Βρέθηκα λοιπόν στο τιμόνι της βάρκας ρουφώντας μια πρόχειρη φραπεδιά, με τον παππού να κρέμεται σαν την τσίτα του Ταρζάν από το κατάρτι και οι επιβάτες βλέπουν φόρα παρτίδα όλα τα …κάλλη του.
Το έχω πάρει απόφαση πια ότι ούτε πρόκειται να ξυπνήσω από ένα αγχωτικό όνειρο, ούτε ο παππούς να λογικευτεί. Όταν δεν μπορείς να αποφύγεις κάτι, τι κάνεις; Το απολαμβάνεις. Ήταν αλήθεια μαγικό αυτό το συναίσθημα της απόλυτης ελευθερίας μέσα μου. Έβλεπα τον χιτώνα μου να κυματίζει πάνω στον παππού σαν πειρατική σημαία κι εκείνος λες κι ατένιζε αρμάδες πολεμικών πλοίων που έπλεαν μεγαλοπρεπείς προς το ηλιοβασίλεμα και…
«ΡΕ ΠΑΠΠΟΥ, ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΕΒΑΛΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΡΑΠΕ;;;», φώναξα γελώντας νευρικά από την μαστούρα.
Εξερχόμενη κλήση Διάολος.
«Ακύρωση φωνητικής κλήσης! Ακύρωση, λέμε!», συνέχισα να γελάω.
«Χάρε, ο Χριστός», ακούω τον παππού να φωνάζει χασκογελώντας.
«Άστα αυτά και πες τι πήρες κι έριξες στον φραπέ!»
«Ρε σου λέω βλέπω τον Χριστό!», τέντωνε εκείνος το χέρι του δείχνοντας τον ορίζοντα.
«Παππού, άσε τον Χριστό εκεί που είναι και λέγε!»
Κι ενώ έχω μισοσκαρφαλώσει πάνω στο κατάρτι και του τραβάω τον χιτώνα για να τον κατεβάσω, βλέπω αχνά μέσα από την ομίχλη της υγρασίας των νερών τον Χριστό να περπατάει πάνω στα νερά.
«Τον μπαγάσα! Κάνει και γαμώ τις εισόδους!», σφύριξε θαυμάζοντας ο παππούς.
«Σταμάτα λέμε, είναι ο γιος του αφεντικού», του τράβηξα το πόδι.
«Ε και; Θα σε απολύσει; Για κοπλιμέντο το είπα.», είπε ο παππούς και γλιστρώντας από το κατάρτι πήγε και άπλωσε το χέρι στον Χριστό για να τον ανεβάσει στη βάρκα.
«Τι κάνεις, βρε παλικάρι; Πώς και από τα μέρη μας;», τον ρώτησε ο δικός μου μέσα στη τρελή χαρά.
«Είναι οι μέρες μου, παππού Χάος. Το ξέχασες;», χαμογέλασε πλατιά ο Χριστός και τον αγκάλιασε.
Πλησίασα τρεκλίζοντας, προσπαθώντας να τραβήξω τον παππού από τον Χριστό, μην ανοίξει το στόμα του και αρχίζουν να πετάγονται «μαργαριτάρια» και … «βατράχια».
«Χάρε μου, δεν έχουμε πει: “Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με, τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.”;»
«Μωρέ, έχεις τα δίκια σου, αλλά τούτο δω είναι λιγάκι …ανεπτυγμένο για την ηλικία του», είπα μασουλώντας τις λέξεις μέσα από την επήρεια όσων μου είχε ρίξει ο παππούς στη φραπεδιά.
«Πάλι σου έβαλε ινδική κάνναβη στον καφέ σου;», γέλασε καλόκαρδα ο Χριστός.
«Αχ! Δεν ξέρω τι να τον κάνω ώρες ώρες.», με έπιασε το παράπονο.
Ο παππούς αγκαλιά με τον Χριστό γελούσαν συγκρίνοντας τις ποιότητες των σανδαλιών τους. Τότε γύρισε και έβαλε το χέρι του στον ώμο μου.
«Χάρε μου, ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Τι κι αν μεγαλώνουμε; Παιδιά είμαστε. Άλλα που έχουν χάσει τον δρόμο τους, άλλα την ψυχή τους, άλλα που κρατάνε την παιδικότητα τους κι άλλα που αναγκάστηκαν ή τα ανάγκασαν να την εγκαταλείψουν. Αλλά ο πυρήνας μας είναι ίδιος.»
Φτάνοντας στις Πύλες της Κολάσεως, μας αγκάλιασε όλους.
«Βρε Χριστέ μου, δεν βαριέσαι κάθε χρόνο πέρα-δώθε;», τον ρώτησε ο παππούς.
«Έστω κι ένας να θέλει να σωθεί, αξίζει. Πάντα θα αξίζει.», χαμογέλασε πλατιά Εκείνος.
«Θα σε περιμένω για μεζεδάκι την Κυριακή!», του φώναξε ο παππούς.
«Θα φέρω το δικό μου, παππού! Είμαι χορτοφάγος πια!», κούνησε το χέρι σε αποχαιρετισμό.
Με αυτά τα λόγια μας αποχαιρέτησε για να τον ξαναδούμε σε τρεις μέρες. Να προσέχετε όταν οδηγείτε, όταν τρώτε κι όταν πίνετε. Να έχετε υγεία, σύνεση και τους αγαπημένους σας κοντά όλες τις μέρες του χρόνου. Κι αφήστε με μια φορά να γιορτάσω χωρίς τροχαία ατυχήματα, το στανιό σας μέσα!
Σας φιλώ σταυρωτά.
Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας!