Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Περί σινεφίλ, του Γιάννη Στουραΐτη

Spread the love

Γιάννης Στουραΐτης

b5c927b0f77a27b81fd38b65df5f2fbf_L.jpg

Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις

PANE DI CAPO – AT RHODES – ΣΤΗ ΡΟΔΟ – ΤΗΛ: 22410-69007

Με το που κλείνουν τα φώτα, ανοίγω εγώ την πόρτα της διαφυγής μου και γλιστρώ μέσα στον παράλληλο κόσμο που αρχίζει να ξετυλίγεται μπροστά μου, επί της, παντός είδους, οθόνης.

Υπό μιαν έννοια, δεν έχω παντρευτεί και την καταλληλότερη γυναίκα στον κόσμο, η οποία, μόλις αντιληφθεί ότι έχω πλέον παρασυρθεί εκατό τοις εκατό και βρίσκομαι εντελώς μέσα στην ιστορία που διαδραματίζεται, όχι ενώπιόν μου, αλλά εντός μου, θα κάνει τα πάντα για να με επαναφέρει στην πεζή, λεγόμενη, πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας μια τεράστια ποικιλία θεμάτων που, ταχύτατα, θα εφεύρει για να με απασχολήσει με αυτά.

Όταν δε, δεν έχει πρόχειρο, διαθέσιμο θέμα, με ρωτάει, τρυφερά μεν, περιπαιχτικά δε:
«Τι κάνεις, αγάπη μου, βλέπεις έργο;».

«Όχι», μού ‘ρχεται να της πω, «…δεν, βλέπεις, ταΐζω τις καμηλοπαρδάλεις!», αλλά δεν της το λέω.

Απλώς απαντώ μ’ ένα ξερό, σκέτο, ενδεικτικό τού «δεν-έχω-όρεξη-για-κουβεντούλες», «ΝΑΙ», και μπαίνω στην διαδικασία reset για να αποσυνδεθώ πάλι από τα γύρω μου και να βουτήξω εκ νέου στον μαγικό, παράλληλο κόσμο του σινεμά, είτε αυτό συμβαίνει στο γραφείο, ενώπιον της οθόνης του λαπ-τοπ, είτε στο καθιστικό, μπροστά στην, χορταστικότερη, οθόνη της τηλεόρασης, είτε στην, αυτοκράτειρα, οθόνη του κινηματογράφου, ειδικά εκεί όπου και το υπόλοιπο περιβάλλον δεν προσφέρεται για κουβεντούλες, πολλώ μάλλον, για χαζές, άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος, ερωτησούλες!

Απ’ ό,τι καταλάβατε, δεν υπάρχει πιο πρωτόγονος, πριμιτίφ που λένε, θεατής κινηματογράφου από μένα στην οικουμένη!

Σαν να με πήρανε, μ’ έναν μαγικό τρόπο, από την πιο απομακρυσμένη ζούγκλα ή έρημο, χωρίς ίχνος ανθρώπινου πολιτισμού και με κάθισαν εμπρός από αυτό το, εξ ίσου μαγικό, παράθυρο-είσοδο στον θαυμαστό κόσμο της κινούμενης εικόνας, το οποίο, με το που ανοίγει, με ρουφάει μέσα του, περιδινώντας με με ένταση καταβόθρας!

Βέβαια, παράλληλα, πέφτει και χοντρή καζούρα μέσα στο σπίτι, από όλα, φευ, τα μέλη τής, σινεφίλ-φανατίκ, οικογενείας μου.

Πώς λέμε, «οικογένεια, το κύτταρο της κοινωνίας μας», κάπως έτσι!
Όχι ακριβώς, αλλά κάπως…

Απλά, μ’ έχουν πάρει χαμπάρι!
Και, συγγνώμη, δηλαδή, κακό είναι;

Οι λέξεις κλειδιά πάνω στις οποίες οικοδομούν την χλεύη τους, είναι, ας πούμε, «Αληθινή Ιστορία», ή, τέλος πάντων, «Ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα».

Τέρμα!

Αυτό ήταν!

Δε-μπα-να-ναι η χειρότερη σκηνοθεσία, η να-μασάς-κουκιά-και-να-την-φτύνεις ηθοποιία, η απόλυτη αλλεργία των σινεφίλ, το πιο-μαλακία-δεν-γίνεται σενάριο, πάει, τελείωσε, είναι ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ!

Και μάλιστα, όταν, για να μου κάνουν χάρη, μού προτείνουν τις ταινίες που υποψιάζονται, (δεν είναι δα και τόσο δύσκολο!), πως θα μού αρέσουν, τονίζουν με έμφαση αλλά και με μιαν υποφώσκουσα ειρωνεία: «…άσε που είναι και Αληθινή Ιστορία!…»

Και βέβαια, κυρίες μου!

Όταν ξέρεις πως ό,τι βλέπεις δεν αποτελεί κύημα της ανθρώπινης φαντασίας, όσο καλός κι αν είναι ο συγγραφέας ή ο σεναριογράφος, αλλά έχει να κάνει με αληθινά γεγονότα που είτε συμβαίνουν είτε έχουν συμβεί σ’ αυτόν τον ίδιο κόσμο στον οποίο ζεις κι εσύ, ε, όσο να ‘ναι, τα, επί της οθόνης συμβαίνοντα, αποκτούν άλλη διάσταση! Άλλο ειδικό βάρος!

Αλλά σιγά, μην απολογηθώ κιόλας!

Δεν είναι άδικο όμως;

Αφού εγώ δέχομαι και κυρίως σέβομαι όλη την γκάμα των ταινιών που σας αρέσουν, (και αρέσουν δυνητικώς και σε μένα – μην το παρα-μπαναλέψουμε το πράμα!), με θέματα σχετιζόμενα με αλληγορίες που ανάγουν σε βαθύ φιλοσοφικό προβληματισμό, ή με συμπλεγματικά υπαρξιακά ζητήματα, ή με περιπέτειες ψυχολογικής αναζήτησης, ή με την γοητεία του απόλυτου παραλόγου, ή με το κυνήγι της υπέρτατης εικαστικής αισθητικής ή με την εξερεύνηση των σύγχρονων, ή λιγότερο σύγχρονων, κινηματογραφικών τεχνικών, και ούτω καθ’ εξής, που μπουρδουκλώνουν τον θεατή, ιδίως τον ναΐφ-πριμιτίφ θεατή σαν κι εμένα, που δεν πρόλαβε ακόμη ν’ απαλλαγεί από τις προβιές που φορούσε στην σπηλιά του κι έχει μπλέξει, ο δόλιος, τα μπούτια του, κάτω από την αχυρένια φούστα του, ΕΣΕΙΣ, (απευθύνομαι στις σινεφίλ-φανατίκ κριτές μου), γιατί δεν σέβεστε την απόλυτη ψυχική μου ταύτιση με τις ταπεινές, πεζές, Αληθινές Ιστορίες μου;

Σνιφ…

Ο άλλος πυλώνας του μπούλινγκ που υφίσταμαι εντός οικογενείας, ως θεατής κινηματογραφικών ταινιών, συνίσταται στο εξής, πολύ προσφιλές στους χλευαστές μου, θέμα:
Με το που σκάει μύτη στην υπόθεση ένας άνδρας και μια γυναίκα, χωρίς να έχει γίνει η παραμικρή νύξη περί τούτου στα μέχρι τότε διαδραματισθέντα, γυρνούν όλοι οι παρόντες συγγενείς μου, με κάτι σαν αυτόματο αντανακλαστικό και με ωθούν, με το σκωπτικό τους ύφος, στο να τους ρωτήσω:

«Τώρα, αυτοί οι δύο, αγαπιούνται;» για να προχωρήσουμε μετά όλοι μαζί, εν χορώ, στο παρασύνθημα:

«Λες να παντρευτούνε;»

Ο τρίτος πυλώνας, είναι το κλάμα!

Αντίθετα με την κα Ξένια Κουναλάκη, ( «Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές», Ξένια Κουναλάκη, Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, 2016), εγώ κλαίω παντού και πάντα, από τις πιο άσχετες, μέχρι όλες τις πιο σχετικές στιγμές!

Ο απόλυτος, ευσυγκίνητος κλαψιάρης!

Προϊούσης, δε, της ηλικίας μου, το πράμα όλο και χειροτερεύει…

Έχει τύχει, προσφάτως, μετά το τέλος του έργου, να με περιμένουν μέχρι και 10 – 15 λεπτά για να ξεπρηστώ και να μην ξευτιλιστώ, (εντελώς), τόσο μπροστά στους συνθεατές μας, όσο και ενώπιον των θεατών της επόμενης προβολής, που όπου να ‘ναι θα ενσκήψουν στην αίθουσα!

Και ξέρεις τι μου την σπάει πιο πολύ;

Όταν βλέπουμε ταινία στο σπίτι, μόλις προκύψει συγκινητική σκηνή, παρατούν, όλοι, την παρακολούθηση της υπόθεσης και σκύβουν, όλοι, μα όλοι, τόσο, μα τόσο αδιάκριτα, για να δουν πότε θα κλάψει ο γέρος και να ξεσπάσουν σε, άλλοτε άλλης έντασης, γέλια!

Πάει η συγκίνηση! Εξατμίζονται τα δάκρυα και, μαζί τους, εξατμίζεται κι όλη η μαγεία!

Να μην ξεχάσω και το κράξιμο που τρώω για τα γουέστερνς, σπαγγέτι ή μη, όπου στο τέλος όλα μπαίνουν στην θέση τους, (εκτός από τους Ινδιάνους που όταν συμμετέχουν στο «στόρι», οι σεναριογράφοι κι οι σκηνοθέτες τούς χρησιμοποιούν διεκπεραιωτικά σαν γραφικά, φολκλορικά στοιχεία, περνώντας «στο ντούκου» τον κατατρεγμό που έχουν υποστεί από τους δυτικούς εισβολείς), οι καλοί καουμπόηδες «καθαρίζουν» μια για πάντα το τοπίο της άγριας δύσης από τα αποβράσματα, τα καθάρματα τιμωρούνται παραδειγματικά κι ανελέητα, κι εγώ πάω στο κρεβάτι μου ευτυχής και ανακουφισμένος, χωρίς ίχνος συνοφρύωσης, (με εξαίρεση την συνοφρύωση για τους Ινδιάνους), εν μέσω των γιουχαϊσμάτων των υπολοίπων, «ψαγμένων» κινηματογραφόφιλων του σπιτιού μας!

Αυτά, κι άλλα, τραβάω ο δόλιος, για να δω μια ταινία με την ησυχία μου, χωρίς ποικίλες αποσπάσεις, παρεμβολές και παράσιτα!

Μερικές φορές αισθάνομαι ευγνώμων, τρόπος του λέγειν, που, αντί άλλου σχολίου, δεν μου λένε:

«Πάρε την μπανάνα σου κι ανέβα στο δέντρο σου!»

Λες, όλο αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι έχω γεννηθεί στην Αφρική;

Αφού το καλοσκεφτώ όμως, λέω στον εαυτό μου:

«Μπά, αυτοί χάνουν που δεν έχουν γεννηθεί στην Αφρική…!»

Και ξαναβυθίζομαι στην αναπαυτική πολυθρόνα μου για να συνεχίσω την θέαση της Αληθινής, Πολύ Συγκινητικής, Ιστορίας που, μόλις πριν λίγο, άρχισα να παρακολουθώ…!

Πώς, τώρα και μου ‘ρθε, στα καλά καθούμενα, να σας απασχολήσω με την ιδιαίτερη σχέση που έχω με το σινεμά, ως θεατής;

Πρώτον, την Μεγάλη Εβδομάδα εμφανίσθηκαν στην τηλεόραση όλα εκείνα τα επικά έργα τύπου «Σπάρτακος», «Μπεν Χουρ», «Ιησούς ο Ναζωραίος», «Μωυσής», κ.λπ., και τα θυμήθηκα όλα μ’ ένα γερό φλας-μπακ!

Πώς, παραδείγματος χάριν, να ξεχάσω την απόλυτη ταύτισή μου με τον Τσάρλτον Ήστον στο «Μπεν Χουρ», σε εκείνην την απίθανη αρματοδρομία, ή με τον Κερκ Ντάγκλας στον ρόλο του επαναστάτη δούλου-μονομάχου στον «Σπάρτακο»!

Δεύτερον, τις προάλλες, έσκασα στα γέλια, όταν, σε μια συζήτηση που είχαμε, η μικρή μου κόρη μού εκμυστηρεύθηκε ότι όσες φορές στο, όχι και τόσο μακρινό, παρελθόν προέκυπτε ότι θα την συνόδευα εγώ στο βίντεο κλαμπ, αντί της μητέρας της, για να διαλέξουμε ταινίες για το Σαββατοκύριακο, η αυθόρμητη, ενδόμυχη αντίδρασή της ήταν: «ΩΧ!»

Γι’ αυτό σου λέω, «Πάρε την μπανάνα σου κι ανέβα στο δέντρο σου!»

«Α! και, ξέμπλεξε και τα μπούτια σου, μπας και σου κάτσει λίγο καλύτερα η αχυρένια σου φούστα!»

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Πάρε τη λέξη μου, δος μου το μαχαίρι σου, του Μάνου Στεφανίδη
Δυόσμος και ρίγανη, της Αναστασίας Φωκά
Η αυτοκρατορία του φόβου, του Νίκου Βασιλειάδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.