Εμείς καλαμπουρίζουμε εδώ στο «δίχτυ των αλληλομεταφερόμενων γιγαμπάιτς» με την «παντελής» ή «πλήρης» απουσία γνώσης ή και καλλιέπειας μερικών “επικεφαλών” (γενική πληθυντικού του “επικεφαλή”) ή “ρεκτών” ―wannabe― του λόγου, αλλά οι λέξεις πονάνε…
Αν και ―τώρα που το σκέφτομαι περισσότερο― λέω:
Μπα… Μάλλον χεστήκανε οι λέξεις.
Ζούνε μέσα στα καλά τους κείμενά αυτές, στα ποιήματα τα ανοξείδωτα, στους δημώδεις λόγους τους απρόσβλητους από την ατημελησία ή την αβελτηρία μερικών ακούσιων κακεργετών της γλώσσας.
Πολλές ―πάμπολλες― γριούλες λέξεις με νεαρή και δυνατή καρδιά από τα ομηρικά χρόνια― και πολύ πιο παλιά και μακριά― που καθόλου δεν τις μαραζώνει ο νόστος για το παρελθόν καθώς κοιτάζει μπροστά το βαθύ και οξύ τους σημαινόμενο και είναι παγοθραυστική η δύναμή τους ― όσο θα υπάρχουν κάποιες/κάποιοι που μ’ αυτές θα σπάνε τους πάγους της αστοχασιάς.
Βολεμένες, καλοχτισμένες λέξεις, καλοπαντρεμένες με άλλες λέξεις, με καλές προθέσεις, με συνδέσμους πιο γερούς κι από ξυλοδεσιές, με ρίζες και κλαδιά και παρακλάδια και φύλλα και άνθη και καρπούς και χυμούς.
Σχεδόν απόρθητες από τις αθέλητες ―στην πλειονότητά τους― κακοποιήσεις.
Ναι. Μπορεί και να μην πονάνε οι λέξεις.
Ίσως…
Μπορεί να πονάμε μόνον εμείς…
Όσοι…
Όσες.
13 Μαΐου 2017
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr