Χθες βράδυ, δεν ξέρω ακριβώς γιατί, ο Κος Σανιδόπουλος μιλούσε κι αυτός, κοντά στο πνεύμα των καιρών, με αφορισμούς που με εκνεύρισαν αφάνταστα. Δεν περίμενα από έναν σκεπτόμενο άνθρωπο να μιλάει έτσι ρομαντικά, έτσι πρωτόγονα, με όρους, τελοσπάντων, αρχαϊκής οικονομίας. Ακούστε, από περιέργεια, τι ασυναρτησίες έλεγε και ίσως μου δώσετε κάποιο δίκιο.
«Διαβάζω διάφορους όψιμους οικονομολόγους και “σοφούς” που δίνουν συμβουλές με θεαματικό λεξιλόγιο για τους “τρεις πυλώνες της οικονομίας που επιδέχονται ανάπτυξη” (Ναυτιλία, Ενέργεια, Τουρισμός) και άλλα τέτοια ωραία. Σ’ αυτή την τρελή οικονομίτιδα που έχει καταλάβει τους πάντες όλα συζητιούνται με όρους που μηδενίζουν την πραγματική ζωή.
Σε όλη την επαρχία, εκεί όπου ακόμα παράγεται λάδι, τυρί, κρέας, φρούτα, λαχανικά, σιτάρι, κρασί, μέλι, εκεί που οι εποχές έχουν ακόμα το νόημά τους κλπ. απέραντες εκτάσεις έχουν ερημώσει. Χωράφια μένουν ακαλλιέργητα, αχρηστεμένα, δέντρα απεριποίητα, εγκαταστάσεις που πριν κάποια χρόνια έσφυζαν από ζωή τώρα είναι σε εγκατάλειψη. Μικρές βιομηχανίες προϊόντων της γης, όπως της ζάχαρης στον Βόλο ή της τομάτας δεν ξέρω γω πού, μαράζωσαν.
Η χώρα μπορεί να ζήσει τον κόσμο της με λιγότερες ηλεκτρικές και άλλες συσκευές, με λιγότερα αυτοκίνητα και εισαγόμενα είδη πολυτελείας, με περισσότερη αξιοποίηση της γης. Αλλά αυτή η επί δεκαετίες αμόρφωτη χώρα δεν το πιστεύει. Δεν το πίστεψε ποτέ. Το να είσαι αγρότης, το να ασχολείσαι με τη γη, έχει απαξιωθεί από τα χρόνια των δόλιων επιδοτήσεων, θεωρείται υποδεέστερο στην ιεράρχηση της κοινωνίας. Στα σχολεία της χώρας, με ελάχιστες εξαιρέσεις φωτισμένων δασκάλων, δεν διδάσκεται τίποτε που να εμπνέει πραγματικό σεβασμό για τη γη. Τίποτε για την πραγματική οικονομία. Γι’ αυτό και χαίρομαι όταν σήμερα ακούω νέους ανθρώπους να επιστρέφουν στη γη τους. Αντίθετα μισώ αφάνταστα όσους έχουν έστω κι ένα μικρό κομμάτι γης και δεν σκέφτονται, αφού δεν το αξιοποιούν οι ίδιοι, να το παραχωρήσουν σε άνεργους νέους…»
«Αν είχα τώρα λόγο στην κυβέρνηση, ξέρεις τι θα έκανα;» συνέχισε (και ξαφνικά οι φλέβες του τεντώθηκαν στον λαιμό). «Θα υποχρέωνα όλους όσοι κρατούν χέρσα εδάφη αναξιοποίητα να τα δίνουν σε νέους άνεργους, με μίσθωμα που θα πληρώνεται από την παραγωγή, ένα δυο χρόνια μετά την εγκατάστασή τους εκεί – και με εγγυητή το κράτος!»
«Ακούς Ναυτιλία, Ενέργεια, Τουρισμός!» ξαναείπε. «Δεν ντρεπόμαστε λέω εγώ! Οι εφοπλιστάδες ξέρουν μόνο να κατακλέβουν, τίποτε άλλο, μια ζωή, αυτοί, αυτοί πρώτοι μας έφεραν ως εδώ, αυτοί κυβερνάνε με τις εκάστοτε μαριονέτες τους! Ακούς ενέργεια! Δηλαδή τι, πετρέλαιο; να τσακίσουμε και το μονάκριβο Αιγαίο, να γεμίσουμε κηλίδες παντού, να διώξουμε και το τελευταίο μελανούρι; Ακούς τουρισμό! Πόσο ακόμα τουρισμό; Πόσο ακόμα να καταστρέψουμε ακτές και βουνά και νησιά και ποτάμια; Πόσες ακόμα ταβέρνες ξενοδοχεία και μπαρ και άθλιες καφετέριες; Πόσο ακόμα, ρε γαμώτο, θα είμαστε τα δουλικά των Γερμανών; Πόσο ακόμα θα αντικρύζουμε κι εμείς αυτόν τον τόπο ως τουρίστες, αδιαφορώντας για τη γη που μπορεί να μας θρέψει;»
Είχαμε πιει κάμποσες ρακές, αυτός περισσότερες από μένα, βρισκόμασταν σε δημόσιο χώρο και είχαμε αρχίσει να ενοχλούμε, πλήρωσα και τον πήρα γρήγορα έξω από το μαγαζί. Αυτός τον χαβά του:
«Εγώ, μία των ημερών, αργά ή γρήγορα, θα φύγω», μου είπε, «θα επιστρέψω στο χώμα». «Αλλά, Άρη, έτσι που σκεφτόμαστε, πιο σωστά, έτσι που ΔΕΝ σκεφτόμαστε, θα μου το θυμηθείς, θα έρθει μια μέρα, δεν αργεί, που θα ζητάμε άδεια ακόμα και για να φυτέψουμε μια ντοματούλα!». «Δεν απαντάς, έτσι; Λέω βλακείες, έτσι; αυτό σκέφτεσαι τώρα ε;» πρόσθεσε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.
«Δεν πειράζει, καλό ξημέρωμα», σφύριξε και χάθηκε σαν λύκος στη νύχτα.