᾽Επεί δ᾽ ἀνῆλθε λαμπρόν ἡλίου φάος,
ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς…
Αισχύλου, Αγαμέμνων, στ. 658-659.
…κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι
μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
Γ. Σεφέρης, «Με τον τρόπο του Γ.Σ.»
Παρατηρείς με απάθεια τους άλλους να πνίγονται κι είσαι ανίκανος ακόμα και τον πόνο να μοιραστείς, και τον πόνο τους να καταλάβεις.
Τι σημαίνει σκλαβιά. Τι σημαίνει απόγνωση. Τι σημαίνει τρόμος.
Δεν ξέρεις απ’ αυτά, δεν ξέρεις τίποτε.
Δεν τα χρειάστηκε η μικρή ζωή σου.
Με συγκρατημένη συγκίνηση, όπως στις κηδείες των απλώς γνωστών.
Να παρατηρείς. Μόνο αυτό μπορείς.
Ξημερώνουν οι ειδήσεις από τη Λαμπεντούζα και βλέπεις ν’ ανθίζει το πέλαγο πνιγμένα κορμιά και τόσο, τόσο δα μόνο, ταράζεσαι.
Κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς» δεν έγινε και τίποτε βρε αδελφέ.
Δόξα τω θεώ, εγώ δεν λογαριάζομαι στους πνιγμένους.
Εγώ δεν βαρέθηκα ποτέ να περιμένω τα ακίνητα καράβια.
Δόξα τω θεώ, εγώ κάθε μέρα κινδυνεύω να πνιγώ σε μια κουταλιά νερό
κι ωστόσο, πάντα, σώζομαι.
Έτσι λες, ανόητε κολυμπητή του γλυκού νερού,
και συνεχίζεις να παρατηρείς με απάθεια τη θάλασσα που ξεβράζει κορμιά σαν το δικό σου.