Πρόσωπα - Αφιερώματα

Ο Mιχάλης Γρηγορίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, του Κωστή Α. Μακρή

Grigoriou17315sk.jpg
Spread the love

 

Grigoriou17315sk.jpg

 

Ο Mιχάλης Γρηγορίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Την Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

 

Η Τετάρτες είναι παράξενες μεσοβδόμαδες ημέρες.

Τα απογεύματά τους είναι γεμάτα προσμονή για ένα Σαββατοκύριακο που δεν είναι και τόσο μακρινό αλλά απέχει εξίσου κι από το προηγούμενο που δεν ήταν και συγκλονιστικό.

Όταν ετοιμάζεσαι να πας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για να ακούσεις έναν κύκλο τραγουδιών με τον γενικό τίτλο «Η Λήδα και ο Κύκνος» προσπαθείς ―για τον εαυτό μου μιλάω― να μην φορτωθείς εκ των προτέρων με μυθολογικά φορτία.

Παίρνεις ένα μεσαίου μεγέθους καλάθι προσδοκιών και πας με τη γαλήνια χαρά ενός ανθρώπου που ούτε μπλαζέ είναι αλλά ούτε κι ένας άπειρος ή υπεραισιόδοξος θηρευτής καλλιτεχνικών συγκινήσεων.

Ο Μιχάλης Γρηγορίου αναφέρεται στο διαδίκτυο ως «ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες συνθέτες, με 104 έργα στο ενεργητικό του και αξιόλογη δισκογραφική παρουσία».

Η γνωριμία μου με το έργο του είναι επαρκής, με την έννοια ότι γνωρίζω κάποια πράγματα αλλά δεν θα πω κι ότι σφυρίζω κομμάτια του στο μπάνιο ή αλλού• όπως, ας πούμε, το “L’amour est enfant de bohème” από την Κάρμεν του Μπιζέ.

 

Και μετά απ’ όλη αυτή την εισαγωγή, ας μιλήσω για τη χθεσινή βραδιά.

Ακούσαμε:

Πρώτο μέρος: «Η Λήδα και ο Κύκνος», έργο 87, για δύο φωνές και πιάνο (2003),
και «Τα παγώνια της Μονής Βλατάδων», έργο 96, για δύο φωνές και πιάνο (2013),
σε ποίηση Κατερίνας Καριζιώνη και οι δύο κύκλοι.
Δεύτερο μέρος: Mauve, κύκλος τραγουδιών, έργο 79, για βαρύτονο και πιάνο τρίο (1999), σε στίχους επτανησίων ποιητών (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Λορέντζος Μαβίλης, Άγγελος Σικελιανός) και
Purple, κύκλος τραγουδιών πάνω σε σονέτα του Σαίξπηρ, έργο 81, για βαρύτονο και πιάνο τρίο (2000).

 

Πριν μπούμε στην αίθουσα ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ (μου αρέσει να θυμίζω στον εαυτό μου αυτό το πολύτιμο όνομα), και επειδή είχαμε χρόνο, περιμέναμε, η γυναίκα μου κι εγώ, τους δύο φίλους που μαζί τους θα ακούγαμε τα έργα. Πίναμε καφεδάκι και διαβάζαμε το πρόγραμμα. Το πρώτο ποίημα, της Κατερίνας Καριζιώνη έχει τίτλο «Ιστορία χωρίς όνομα».
Οι πρώτοι στίχοι:

«Ήταν ένα ποτάμι κάποτε
ποτάμι που κοιμότανε στα χέρια σου
κι άλλοτε σιωπηλό κυλούσε προς τη θάλασσα
αφήνοντας ξωπίσω του ένα φύλλο φθινοπώρου»

― Τι μουσική να γράψεις γι’ αυτό; ρώτησε ρητορικά η γυναίκα μου.
Εγώ σκέφτηκα τον Σμέτανα και τα «άγρια νερά» του Μολδάβα.
― Θα ακούσουμε, είπα.

 

Μετά από κάμποση ώρα, μέσα στην αίθουσα σβήσανε τα φώτα της πλατείας.
Φωτισμένη η σκηνή, ο κύριος Μιχάλης Γρηγορίου στο πιάνο και μπροστά η κυρία Καλλιόπη Βέττα, σοπράνο, και ο κύριος Τάσης Χριστογιαννόπουλος, βαρύτονος.

(Εξαιρετικοί ―εκ του αποτελέσματος― και οι δύο και τους ευχαριστώ και τους ευχαριστούμε!)
Και…

«Ήταν ένα ποτάμι κάποτε
ποτάμι που κοιμότανε στα χέρια σου
κι άλλοτε σιωπηλό κυλούσε προς τη θάλασσα
αφήνοντας ξωπίσω του ένα φύλλο φθινοπώρου».

 

Έπιασα τον εαυτό μου να συγκινείται. ‘Επιασα τον εαυτό μου να ακούει μουσική και λόγο σε ένα στιλπνό διαυγές πάντρεμα όπου ο λόγος είναι η αιτία αλλά μοιάζει να είναι και η δικαίωση της μουσικής που άκουγα.

Κάτι παράξενο είν’ αυτό για κάποιους «τραγουδιάρηδες».

