Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Πολύβιος και Ερασμία: η δικαίωση, της Τζίνας Δαβιλά

Spread the love

Τζίνα Δαβιλά

Pane Di Capo

26 Απριλίου 2003, Λέσβος

– Γνωρίζετε τον εισαγγελέα προσωπικά;

– Μάλιστα.

– Μπορείτε να τον ρωτήσετε τι γίνεται με την υπόθεση του Πολύβιου;

– Θα το κάνω με την πρώτη ευκαιρία.

Έτσι απάντησε η Κλειώ στην Ερασμία, την μητέρα του Πολύβιου, του δεκαεννιάχρονου που σκοτώθηκε σε τροχαίο το 2001 στην Μυτιλήνη.

Ο Πολύβιος οδηγούσε ξημερώματα, παραμονή Πρωτοχρονιάς και ξαφνικά το αυτοκίνητο ντεραπάρισε, συγκρούστηκε σε μια κολόνα και … έμεινε στον τόπο. Αυτό είπαν…

3 Ιανουαρίου 2001, Λέσβος

Η Μυτιλήνη τον έκλαψε πολύ. Από τους ανθρώπους του δήμου που ανέλαβαν το καθάρισμα του δρόμου μετά το δυστύχημα μέχρι τους συμμαθητές και τους καθηγητές του. Λυγμοί. Βουβοί λυγμοί για τον Πολύβιο. Αλλά εκείνο το «αγόρι μου» της μάνας του στην εξόδιο ακολουθία ήταν σφαγή. Σπαραγμός.

Και μετά άρχισαν οι ερμηνείες. Ήταν μεθυσμένος, είχε πιεί πολύ, πήγε να κάνει μαγκιά με το αυτοκίνητο, τράβηξε χειρόφρενο …

Θεωρίες πολλές κυκλοφόρησαν, όπως όλοι έχουν μια άποψη για τα πάντα και την λεν χωρίς φειδώ και ντροπή. Λες και όλοι είναι ειδήμονες. Η Ερασμία δεν μιλούσε παρά μόνο κάποιες φορές άφηνε κάτι σημειώματα στον προσωπικό της ιστοχώρο. «Καλύφθηκαν, καλύφθηκαν, καλύφθηκαν οι δράστες. Μου σκότωσαν το παιδί μου και τους κάλυψαν. Οι δήθεν φίλοι, όλοι αυτοί που εσύ Πολύβιε μου τους είχες σταθεί, τους βοηθούσες, τους εξυπηρετούσες. Αυτοί σε σκότωσαν…».

Η Κλειώ παρακολουθούσε την πορεία της Ερασμίας διακριτικά. Δύο χρόνια από μακριά. Την έβλεπε καθημερινά να πηγαίνει στο σημείο που είχε σκοτωθεί ο Πολύβιος, να τοποθετεί κεράκια, λουλούδια, να αλλάζει τις γλάστρες, να προσθέτει λαμπιόνια στις γιορτές, να στολίζει με κάθε τρόπο το σημείο που για κείνη ήταν ο Πολύβιος. Πάντα αξιοπρεπής, καλοντυμένη, μαυροντυμένη η Ερασμία, με μοναδικές στιγμές έκρηξης οι σημειώσεις της στο μπλογκ της. «Αγόρι μου… σε σκότωσαν και τους κάλυψαν…».

