Δεν ξέρω για εσάς, αλλά την Αθήνα την αγαπούσα μέσα στην ερημιά του Αυγούστου. Γενικά όμως δεν μου αρέσει πια σαν πόλη. Δεν θεωρώ ότι είναι πλέον πόλη. Όχι έτσι όπως την καταντήσατε.
Περπατάμε μαζί με τον Διόνυσο στα καυτά από τη ζέστη πεζοδρόμια. Με την θνητή μας αμφίεση έχουμε λιώσει στη ζέστη. Στάζει ο ιδρώτας. Παλιά περνούσες κάτω από τα κτίρια στο κέντρο κι έκανες ντουζ. Τώρα πια, πέρα από την ερημιά του Αυγούστου, επικρατεί και η άλλη ερημιά… Η ερημιά των μαγαζιών ή των γραφείων που γράφουν πάνω τους «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» ή «ΠΩΛΕΙΤΑΙ». Η ερημιά εκείνων, που ανήμποροι να πάνε διακοπές, χαζεύουν την ανοιχτή τηλεόραση, στην καλή περίπτωση που μπορούν ακόμη να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Στην χειρότερη ψάχνουν τα συσσίτια. Ψάχνουν στα σκουπίδια.
Δεν είμαι καταθλιπτικός. Ξέρεις αυτές οι εικόνες υπάρχουν και χωρίς την ερημιά του Αυγούστου. Αυτές οι εικόνες είναι καθημερινές, μα αδυνατείς να το χωνέψεις κοιτάζοντας τα καλοκαιρινά status των φίλων σου στο facebook ή τα tweets τους. Βλέπεις γαλάζια νερά κι όχι τα βρωμόνερα. Βλέπεις βαρκούλες κι όχι σάπια χαρτόκουτα. Βλέπεις γελαστούς νεόπλουτους να βγάζουν τα ξύγκια και τα κωλομάγουλα και τα βυζιά τους στα αντίστοιχα νεόπλουτα διακοποστέκια. Δεν βλέπεις εκείνους που μένουν πίσω. Κανείς δεν θέλει να τους βλέπει. Ίσως επειδή το καλοκαίρι έχει ταυτιστεί με τη χαρά. Μα δεν σημαίνει ότι όλοι το χαίρονται. Υπάρχουν και αυτοί που δεν μπορούν να χαρούν.
Ο Διόνυσος με σκουντάει.
«Μην το κάνεις αυτό.», μου λέει σοβαρός.
«Τι κάνω δηλαδή;», προσπαθώ να τον αποπροσανατολίσω.
«Ταυτίζεσαι με τον Προμηθέα. Θυμάσαι τι έπαθε.», μου λέει ανάβοντας ένα τσιγάρο.
«Ναι. Αλλά τον βοήθησε ο Χείρωνας και απέκτησε ξανά την αθανασία του. Δράση και αντίδραση, Διόνυσε. Όταν δίνεις καλό, δεν γίνεται να σου επιστρέφεται μόνο κακό. Να το θυμάσαι αυτό.», του μουρμουρίζω σε αντίλογο.
«Δεν εννοώ αυτό που εννοείς, ρε συ! Ταυτίζεσαι με τον πόνο των άλλων κι ας το παίζεις Χάρος κοκαλιάρης και στ’ αρχίδια σου. Δεν είσαι στ’ αρχίδια σου.»
Ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Αν ξεκινήσει ένας μόνος να ταυτίζεται, κάποτε θα ακολουθήσουν κι άλλοι.», συνεχίζω το μουρμουρητό.
Καγχάζει.
«Α ρε Χαρούλη, ψυχοπονιάρη! Τόσοι αιώνες, ρε μαλάκα. Ακόμα πιστεύεις στις νεράιδες;»
«Χθες ήμουν με τις Ναϊάδες. Οπότε ναι, πιστεύω σε αυτές!», του λέω μουτρωμένος.
Απλώνει το χέρι του και αδέξια με αγκαλιάζει για δυο στιγμές.
«Καλά. Να πιστεύεις. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Το έμαθε μέχρι κι η Πανδώρα.»
Τον σκουντάω στα πλευρά με τον αγκώνα και μου ρίχνει κλωτσιά στον κώλο. Μια ζωή φίλοι. Έτσι τελειώνουμε κάθε αντίλογο. Παιδιάστικα. Όμορφα. Μα γιατί, γιατί δεν μπορείτε να κάνετε κι εσείς το ίδιο;
7 Σχόλια
Βρε, πουτ δε κεφτεδάκια ντάουν σλόουλι, όλοι σας! Άι στο καλό! Με ξελιγώσατε!
Δεν ήξερα,ούτε είχα ρωτήσει.
Έφαγα τα κεφτεδάκια το μεσημέρι.
Έχω ελπίδες?
Έστω πρώτη και τελευταία δεύτερη ευκαιρία?
Αν έχω κεφτεδάκια στο στομάχι γλιτώνω;
Γεροτάσο τη βάψαμε! Μην κυκλοφορείς χωρίς κεφτεδάκια στην τσέπη. Είναι κυκλοθυμικός ο Χαρούλης, το μόνο αγχολυτικό που δουλεύει ειναι τα κεφτεδάκια.
Σαν πολύ θάρρος πήρατε εσείς οι δυο! Φέρτε τα κεφτεδάκια εδώ, μην έρθω να σας πάρω και γίνει χαμός με τα αφεντικά!!!
Χαρούλη
Μου φαίνεται ότι είσαι στήθος μάρμαρο και καρδιά πατάτα. Το ίδιο και στη συνέντευξή μας που αντί να με τρομάξεις στο τέλος παρηγορούσαμε ο ένας τον άλλον. Ασε που μερικές αναγνώστριές μου καταμούσκεψαν τη σελίδα της εφημερίδας. Γίνε σκληρός ρε γαμώτο (συγνώμην Αφροδιτούλα, λάθος κλήση, Προστάτρια) γιατί σύντομα σε βλέπω στο ταμείο Πρόνοιας.
Ἄσταδιάλα ρέ! (Ωπ! Λάθος κλήση ἀφεντικό!). Μέ βούρκωσες πρωινιάτικα!