Και μετά από το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο τραγούδι κατανόησα αυτό που είχα διαβάσει στο πρόγραμμα, στο σημείωμα του Μιχάλη Γρηγορίου:

«Δεν λειτουργώ σαν ένας συνθέτης που “μελοποιεί” στίχους ―ένας όρος που με απωθούσε ανέκαθεν, καθώς παραπέμπει συνειρμικά και σε ένα “μουσικό μπογιάτισμα” της ποίησης― αλλά περισσότερο σαν σκηνοθέτης, σαν σκηνογράφος και σαν φωτιστής νοημάτων που αντιμετωπίζει κάθε ποίημα σαν ένα σενάριο ή σαν λιμπρέτο. Και καθώς κάθε ποίημα αξιώνει μια διαφορετική “σκηνοθετική” και “σκηνογραφική” προσέγγιση, γι’ αυτό επιτρέπω στον εαυτό μου να αντλεί από ένα πλήθος στυλιστικών επιδράσεων, που ανήκουν βέβαια στα προσωπικά μου βιώματα και που μπορεί να ξεκινάνε από την Αναγέννηση και το Μπαρόκ, να περνάνε από τον Σούμαν ή τον Ραχμάνινωφ, ή τον Χατζιδάκι, να αγγίζουν ίσως το ρεμπέτικο και να φτάνουν ενίοτε μέχρι την avant garde».

 

Όταν ήρθε το «Παπάφειο»* (παραθέτω ολόκληρο το ποίημα στο τέλος του σημειώματός μου), συνειδητοποίησα ότι είχα συνδεθεί μ’ έναν μουσικολεκτικό ορό που περνούσε μέσα μου μουσική και λόγια σε θεραπευτικές δόσεις.

Δεν είμαι μουσικός. Η σχέση μου με τη μουσική είναι κυρίως «καταναλωτική», όσο κι αν κάποτε φλέρταρα άγρια μαζί της μέσω μιας τρομπέτας που ποτέ δεν κατέκτησα τη γνώση της.
Με κέρδισε ―τότε― η ζωγραφική και τώρα η ανάγνωση και η γραφή.

Έχω όμως καταναλώσει πολλή μουσική. Και τώρα που γράφω αυτό, μουσική ακούω. Όχι Μιχάλη Γρηγορίου ―κι ας με συγχωρέσει― αλλά τον Μολδάβα του Σμέτανα, επειδή τον θυμήθηκα γράφοντας.

Κι αυτό σπρώχνει τα δάχτυλά μου να γράψουν για τη μία και ενιαία συγκίνηση της τέχνης που ενώνει με μια θεϊκή (άλλο επίθετο δεν βρίσκω για το ανείπωτο) ώσμωση όλες τις αισθήσεις και τις σπρώχνει στους νευρώνες μας παράγοντας αυτό το ανέκφραστο που ονομάζεται συγκίνηση και που πολλές φορές φέρνει δάκρυα παράξενης χαράς στα μάτια και το ποίημα «Παπάφειο» της Κατερίνας Καριζώνη με τη μουσική τού Μιχάλη Γρηγορίου ενώνονται μέσα μου με αναγνώσεις Ντίκενς και Παπαδιαμάντη και πολλές μουσικές και μυρωδιές καλοκαιριών και εικόνες και αισθήσεις λειασμένων βότσαλων και σωμάτων και μετά, ευγνώμων, σκέφτομαι με χαρά:

«Πόσο όμορφη μέρα μπορεί να είναι μια εντελώς μεσοβδόμαδη Τετάρτη!».

18 Ιανουαρίου 2018

* Παπάφειο
Της Κατερίνας Καριζώνη

Καμιά φορά
τις νύχτες που χιονίζει
πετούν θροΐζοντας ανάμεσα απ’ τα δέντρα
τα ορφανά του προηγούμενου αιώνα.

 

Τότε ανάβουνε τα φώτα στο Παπάφειο
ξυπνούν οι επιστάτες με τα γκρίζα νυχτικά
του αιώνα μας οι φύλακες των θλίψεων
ξεχύνονται σε δρόμους που χαθήκαν
αναστατώνοντας την πολεοδομία των καιρών

 

ρωτούν για τα ορφανά που δεν μεγάλωσαν
τα χάδια που δεν δόθηκαν
στα μουχλιασμένα τους κρεβάτια.

 

Μες στα όνειρα τις νύχτες που χιονίζει
πετάει σαλπίζοντας ανάμεσα απ’ τα σπίτια
εκείνη η μπάντα των αδέσποτων παιδιών

 

σκορπίζουν φυματίωση και πούδρα
γυρεύουν ένα νόμισμα παλιό
ή ένα πένθιμο κομμάτι κέικ
από τα τσάγια των φιλόπτωχων κυριών

 

που ακόμη οργανώνονται αθόρυβα
στις γκρεμισμένες αίθουσες
του 19ου αιώνα.

 

Από τη συλλογή «Πανσέληνος στην οδό Φράγκων» (1990), της Κατερίνας Καριζώνη
(Όπως ήταν γραμμένο στο πρόγραμμα της συναυλίας του Μιχάλη Γρηγορίου,
Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος)

 

26231484_1752651811426397_2666596933427585021_n.jpg

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Hrach-Altunyan: o blues-er που αξίζει να γνωρίζεις, της Τζίνας Δαβιλά
Ρίκα Βαγιάννη: το πιο λαμπερό μυαλό, της Μαρίας Κοζάκου
03.jpg
Γράμμα του Αϊνστάϊν στον γιο του, τον Χανς Άλμπερτ

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.