Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις
Δεν λέω, οι γυναίκες πάντα μου άρεσαν, τρομάρα μου.
Ποτέ όμως δεν ήμουν κι ο τύπος του Don Juan, τρομάρα μου.
Όμως τώρα, στα γεράματα, άρχισα παραδόξως να έχω πολλή πέραση, πολύ σουξέ, τρομάρα μου:
Πρώτη εμφανίσθηκε στο προσκήνιο η Λίτσα!
Ζόρικια, όπως άλλωστε σχεδόν όλες τους, με προσέγγισε στην αρχή ήπια και σιγά-σιγά άρχισε ν’ αγριεύει, εκδηλώνοντας μιαν ολονέν αυξανόμενη επιθετικότητα, τόσο, που χωρίς να το πολυ-συνειδητοποιήσω, άρχισα να την φωνάζω, από Λίτσα, Λάρα.
Λάρα μου, ηρέμησε, Λάρα μου κάτσε καλά,
Λάρα μου, σύνελθε, μάς βλέπουν, (πρέπει να διευκρινίσω ότι πολύ συχνά, με ανάγκαζε μπροστά στον κόσμο να βάζω το χέρι μου τάχα μου μέσα στην τσέπη μου, για να μην το βάλω μέσα στο παντελόνι μου, συγκαλύπτοντας την προσπάθειά μου να «τακτοποιήσω» την αταξία που προκαλούνταν, από τις «πιέσεις» της, στην βουβωνική και στην ηβική χώρα του υπογαστρίου μου),
Λάρα μου, μην με πιέζεις,
Λάρα μου έτσι, Λάρα μου αλλιώς…
Εκεί που σκεπτόμουν διάφορα σενάρια για το πώς θα την ξεφορτωθώ χωρίς να πάω φυλακή, νά ‘σου η άλλη η υπερ-γκόμενα, η Σούλα, που κι αυτή, αρχικά, έκανε ένα μπάσιμο μάλλον ύπουλο, θα έλεγα.
Υπερ-γκόμενα όχι διότι παρέπεμπε στην άλλη Υπέρ, την Ιζαμπέλ, (τι γυναικάρα θεέ μου – η οποία βέβαια, δεν θα έμπαινε ποτέ στον κόπο να γυρίσει ούτε για να με φτύσει – είμαι, πρέπει να το καυχηθώ, πολύ ρεαλιστής τύπος), αλλά διότι ήταν όντως «Υπέρ» σε όλα της!
Δεν πρόλαβε η αθεόφοβη να σκάσει μύτη κι άρχισε κι αυτή, τάλε κουάλε η Λίτσα/Λάρα, να το χοντραίνει πολύ το πράγμα, σε βαθμό που να μού προκαλεί, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου, ζαλάδες, πονοκέφαλους και άλλα συναφή.
Μάλιστα, μυστήριο πράγμα, σιγά-σιγά άρχισα, ασυναίσθητα, να την φωνάζω κι αυτήν από Σούλα, Σάρα!
Σάρα μου έτσι, Σάρα μου αλλιώς, να μην τα ξαναλέμε απ’ την αρχή και σας κουράζω…
Μετά ήρθε η Ρία, στην συνέχεια, (τώρα που πήραμε φόρα), η Φία και τελειωμό δεν έχει!
Τώρα, θα μου πεις, τι δουλειά έχεις εσύ, οικογενειάρχης πράμα, σοβαρός συνταξιούχος ιατρός, με τις γκόμενες, τις Λίτσες, τις Σούλες, τις Ρίες, τις Φίες, ή όπως αλλιώς θες να τις φωνάζεις;
Μα, απαντώ θιγμένος, δεν είμαι εγώ αυτός που τις κυνήγησε!
Αυτές, οι λυσσάρες, με βρήκαν, στα καλά καθούμενα, και μάλιστα με εξώθησαν, για να μην πω με πίεσαν, στο να επιδοθώ, τώρα στα γεράματα, σε σύγχρονες/παράπλευρες/ παράλληλες σχέσεις!
Κι όλ’ αυτά, εν γνώσει της γυναικούλας μου, της επονομαζόμενης, «Ξανθειάς»
Α, όλα κι όλα, ειλικρίνεια κι ευθύτητα , πάνω απ’ όλα!
Άσε που, ούτως ή άλλως, η Ξανθειά, μεγάλη γάτα, αργά ή γρήγορα θα τ’ ανακάλυπτε όλα, οπότε γιατί να ξεφτιλίζομαι στα γεράματα;
Της τα είπα όλα, χαρτί και καλαμάρι.
Με κάθε λεπτομέρεια!
«Να δεις, αγάπη μου, που μέσα στον κόσμο, η αθεόφοβη η Λίτσα, με ανάγκαζε να βάζω το χέρι μου τάχα μου μέσα στην τσέπη μου, κ.λπ., κ.λπ…»
«…ή η άλλη, η Σούλα, με αναστάτωνε τόσο πολύ που μ’ έπιανε πονοκέφαλος μετ’ ιλίγγου, κ.λπ., κ.λπ…»
Κι η Ξανθειά;
Γεμάτη κατανόηση η καημένη.
Κατανόηση, my ass, (εννοώ, εκ του ασφαλούς), έχοντάς της ξεκαθαρίσει εξ αρχής ότι η Λίτσα αντιστοιχεί στο υποκοριστικό τής βουβωνοκήλης, (Βουβωνοκηλίτσα-Λίτσα και κατ’ επέκταση, Βουβωνοκηλάρα-Λάρα), η οποία είχε αρχίσει, δειλά-δειλά να εμφανίζεται λίγο πριν δώσω τις εξετάσεις μου για την απόκτηση της μαύρης ζώνης στο Ταε Κβον Ντο, τον περασμένο Ιούλιο!
Τουλάχιστον είχε το τακτ να με αφήσει να ολοκληρώσω τις εξετάσεις!
Όσο για την Σούλα, πρόκειται για την Ιδιοπαθή Υπέρταση, (Ιδιοπαθής Υπερτασούλα-Σούλα και συνεκδοχικά, Υπερτασάρα-Σάρα), που διεγνώσθη, παρεμπιπτόντως, στην διάρκεια της διαδικασίας ανανέωσης του διπλώματος οδήγησής μου!
Και συνεχίζουμε με την Αιματουρία, (Ρία), την Προστατική Υπερτροφία, (Φία, άλλη Υπερ-γκόμενα), και …τελειωμό, τώρα που πήραμε φόρα, μάλλον δεν έχει, ή μάλλον έχει: Τέρμα Πατήσια!
Η κουφάλα, η Πολιτεία, (υποκοριστικό Πόλυ, άλλη σκρόφα αυτή), γνωρίζει πολύ καλά, ότι στατιστικά, τα 67 χρόνια, είναι η ηλικία κατά την οποία αρχίζουν και σκάζουν μύτη τα προβλήματα υγείας, οπότε, μαλάκες είμαστε να χρυσοπληρώνουμε τους (ε)σχατόγερους με τις Λίτσες τους και τις Σούλες τους, τις Ρίες τους και τις Φίες τους;
Συνταξιοδότησέ τους, Πόλυ μου, πέτα τους κι ένα ξεροκόμματο και πάμε γι’ άλλα…
Σταματώ εδώ τα γκομενιλίκια για να κλείσω ραντεβού με τον χειρουργό μου, μπας και συμμαζέψω τουλάχιστον την, ξεδιάντροπη, την Λίτσα.
Εδώ τελειώνει το φληνάφημά μου.
Θα κλείσω όμως με το παρακάτω βραχύ, ελάχιστα παραλλαγμένο σκαρίφημα, βασισμένο σε μιαν ιδέα που εμπνεύσθηκε η Ξανθούλα μου από τα παραπάνω, ωθώντας την στην αποκάλυψη τής, καλά κρυμμένης, σατιρικής φλέβας της:
Πού είχαμε μείνει;
Α, ναι:
…μπας και συμμαζέψω την, ξεδιάντροπη, την Λίτσα,
«…ενώ η Ξανθειά, ξαπλωμένη νωχελικά στο κρεβάτι, μού ανακοινώνει ότι συνειδητοποίησε πρόσφατα μιαν αλλαγή στον σεξουαλικό της προσανατολισμό, που στιγματίζει δραματικά την ζωή της αλλά και την εικοσαετή σχέση της μαζί μου, οδηγώντας την σε σύναψη σχέσης με μιαν άλλη Λίτσα, που προκύπτει σαν υποκοριστικό της Μασελίτσας!»
1 Comment
Γιατρέ μου, ἄργησες ἀλλά χαλάλι σου!
Περαστικά μας, ἡμῶν τῶν γερόντων.