Απόψεις

Πόσο κοστίζει ένα σουβλάκι;, του Γιώργου Αρκουλή

Γιώργος Αρκουλής
Spread the love

 

Γιώργος Αρκουλής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γιώργος Αρκουλής

 

 

Σε ένα φίλο από την Σουηδία –που φιλοξενούσα πριν χρόνια στη ντάτσα μου στην Μικρή Μαντίνεια- είχα πει το κλασικό (μάλλον ανατολίτικο) τσιτάτο: “η φτώχεια θέλει καλοπέραση” και ο άνθρωπος έμεινε για κάμποσα λεπτά να με κοιτάζει παραξενεμένος. Σκέφτηκα: πού να εξηγώ τώρα σε έναν άνθρωπο ο οποίος μετά τις επτά το απόγευμα κλείνεται στην κάμαρή του για να δει τηλεόραση και να δειπνήσει με ένα σάντουϊτς από σίκαλη που μέσα έχει βάλει καπνιστό σολομό (πολύ φθηνός στη Σκανδιναβία) ή άνοστο τυρί χωρίς λιπαρά…

 

Εν πάση περιπτώσει, αυτόν τον φίλο τον σεργιάνισα στις ομορφιές της Μεσσηνίας και τον πήγα για ψαράκι και ουζοκατάνηξη, ενέργειες που πολύ του άρεσαν, για την ακρίβεια τον τρέλαναν. Μου είχε υποσχεθεί πως θα ερχόταν (και) τον επόμενο χρόνο, αλλά δεν τον ξαναείδα. Αιτία; Προφανώς τα ακριβά (για τις συνήθειές του) ναύλα ή το ξενοδοχείο κλπ. Δεν πειράζει, η Καλαμάτα δεν ζημιώθηκε από την απουσία του φίλου μου, η επαφή με τον οποίο συνεχίζεται αραιά και που χάρη στην ανταλλαγή κάποιας κάρτας για τις γιορτές των Χριστουγέννων.

 

Όλα αυτά τα θυμήθηκα με αφορμή πρόσφατο τηλεοπτικό ρεπορτάζ από την Εσπερία, σύμφωνα με το οποίο, οι Δυτικοί εταίροι μας (τρομάρα τους!) εκνευρίστηκαν από τις εικόνες που έστειλαν από την Αθήνα παντού τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Εικόνες που δείχνουν τους Ελληνες να έχουν πλημμυρίσει τις πλατείες, τους εμπορικούς δρόμους και να έχουν γεμίσει ασφυκτικά καφετέριες εστιατόρια και ουζερί με “τραπεζάκια έξω”. Εννοείται ότι τα σχόλια των ξενέρωτων παρουσιαστών στα ξένα κανάλια ήταν διανθισμένα με μπηχτές και ειρωνικά σχόλια για την Ελλάδα της κρίσης, που όμως ξοδεύει, το ρίχνει έξω, υπονοώντας ότι δεν έχουμε επίγνωση της οικονομικής μας κατάστασης, τον φόβο μας για πιθανή χρεοκοπία, τέτοια.

 

Αντε τώρα να εξηγήσεις στους ξενέρωτους…δανειστές μας, ότι στην Ελλάδα η διασκέδαση μπορεί να επιτευχθεί με ένα σουβλάκι του ενάμιση ευρώ, ή έναν καφέ που κοστίζει λιγότερο από “δίφραγκο”. Κάτι που ο εργαζόμενος Γερμανός (που μαζεύει τα χρήματά του στην Τράπεζα) δύσκολα θα το κάνει. Συνήθως σκέφτεται ότι μια μπίρα στο μπαράκι θα του κοστίσει πέντε ευρώ (εκεί κοστίζει ακριβά το σερβίρισμα), ενώ στο σούπερ μάρκετ με δύο ευρώ μπορεί να αγοράσει δωδεκάδα!

 

Τα σχόλια των ξένων (βορειοευρωπαίων κυρίως) προκύπτουν για πλήθος λόγους. Βασικός, η ζήλεια για την έλλειψη ήλιου στις χώρες τους. Επίσης η κακία τους για τους Έλληνες, η οποία είναι ασφαλώς προϊόν προπαγάνδας των δικών τους ΜΜΕ. Μια προπαγάνδα που συχνά τους οδηγεί στο να βράζουν (άθελά τους) στο ζουμί της χολής τους.

 

SHARE
RELATED POSTS
Πόλεμος, ποιων με ποιους; του Κωστή Α. Μακρή
Να ντρέπομαι; Εγώ ή εσείς; του Νικήτα Οικονόμου
Είδα τον Χάρο με τα μάτια μου (δε τι-βι σίριες), του Χάρου Χάρου
1 Comment
  • Β.Π.
    5 Μαΐου 2015 at 15:02

    … και άντε να τους εξηγήσεις, αγαπητέ Γιώργο, πως εμείς δεν τραγουδάμε στην ταβέρνα ως μεθυσμένοι ή (χαζο)χαρούμενοι μα τον πόνο μας τραγουδάμε τις περισσότερες φορές: “εκεί που πάω δεν περνάν’ το δάκρυ και ο πόνος…”
    Κάποιοι καταλαβαίνουν στο τέλος, οι περισσότεροι όχι.
    ο Θα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.