Την παρατηρούσες ώρα. Έτσι όπως καθόταν σε μια λευκή καρέκλα. Και από πάνω της να λάμπουν χιλιάδες φώτα. Και δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε άλλο από το να χαμογελάς.
Και της χαμογελούσες γιατί εκείνο το κορίτσι ήξερες ότι ήταν δικό σου. Για το βράδυ εκείνο, για τον επόμενο μήνα, για πάντα. Ήξερες ότι ήταν δικό σου. Ήξερες πότε θα γυρίσει να σε κοιτάξει, ένιωθες τις φορές που έψαχνε το βλέμμα σου στο πλήθος για να νιώσει ότι είσαι κοντά της, τις φορές που έψαχνε τα χέρια σου απλά για ένα άγγιγμα ανάγκης ή όταν σε κοιτούσε ζητώντας αγκαλιές. Την είχες ημερεύσει και εκείνη είχε επενδύσει.
Είχε επενδύσει σε εσένα. Στις στιγμές σας. Στις φορές που της μάθαινες όλες εκείνες τις μικρές και αδιάφορες για εσένα λεπτομέρειες της ζωής σου. Στα χάδια, στις φορές που σε ανάγκαζε να την χαϊδέψεις και εσύ απλώς την έλεγες σκυλάκι και γελούσες. Στις άλλες στιγμές, τις πιο περίεργες, που της μιλούσες σκληρά και άδικα. Και δεν ζητούσε κάτι παραπάνω από εσένα. Μόνο να σε παίρνει τηλέφωνο για να ακούσει την φωνή σου και να την καλοδέχεσαι. Να σε αγκαλιάζει και να κλείνεις τα μάτια. Να μην κουράζεσαι να αγαπάς. Μοναδικά. Σφοδρά. Τελειωτικά. Απελευθερωτικά δυνατά. Χωρίς καβάτζες. Χωρίς πρέπει, γιατί, μήπως, μη. Χωρίς λοξές ματιές. Και κανένας και τίποτα ανάμεσα.
Ήθελε μόνο δυνατά φιλιά, υγρά χείλη, ζεστά μάτια, τρυφερά χέρια. Για όσο μπορούσες. Για όσο άντεχες.
Να είστε δίπλα δίπλα, ισάξιοι. Να της υπενθυμίζεις ότι ο κόσμος που φαντάζεται, εκείνον τον παράξενο χρόνο, σε μια μαγεμένη ονειρική τροχιά στροβιλισμού υπάρχει. Και είσαι εκεί για να τον υπερασπιστείς. Γενναία και τολμηρά.