Rudyard Kipling – If
If you can keep your head when all about you
are losing theirs and blaming it on you,
If you can trust yourself when all men doubt you,
but make allowance for their doubting too;
If you can wait and not be tired by waiting,
or being lied about, don’t deal in lies,
or being hated, don’t give way to hating,
and yet don’t look too good, nor talk too wise;
If you can dream-and not make dreams your master;
If you can think-and make thoughts your aim;
If you can meet with triumph and disaster,
and treat those two impostors just the same;
If you can bear to hear the truth you’ve spoken
twisted by knaves to make a trap for fools,
or watch the things you gave your life to, broken,
and stoop and build ’em up with worn-out-tools;
If you can make one heap of all your winnings,
and risk it on one turn of pitch-and-toss,
and lose, and start again at your beginnings
and never breathe a word about your loss;
If you can force your heart and nerve and sinew
to serve your turn long after they are gone,
and so hold on when there is nothing in you
except the will which says to them: «Hold on!»
If you can talk with crowds and keep your virtue,
or walk with Kings-nor lose the common touch,
if neither foes nor loving friends can hurt you,
If old men count with you, but none too much;
If you can feel the unforgiving minute
with sixty seconds’ worth of distance run,
yours is the Earth and everything that’s in it,
and which is more- you’ll be a Man, my son!
ΑΝ
Αν μπορείς στον κόσμο τούτο να περιφρονείς τον πλούτο
Κι αν οι έπαινοι τριγύρω δε σου αλλάζουν το μυαλό . . .
Αν μπορείς στην τρικυμία να κρατήσεις ψυχραιμία
Κι αν μπορείς και στους εχθρούς σου ν’ απαντάς με το καλό . . .
Αν μπορείς με μιας να δώσεις κάθε τι που ‘χεις κερδίσει
Στην καταστροφή ν’ αντέξεις και να δώσεις μια νέα λύση . . .
Αν μπορείς να πειθαρχήσεις σώμα, πνεύμα και καρδιά
Αν μπορείς όταν σε θίγουν να κρατάς σιωπή βαθιά . . .
Αν μπορείς στην καταιγίδα να ‘χεις πάντα την ελπίδα
Κι αν μπορείς να συνεχίσεις όταν σ’ έχουν αδικήσει . . .
Αν μπορέσεις τ’ όνειρό σου να μη γίνει ο χαλασμός σου
Κι αν αγάπη συ προσφέρεις σ’ όσους σε έχουνε μισήσει . . .
Αν μπορείς να μείνεις ίδιος στη χαρά μα και στη λύπη
Κι αν η πίστη στο εγώ σου μπρος σε τίποτα δε σβήνει . . .
Αν μιλώντας με τα πλήθη τη συνείδηση δε χάνεις
Κι αν μπορέσεις να πιστέψεις πως μια μέρα θα πεθάνεις . . .
Αν ποτέ δε σε ζαλίζει του θριάμβου το κρασί
Κι αν σε ψέματα των άλλων δε λες ψέματα και συ . . .
Αν μπορείς με ψυχραιμία δίχως νεύρα ή δυσφορία
Και τα ίδια σου τα λόγια να τ’ ακούς παραλλαγμένα . . .
Αν μπορείς κάθε στιγμή σου να ‘ναι μια δημιουργία
Και ποτέ σου να μη δείχνεις τεμπελιά κι αδιαφορία . . .
Αν οι φίλοι κι οι εχθροί σου δεν μπορούν να σε πληγώσουν
Κι αν οι σχέσεις με μεγάλους τα μυαλά δε σου φουσκώσουν . . .
Αν τους γύρω λογαριάζεις μα κανένα χωριστά
Κι αν μπορέσεις να κρατήσεις και τα ξένα μυστικά . . .
Ε . . . παιδί μου . . .
Μ’ όλα αυτά θα μπορέσεις να τη ζήσεις όπως πρέπει τη ζωή
Θα ‘σαι άνθρωπος σπουδαίος και κυρίαρχος στη γη . . . !
Ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ ήταν Βρετανός διηγηματογράφος, ποιητής και μυθιστοριογράφος, κυρίως γνωστός για τις παιδικές του ιστορίες και τις ιστορίες και τα ποιήματα για τους Βρετανούς στρατιώτες στην Ινδία. Γεννήθηκε στη Βομβάη της βρετανικής Ινδίας το 1865 και μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αγγλία όταν ήταν 6 ετών, στο σπίτι ενός ζευγαριού που φρόντιζε παιδιά. H άσχημη μεταχείριση και παραμέληση του Κίπλινγκ μέχρι τα 12 του χρόνια στο συγκεκριμένο σπίτι πρέπει να επηρέασε τη γραφή του, και ιδιαίτερα τη συμπόνοια του για τα παιδιά. Στην αυτοβιογραφία του, που δημοσιεύτηκε 65 χρόνια αργότερα, ο Κίπλινγκ θυμάται τη διαμονή του εκεί με φρίκη και αναρωτιέται ειρωνικά μήπως ο συνδυασμός της σκληρότητας και της παραμέλησης που έζησε εκεί στα χέρια της κας του σπιτιού που ονομαζόταν Χόλογουεϊ επιτάχυνε την έναρξη της λογοτεχνικής του ζωής: «Αν ανακρίνεις ένα παιδί επτά οκτώ ετών για τις δραστηριότητές του της ημέρας – ιδίως όταν νυστάζει και θέλει να κοιμηθεί – θα πέσει σε αντιφάσεις. Αν κάθε αντίφαση εκληφθεί ως ψέμα και ανακοινωθεί την ώρα του πρωινού, η ζωή δεν είναι εύκολη […] Αυτό με έκανε όμως να δίνω ιδιαίτερη προσοχή στα ψέματα, που πολύ σύντομα διαπίστωσα ότι ήταν αναγκαίο να λέω. Και αυτό, υποθέτω, ήταν το θεμέλιο της λογοτεχνικής προσπάθειας».
Κάθε Χριστούγεννα περνούσαν ένα μήνα με τη θεία τους Τζωρτζιάνα και το σύζυγό της στο σπίτι τους, στο Φούλαμ του Λονδίνου, το οποίο ο Κίπλινγκ θα αποκαλούσε αργότερα “έναν παράδεισο, ο οποίος πιστεύω πραγματικά ότι με έσωσε”. Το 1877, η μητέρα τους επέστρεψε από την Ινδία και πήρε τα παιδιά από το σπίτι της Χόλογουεϊ. Ο Κίπλινγκ θυμάται: “Συχνά η αγαπημένη μου θεία με ρωτούσε γιατί δεν είπα ποτέ σε κανέναν για το πως μου συμπεριφέρθηκαν. Τα παιδιά μιλάνε λίγο περισσότερο από τα ζώα, για ό,τι συμβαίνει το αποδέχονται ως αιώνια προκαθορισμένο. Επίσης, τα κακομεταχειρισμένα παιδιά έχουν μία σαφή ιδέα για το τι μπορεί να πάθουνε αν προδώσουν τα μυστικά ενός σπιτιού-φυλακής πριν να είναι οριστικά μακριά απ’ αυτό”.
Θεωρείται σημαντικός “πρωτοπόρος στην τέχνη του διηγήματος”. Τα δε παιδικά του βιβλία είναι κλασικά έργα της παιδικής λογοτεχνίας και τα καλύτερά του έργα παρουσιάζουν “ένα ευέλικτο και φωτεινό αφηγηματικό χάρισμα. Πολλές παλιότερες εκδόσεις βιβλίων του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ έχουν μία σβάστικα τυπωμένη στο εξώφυλλο, συνδυασμένη με την εικόνα ενός ελέφαντα που φέρει ένα λουλούδι. Η χρήση της σβάστικας από τον Κίπλινγκ βασίστηκε στο ινδικό σύμβολο του ήλιου που φέρνει καλή τύχη και στην αντίστοιχη σανσκριτική λέξη που σημαίνει “τυχερός” και “ευημερία”. Ο Κίπλινγκ χρησιμοποιούσε το σύμβολο της σβάστικας και με τους δύο προσανατολισμούς (αριστερόστροφη και δεξιόστροφη). Όταν στη Γερμανία ήρθαν στην εξουσία οι Ναζί και σφετερίστηκαν τη σβάστικα, ο Κίπλινγκ έδωσε την εντολή να μην κοσμεί πλέον τα βιβλία του. Στις 6 Μαΐου του 1935, ο Κίπλινγκ έδωσε μία ομιλία (με τίτλο “Μία Ανυπεράσπιστη Νήσος”) στη Βασιλική Εταιρεία του Αγίου Γεωργίου προειδοποιώντας για τον κίνδυνο που αποτελούσε για τη Μεγάλη Βρετανία η Ναζιστική Γερμανία. Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 1936 σε ηλικία 70 χρόνων στο Λονδίνο αφήνοντας σημαντική συγγραφική παρακαταθήκη θεωρούμενος ως ο πρόδρομος της διηγηματογραφίας.