26 Απριλίου 2003, Λέσβος

– Τι ακριβώς θέλετε να πείτε; Δεν καταλαβαίνω…

– Κυρία Φεγγαράτου, το παιδί μου το σκότωσαν. Ο Πολύβιος δεν είχε πιεί. Ήταν μετρημένος, καλοσυνάτος, δοτικός, ευγενικός. Πάντα ήταν ο οδηγός της παρέας. Εκείνο το βράδυ είχαμε μιλήσει πολλές φορές στο τηλέφωνο. ‘‘Μην ανησυχείς μάνα, είμαι καλά. Θα καθίσω λίγο ακόμα με τα παιδιά και θα έρθω’’. Είχαμε κάνει τραπέζι το προηγούμενο βράδυ στους συγγενείς μας. Ήταν κεφάτος, χαρούμενος. Είχαμε αγάπη και ηρεμία στο σπίτι μας. Τώρα καταστραφήκαμε … Μας επισκέφθηκε ο φίλος του πολύ αργά μετά το δυστύχημα. Σαράντα λεπτά μετά… Καταλαβαίνετε; Δεν έκαναν ό,τι έπρεπε. Αντί να καλέσουν το ΕΚΑΒ, πήγαν οι ίδιοι και τον τράβηξαν από το αυτοκίνητο που ήταν τουμπαρισμένο. Το παιδί μου ζούσε. Και εκείνοι ήταν μεθυσμένοι και προσπαθούσαν να κάνουν τους γιατρούς. Όταν φοβήθηκαν, τηλεφώνησαν στο νοσοκομείο και στους γονείς τους. Το πήγαν το παιδί μου στο νοσοκομείο και μετά τηλεφώνησε ο ένας στον άντρα μου και ο άλλος ήρθε στο σπίτι. Είχαν περάσει σαράντα λεπτά από το συμβάν. Το παιδί μου αιμορραγούσε και αυτοί δεν έκαναν τίποτα… περίμεναν… ήταν μεθυσμένοι. Μπροστά πήγαινε ο Πολύβιός μου, πίσω ένα άλλο αυτοκίνητο που είχε τρία άτομα μέσα και πιο πίσω οι εγκληματίες. Οι λέρες που όλοι τους καλύπτουν. Οι δήθεν φίλοι του. Αυτοί προσπέρασαν και τα δυο αυτοκίνητα και πάνω στην στροφή, είδαν να έρχεται άλλο αυτοκίνητο, μπήκαν μπροστά από τον Πολύβιό μου, τον έκλεισαν, πάτησε φρένο και αναποδογύρισε το αυτοκίνητό του. Τον σκότωσαν… όταν πήγα στο νοσοκομείο, το ασθενοφόρο δεν είχε έρθει ακόμα. Οι φίλοι του ήρθαν αλλαγμένοι, με άλλα ρούχα. Πήγαν στα σπίτια τους, άλλαξαν και μετά ήρθαν. Δεν έπρεπε να είναι μαζί του στο ασθενοφόρο; Γιατί πήγαν σπίτι τους; Το τραβούσαν πέρα- δώθε το παιδί μου, όπως ήταν χτυπημένο. Μου τα είπε το κοριτσάκι που ήταν στο δεύτερο αυτοκίνητο, ό,τι είχε δει. Φοβισμένο και με μισόλογα… ‘‘Κυρία Ερασμία… δεν είχε πιεί ο Πολύβιος’’.

Μετά κι αυτοί και άλλοι εξαφανίστηκαν. Το σπίτι μου ήταν ορθάνοιχτο για τον κόσμο που ερχόταν να μας συλληπηθεί. Οι μόνοι που δεν ήρθαν ποτέ ήταν οι “φίλοι” του με τις οικογένειές τους. Τα είπα αυτά στον εισαγγελέα και μου είπε ότι «η υπόθεση είναι ολοφάνερη… θα τους τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί. Δεν θα ξεφύγουν’’.

Μετά από λίγες μέρες, ο φάκελος έκλεισε. ‘‘Γιατί;’’ τον ρώτησα… Δεν μου απάντησε, δεν με ξαναδέχτηκε… Τα κουκούλωσαν… Είναι παιδιά γνωστών… Καταλαβαίνετε…

Η Κλειώ την ευχαρίστησε για την εμπιστοσύνη της. Ένοιωθε ότι έγινε κοινωνός ενός μυστικού που δεν άντεχε η νησιωτική κοινωνία. Θα μιλούσε στον εισαγγελέα. Θα  ρωτούσε τον ίδιο τι είχε αποφασίσει για την υπόθεση.

26 Οκτωβρίου 2003, Λέσβος

Στην εξόδιο ακολουθία του εισαγγελέα που πέθανε ξαφνικά στα 43 του χρόνια, η Κλειώ καθώς ακολουθούσε τους λίγους συγγενείς και συναδέλφους, πέρασε, έπεσε στην πραγματικότητα, πάνω στο μνήμα του Πολύβιου. Στην άκρη γωνία, καμαρωτός-καμαρωτός ο Πολύβιος χαμογελαστός και τα πάντα πάνω του πεντακάθαρα, τακτοποιημένα, πολύχρωμα σαν μια μυρωδάτη αυλή. Πάγωσαν τα πόδια της. Τόσες και τόσες φορές είχε πάει στο Κοιμητήριο, δεν είχε καταφέρει να βρει το μνήμα του. Άφησε τους άλλους να προχωρήσουν και έφερε στο νου της όλη την εξομολόγηση της Ερασμίας. Σχεδόν δίπλα τους τοποθέτησαν. Για να πας στον εισαγγελέα, αναγκαστικά έπρεπε να περάσεις από τον Πολύβιο.

Το βράδυ μπήκε στο μπλογκ της Ερασμίας.

‘‘Αγόρι μου… αποδόθηκε Δικαιοσύνη. Μόλις άρχισε να φαίνεται ο Θεός της Ηθικής και της Αλήθειας’’.

Σημείωση: συχνά τα διηγήματα γράφουν ψέματα για να διατυπώσουν πειστικά την αλήθεια. Είτε της επιτρέπουν οι συνθήκες να πρωταγωνιστήσει και να φανερωθεί, είτε όχι.

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Μι τσι πούιτς απ’ όξω, του Αλέξανδρου Μπέμπη
Το δέντρο της πλατείας Εξαρχείων, του Νίκου Βασιλειάδη
Το «ζύγι» της ζωής μας, και ο ζυγός της ψυχής μας, του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.