κραυγή, που απέδιδε την κρίση στην προσπάθεια των ξένων να υποτάξουν και να εκμεταλλευτούν τους Έλληνες.

Τους Έλληνες, που είχαν εκλάβει την Ευρώπη, ως εγγύηση συνεχούς ευημερίας, η οποία
μόλις άρχισε να καταρρέει (και εν τέλει, τω όντι, κατέρρευσε) αξιώσαμε επιτατικά, από τις
άλλες χώρες να την εξασφαλίσουν πάλι σε μας, χωρίς όρους.

Αποφύγαμε να ανακαλύψουμε τις πραγματικές αιτίες της κρίσης. Αρχίσαμε να πιστεύουμε
κάθε ισχυρισμό που διακινούνταν από τον κάθε τυχαίο ή μη, και τον «περιέφερε» πάνω από
τα κεφάλια μας. Μεταξύ άλλων, μάθαμε ότι οι δανειστές ήταν συνειδητοί τοκογλύφοι,
ενεργώντας ως τέτοιοι εις βάρος μας, αν και τα νούμερα δεν έβγαιναν, καθώς τα επιτόκια
με τα οποία μας δάνειζαν, φαίνεται ήταν δέκα φορές μικρότερα από εκείνα των αγορών.
Ακούσαμε και άλλα, περί …χούντας που δεν τελείωσε το ’73 και άλλα όμοια.

Τελικά, υιοθετήσαμε επιθετική στάση έναντι πάντων και δη των λοιπών, οικονομικά ισχυρών, ευρωπαίων και αξιώσαμε να δεχθούν, όλα όσα πρεσβεύαμε. Εφεύραμε εχθρούς, έστω και στο πρόχειρο, «στο πόδι» με άλλα λόγια, για να τους αποδίδουμε όλα τα «κακά της μοίρας μας».
Αρνηθήκαμε, επειδή «…ίσως είμαστε εξυπνότεροι και ακόμα αδούλωτοι (sic)..» να κατανοήσουμε την πραγματικότητα και να αντιληφθούμε τα επιτακτικά κελεύσματά της. Υιοθετήσαμε επιθετική συμπεριφορά, η οποία επιβάρυνε πολιτικά την δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας μας.

Παλέψαμε ενάντια στο δαιμονικό μνημόνιο (που κι εμένα δε μ’αρέσει), σαν να ήταν ο γερμανός κατακτητής, δεχόμενοι άκριτα, ότι η απαλλαγή μας από τις δεσμεύσεις του, θα μας
ξαναγύριζε στην εποχή των παχέων αγελάδων.

 

Το ίδιο διάστημα, όλες οι άλλες χώρες, που βρέθηκαν σε προγράμματα στήριξης, ασχολούνταν με τις αιτίες των δικών τους μνημονίων και όχι με τα ίδια τα μνημόνια. Και βγήκαν
(ήδη) από τα προγράμματα επιστρέφοντας στην ανάπτυξη. Εμείς συζητάμε για το τέταρτο…
μνημόνιο. Όλα όσα για εμάς αποτελούν τον ανεμόμυλο (βλ. αρχιτεκτονική του ευρώ, ΔΝΤ,
Γερμανοκρατούμενη Ευρώπη), για την Κύπρο, την Ιρλανδία και την Ισπανία, είναι απλώς
μια πραγματικότητα, με την οποία πρέπει συνεργαζόμενοι να συμπλεύσουν για να ορθοποδήσουν.

 

Το ερώτημα είναι «τί θέλουμε και τί επιζητούμε από τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή
Ένωση; Τώρα πια και στο μέλλον…» Αν θέλουμε να μείνουμε στην Ευρώπη, πρέπει να
κάνουμε επώδυνες υποχωρήσεις. Αν θέλουμε να αλλάξουμε την Ευρώπη, πρέπει να δούμε
αν μπορούμε να το πράξουμε. Αν δεν μας αρέσει αυτό που ζούμε στην Ευρώπη, πρέπει να
δούμε, αν μπορούμε «να φύγουμε». Οι Βρετανοί το αποφάσισαν. Οι Φινλανδοί το συζητούν
ήδη. Οι Αυστριακοί και οι Γάλλοι το κουβεντιάζουν. Ίσως όμως όλοι αυτοί, να έχουν περιθώρια, ακόμα και για λάθη. Τα δικά μας περιθώρια εξαντλήθηκαν. Αν πραγματικά πιστεύουμε, ότι αυτά που πήραμε από την Έυρωπαϊκή Ένωση, είναι λιγότερα απ’αυτά που δώσαμε, η λογική λέει, ότι δεν αξίζει να συνεχίσουμε. Είναι όμως έτσι…; Το μόνο που δεν αντέχω, είναι να πω: «για όλα φταίνε οι ξένοι». Είναι φτηνό και λίγο.

 

 

 

Πηγή: “Φωνή των Ανωγείων”

Τρίμηνη Περιοδική Έκδοση
Ιδιοκτησία του Συλλόγου των Ανωγειανών της Αθήνας

ΕΤOΣ 47ο • ΑΡΙΘΜOΣ ΦΥΛΛOΥ 308 • ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ – ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016

Σελίδα 2

SHARE
RELATED POSTS
Όχι άλλα πνιγμένα παιδιά!, της Άννας Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Το Πορτραίτο του Βλέμματος, του Παναγιώτη Δελλή
Ποίημα, της Μαρίας Αναγνωστοπούλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.