Μια φορά ζούσε σε μια γειτονιά ένας καλός άντρας που ήταν ανύπαντρος.
Μια μέρα αυτός ο άντρας μπήκε σε έναν οίκο ανοχής.
– Πάει, χάλασε κι αυτός! σχολίασε πικρόχολα ένας γνωστός θαμών του οίκου και γείτονας του καλού άντρα.
– Μπράβο! Αναβαθμίζεται ο οίκος τούτος! αναφώνησε με θαυμασμό ένας άλλος γείτονας.
Την άλλη μέρα, μια από τις κοπέλες του οίκου πήγε στην κοντινή εκκλησία.
– Πάει! Θα χαλάσει και την εκκλησία αυτή η…, σχολίασε πικρόχολα μια γειτόνισσα που ήξερε την κοπέλα καθώς και τη δουλειά που έκανε.
– Μπράβο στο κορίτσι! Θα πάω κι εγώ μαζί της! είπε επαινετικά μια άλλη γειτόνισσα.
Και έτσι περνούσε γρήγορα ο καιρός σ’ εκείνη τη γειτονιά.
Πολύ γρήγορα…
Από τον δημόσιο έπαινο στη δημόσια χλεύη και πίσω ξανά.
Με πολλές κουβέντες, ενδιάμεσα, για τις εκλογές και τις πολλές και διάφορες υποψηφιότητες.