Επίκαιρα και Ανεπίκαιρα

Ο γόρδιος δεσμός και το σπαθί, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Spread the love

Γιάννης Καραχισαρίδης

Η λογική παγιδευμένη στις δικές της αυταπάτες. Ας θεωρήσουμε ότι οι ευρωπαϊστές εκπροσωπούν τη λογική. Τουλάχιστον έτσι πιστεύουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Και νιώθουν ασφαλείς μέσα στη λογική τους, γιατί θεωρούν ότι δεν χρειάζεται και μεγάλος κόπος για να αποστομώσουν τις εμφανώς ξεπερασμένες ιδεοληψίες της αριστεράς. Τους αρκεί κάποιος να αποδεχτεί ορισμένες επικεφαλίδες της φιλελεύθερης οικονομίας, για να τον υποδεχτούν αυτόματα στο κόσμο της λογικής και της πραγματικότητας. Αλλά η λογική δεν είναι ποτέ αυτονόητη και δεν έχει καθόλου καλές σχέσεις με τις γενικολογίες. Η λογική δεν αισθάνεται άνετα όταν την χρησιμοποιούν ως ακλόνητο επιχείρημα. Έχει ανάγκη την αναζήτηση κι όχι τη βεβαιότητα. Αναδεικνύεται μέσα από τη συνδυαστική σκέψη και απεχθάνεται τις μετωπικές αντιπαραθέσεις. Κι όταν τη στριμώχνουν στον φανατισμό και στην απολυτότητα, τότε χάνεται στις δικές της αυταπάτες.

Η «ιδεολογική διαμάχη» Η «ιδεολογική» αντιπαράθεση είναι για την αριστερά η ίδια της η ανάσα. Θεωρεί ότι μόνη αυτή εκπροσωπεί την ανθρωπιά και την κοινωνική δικαιοσύνη. Κι ότι το αλάθητο της «ιδεολογίας» της μπορεί να θεραπεύσει όλα τα προβλήματα των ανθρώπων. Από την άλλη μεριά και οι ευρωπαϊστές πορεύονται με αντίστοιχες βεβαιότητες, επιχειρηματολογώντας για τη σημασία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και την ασφάλεια που προσδίδει το ευρώ στη χώρα. Αυτά είναι τα δύο στρατόπεδα που διασταυρώνουν τα ξίφη τους σε μια καθημερινή και ανούσια διαμάχη. Ένας συνεχής διαπληκτισμός γύρω από το ερώτημα αν ο ιδιωτικός ή ο δημόσιος τομέας είναι αυτός που μπορεί να βοηθήσει την κοινωνία περισσότερο. Ο καθείς ασκεί στον αντίπαλο του σκληρή «κριτική» και συχνά τον υπονομεύει με κτυπήματα κάτω απ’ τη μέση. Η τραμπάλα ανεβοκατεβαίνει με τον ίδιο βαρετό ρυθμό και κανείς δε μπορεί να νικήσει. Μια «ιδεολογική» διαμάχη που είναι το άλλοθι για την ένδεια συγκεκριμένων και αξιόπιστων λύσεων για τα προβλήματα της χώρας.

Η ουτοπία της αριστεράς. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να διαχειριστείς μια κρίση τού καπιταλισμού, χρησιμοποιώντας γιατρικά που ο ίδιος ο καπιταλισμός σού παρέχει, πιστεύοντας ταυτόχρονα ότι αυτός καθ’ εαυτός ο καπιταλισμός θα πρέπει να εξοβελιστεί οριστικά και αμετάκλητα από τις κοινωνίες. Πρόκειται για μια αδύνατη εξίσωση. Εξ ορισμού χωρίς λύση. Με άλλα λόγια είναι αδύνατο να εφαρμοστεί ο παραδοσιακός σοσιαλισμός σε μια χώρα διασυνδεμένη με όλα τα δίκτυα του καπιταλισμού. Όταν η αριστερά ήταν μακριά απ’ την εξουσία, πίστευε με ειλικρίνεια ότι όλα είναι εφικτά. Όταν όμως σχημάτισε κυβέρνηση, βρέθηκε ξαφνικά σ’ ένα περιβάλλον ανοίκειο και εχθρικό για τις προθέσεις της. Τότε, μπορεί να κατάλαβε ότι τίποτα δε είναι εύκολο, αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψε τα όνειρα της. Το ανέφικτο της ουτοπίας πάντα ασκούσε γοητεία στη ρομαντική φύση του ανθρώπου. Μόνο που όταν καταπιάνεσαι με το σύνθετο και απαιτητικό έργο της διακυβέρνησης μιας χώρας, οι ουτοπίες εύκολα οδηγούν σε κακοτοπιές. Και σίγουρα οδηγούν σε αδιέξοδο. Παρ’ όλα αυτά η αριστερά συνεχίζει. Εμμένει στους στρατηγικούς της στόχους και προσαρμόζει τη τακτική της ανάλογα με τις περιστάσεις.

Μια συνεπής στρατηγική. Εκπαιδευμένη με τα παραδοσιακά «επαναστατικά» εγχειρίδια, αντιμετωπίζει τις εξελίξεις by the book. Το πρώτο βήμα είναι η δημιουργία ενός καλά ελεγχόμενου συγκεντρωτικού κράτους. Γιατί δεν είναι αρκετό να έχεις δική σου κυβέρνηση, για να κατέχεις την εξουσία. Χρειάζεται ακόμα η άλωση του κρατικού μηχανισμού, ο έλεγχος της πληροφόρησης και των ΜΜΕ και η δημιουργία μιας νέας γενιάς κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών, που να είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν σε όλα τα επίπεδα. Αυτό είναι το πρώτο κεφάλαιο των οδηγιών. Υπάρχει κι ένα δεύτερο που έχει να κάνει με την οικονομία. Ο πλούτος είναι de facto ο εχθρός, οπότε είναι αναγκαία η εξίσωση του πληθυσμού προς τα κάτω. Εξ άλλου η φτωχοποίηση δεν είναι πρόβλημα, αφού την ευθύνη θα την έχει ο καπιταλισμός και οι κρίσεις του. Η υπερβάλλουσα φορολόγηση – που την υιοθέτησαν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις – σκοπό έχει να αφαιρέσει τον εναπομείναντα πλούτο από τους ιδιώτες και να τον συγκεντρώσει στα χέρια της κρατικής γραφειοκρατίας. Γιατί η λογική της αριστεράς αποδέχεται μόνο το κράτος ως θεμελιώδη παράγοντα της οικονομικής δραστηριότητας. Γι’ αυτό και το κλείσιμο των τραπεζών ποτέ δεν ήταν πρόβλημα. Έτσι κι αλλιώς οι τράπεζες είναι ένας καπιταλιστικός εφιάλτης. Το χρηματιστήριο επίσης. Η κυβέρνηση της αριστεράς που υποτίθεται ότι κλυδωνίζεται, ακολουθεί τον στρατηγικό της σχεδιασμό με ευλάβεια. Κι ας μη ξεχνάμε ότι είναι εκ γενετής εξοικειωμένη με τις δυσκολίες και εθισμένη στις κακουχίες.

Ο μύθος της «κωλοτούμπας». Για τους ευρωπαϊστές το κριτήριο για να ενταχθεί ένα κόμμα στο σύστημα ή στον κόσμο της λογικής και της πραγματικότητας είναι η υποταγή του σ’ ένα μνημόνιο. Μόλις λοιπόν η αριστερά υπέγραψε, είδαν σ’ αυτή τη κίνηση μια μεγαλειώδη μεταστροφή. Θεώρησαν ότι η λογική πρυτάνευσε και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσήλθε στη χορεία των κανονικών αστικών κομμάτων. Με βάση αυτή την εσφαλμένη διαπίστωση δεν μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν ούτε τους στρατηγικούς του στόχους, ούτε τις τακτικές του, ούτε τον φαινομενικά αντιφατικό πολιτικό του λόγο. Και το σπουδαιότερο απ’ όλα, η λογική τους αδυνατεί να συνδέσει την αντιμνημονιακή ρητορεία με την μνημονιακή συμπόρευση. Ότι δηλαδή η ρητορεία ήταν ο πολιορκητικός κριός για την κατάληψη της εξουσίας και το μνημόνιο ο αρωγός για την εδραίωση της. Η αφελής λογική των ευρωπαϊστών δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι η υπερφορολόγηση είναι ένα βοήθημα στη στρατηγική της αριστεράς. Και μνημόνιο να μην υπήρχε αυτή θα ήταν η πολιτική της. Και συνεχίζοντας το νήμα της αυταπάτης, αντιμετωπίζουν πλέον τον ΣΥΡΙΖΑ, σαν ένα αυθεντικό φιλοευρωπαϊκό κόμμα που απλώς κάνει λάθη. Σαν έναν ακόμα παίχτη στο φιλελεύθερο παιχνίδι της εξουσίας. Σαν έναν ακόμα ανταγωνιστή στον πολιτικό στίβο της αστικής δημοκρατίας. Και μάταια τον συνυπολογίζουν σε οικουμενικές ή τεχνοκρατικές εναλλακτικές κυβερνήσεις. Τελικά μπορεί η αριστερά να είναι παγιδευμένη στις ιδεοληψίες της και να πιστεύει ότι τελικά θα αλλάξει τον κόσμο με βάση τα σοβιετικά πρότυπα, αλλά και οι ευρωπαϊστές είναι εξ ίσου παγιδευμένοι στις δικές τους ψευδαισθήσεις.

Το πολιτικό σύστημα στα όρια του. Το αστικό πολιτικό σύστημα απέτυχε να διαχειριστεί τη κρίση. Αυτονόητη η διαπίστωση, αφού καμιά από τις προηγούμενες κυβερνήσεις δεν κατάφερε να μας οδηγήσει στην έξοδο. Αυτή είναι η επικεφαλίδα. Η αξία όμως, όπως πάντα, βρίσκεται στις λεπτομέρειες. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις φρόντισαν να μην αγγίξουν τις δομές του κράτους. Ένα κράτος μακριά και πέρα απ’ τις λογικές του δυτικού κόσμου. Ένα ογκώδες σοβιετικό ένθετο σ’ ένα περιβάλλον ελεύθερης οικονομίας. Και το παρέδωσαν ανέγγιχτο στην κυβέρνηση της αριστεράς, ως μια μεγάλη εξυπηρέτηση στα δικά της σχέδια. Και δεν είναι μόνον αυτό. Επιδίωξαν τη δημοσιονομική ισορροπία με βάση πάλι τα πρότυπα της αριστεράς. Φόροι, εισφορές και οριζόντιες περικοπές. Και προχώρησαν σε δύο ακόμα παρασπονδίες. Χρέωσαν ψευδώς το περιεχόμενο των μνημονίων στους ευρωπαίους και στο ΔΝΤ και μετά τοποθέτησαν τη ταμπέλα «αναγκαίο κακό». Έτσι μόνοι τους δημιούργησαν το αντιμνημονιακό κλίμα του θυμού και της απογοήτευσης που είχε σαν συνέπεια την δική τους πτώση. Και τώρα αναζητούν την παλινόρθωση κάνοντας αντιπολίτευση, επίσης by the book. Υπονομεύοντας τους κυβερνώντες κι όχι προτάσσοντας ένα δικό τους σχέδιο πειστικό και καλά επεξεργασμένο. Άλλοι πάλι προσπαθούν να τετραγωνίσουν τον κύκλο επιδιώκοντας την ανασύσταση της κεντροαριστεράς. Λες και υπάρχουν δεδομένες και προκαθορισμένες πολιτικές περιοχές και ο καθένας έχει το δικαίωμα να καταλαμβάνει αυτή που θεωρεί ότι τού ανήκει. Και βέβαια ποτέ δε λείπει απ’ τη συζήτηση και η αξία της απλής αναλογικής, λες κι αυτή θα μας βγάλει από τη κρίση. Το συμπέρασμα τελικά είναι απλό. Το αστικό πολιτικό σύστημα συνεχίζει να σιγοβράζει στο ζουμί του σ’ ένα καζάνι που η μοίρα το έχει ονομάσει «αδιέξοδο».

Ο γόρδιος δεσμός και το σπαθί. Ο γόρδιος δεσμός έμεινε στην Ιστορία ως άλυτος δεσμός, γιατί αποτελούνταν από ένα μεγάλο σύνολο κόμπων που κανείς δε μπορούσε να εντοπίσει τις διαδρομές τους. Στη χώρα μας προσπαθούμε να λύσουμε το γόρδιο δεσμό της κρίσης λύνοντας και δένοντας τους επί μέρους κόμπους. Σε μια αγχωτική διαδρομή μάς έπιασε ένας άναρχος μεταρρυθμιστικός οίστρος, μια νομοθετική μανία, που έκανε τελικά τους κόμπους πιο δυσεπίλυτους και τον γόρδιο δεσμό πιο άτρωτο. Αλλά αντί να προσπαθούμε μάταια να τον λύσουμε, μπορούμε να τον κόψουμε με μιας. Μακριά από ιδεολογικές διαμάχες και χωρίς τις συνηθισμένες ανεπίδοτες υποσχέσεις. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να αφήσουμε τις μεταρρυθμίσεις για αργότερα. Γιατί καμιά πραγματική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει βιαστικά και σε κατάσταση πανικού. Αλλά τα μνημόνια μπορούμε να τα ξεφορτωθούμε τώρα αμέσως, αν πετύχουμε ταυτόχρονα δημοσιονομική ισορροπία και ανάπτυξη. Για τον πρώτο στόχο οι ευρωπαϊστές έχουν ήδη συμφωνήσει. Περικοπές δαπανών κι όχι πρόσθετοι φόροι. Και δε χρειάζεται περισσότερο από ένα μήνα σοβαρής δουλειάς για να προσδιοριστούν με ακρίβεια οι δαπάνες που μπορούν να περικοπούν αμέσως. Αρκεί κάποιος να μελετήσει την ιερά βίβλο του κρατικού προϋπολογισμού. Κι όχι δαπάνες γενικώς και αορίστως. Αλλά από συγκεκριμένους κωδικούς που θα αθροίζουν το συνολικό ποσό της απαιτούμενης εξοικονόμησης. Οι περικοπές όμως από μόνες τους είναι παγίδα.

Αναπόφευκτα οδηγούν σε νέες περικοπές και τρέφουν το φαύλο κύκλο της λιτότητας. Κι εδώ έρχεται ο δεύτερος στόχος που είναι η ανάπτυξη, η δημιουργία νέου πλούτου. Για να ξεκινήσει απότομα και ανοδικά η ανάπτυξη, χρειάζεται η κατασκευή μιας ατμομηχανής που θα σύρει το σύνολο της οικονομίας προς τα μπροστά. Ένας μήνας είναι αρκετός, για να καταρτιστεί ένα σύστημα fast track στοχευμένων ιδιωτικών επενδύσεων. Ένα σύστημα με διαφάνεια και δημόσιο έλεγχο, που θα παρακάμπτει το σύνολο της υδροκέφαλης νομοθεσίας και όλες τις συναρμοδιότητες, που συνιστούν αυτό που λέμε γραφειοκρατία. Κι όλα αυτά μπορούν να γίνουν τώρα, όχι αύριο. Και να τερματίσουν αμέσως τις «σκληρές» διαπραγματεύσεις, αφού οι δανειστές θα συμφωνήσουν με ανακούφιση και χωρίς χρονοτριβή. Η κατάργηση των μνημονίων, όχι στο μέλλον, αλλά τώρα, μπορεί να γίνει η μεγαλύτερη επανάσταση της εποχής μας. Που θ’ αλλάξει ριζικά το κλίμα της ηττοπάθειας και της κατάθλιψης. Και θα πρόκειται για μια επανάσταση που δε θα διαδραματιστεί στα πεζοδρόμια, αλλά θα προκύψει από την απλότητα του ορθολογισμού. Γιατί ένας γόρδιος δεσμός δεν λύνεται με το να φωνάζουμε συνθήματα και να μηρυκάζουμε απόψεις και ιδεολογήματα. Λύνεται μόνο με μια αποφασιστική σπαθιά.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.   

iPorta.gr  

 

SHARE
RELATED POSTS
Όταν ο Σαίξπηρ και ο Θερβάντες μας αποχαιρέτισαν, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Ανέτοιμοι όπως πάντα, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Οι δυσκολίες της αντιπολίτευσης, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.