Πρόσωπα - Αφιερώματα

Μανώλης Αναγνωστάκης – Δέκα χρόνια μετά, του Δημήτρη Μπρούχου

Spread the love

Ο Δημήτρης Ι. Μπρούχος είναι ποιητής, στιχουργός. συγγραφέας και Σύμβουλος Επικοινωνίας 

Ήταν 23 του Ιούνη του 2005, όταν η φωνή του (η σάλπιγγα της ιδεολογικής μας συνείδησης), σίγησε.

Ο λόγος για μια εμβληματική μορφή της σύγχρονης ποίησης. Που με την κουζουλάδα του Κρητικού και την αρχοντιά του Μακεδόνα, περπάτησε σε μέρες που άγιασαν οι Αγώνες και οι Αγωνίες. Σαλονικιός γέννημα-θρέμμα, σπουδαγμένος γιατρός-ακτινολόγος, με αγάπη και σεβασμό στον άνθρωπο, με πίστη σε ιδανικά και με όραμα αγέραστο, θρυμμάτισε τη ζωή του σε λέξεις για να μας προσφαίσει τα διαχρονικά μηνύματα της ελπίδας και της πίστης σ’ ένα καλύτερο αύριο.

Και ταυτόχρονα τη συνέθεσε σε στίχους, για να παρηγορήσει έναν αλύτρωτο καημό.

Που του στοίχισε φίλους, συντρόφους, συναισθήματα, μετρώντας πληγές και προδοσίες.

Πολίτης εκλεκτός, μιας γενιάς που έγραψε σελίδες ιστορίας για να διδάσκονται οι πάντα νεώτεροι τι σημαίνει να δίνεις τα πάντα για ένα ή πολλά ίσως Τίποτα.

Ασκήτεψε τη ζωή του περιδιαβαίνοντας το μέσα του, συλλογιζόμενος αυτά που δεν έπρεπε να χαθούν.

Δίκασε τις στιγμές που του στέρησαν συναγωνιστές και φίλους και έκλεισε μέσα στους φθόγγους απογοήτευση και οδύνη, ομολογώντας:

«Όμως εγώ, δεν παραδέχτηκα την ήττα…»

Την ήττα όλων των προσδοκιών, που φωτίζει η Νιότη. Μια Νιότη άδολη και ψυχορραγούσα από το κόστος των επιλογών της κι από τη μοχθηρία των πάντα συμβιβασμένων.

Στίχοι οικουμενικοί, πανανθρώπινοι, δένουν στο μεσιανό κατάρτι της ύπαρξης τα απλά, τα καθημερινά και τα κάνουν πανί να ταξιδέψει η ζωή μας στο ανέφικτο.

Από εδώ ξεκινά κι εδώ σταματά, για κείνον, το παιχνίδι των λέξεων. Η περιπέτεια της καταγραφής συμβάντων, που σηματοδότησαν τον καιρό μετά…

«Η ποίηση, δεν είναι ο τρόπος για να μιλήσουμε αλλά ο καλύτερος τοίχος για να κρύψουμε τα πρόσωπά μας», θα ισχυρίζεται ως το τέλος.

Ο έρωτας, κυνηγημένος ανάμεσα σε μπλόκα της Κατοχής, δεν παρουσιάζεται συναρπαστικός. Αποδίδεται συγκλονιστικά μέσα σε σχήματα που μόνο η καρδιά μπορεί να αναγνωρίζει, όσα χρόνια και να περάσουν.

Η φυλετική πανσπερμία των αδικοχαμένων, ένα ρέκβιεμ στην υπόσταση της αξιοπρέπειας που ξέρει να δίνει τον αγώνα τον καλόν, κερδίζοντας σε ουσία, ακόμα και σε στιγμές τέλους.

Αυτός, εν πολλοίς θα μπορούσε να είναι ο κόσμος του Αναγνωστάκη, του γιατρού, του ποιητή, του συν-ανθρώπου, που ατένιζε στητός ως το δικό του τέλος τα σωστά και τα λάθη της δικής του γενιάς.

Αυτοκριτικός, αυτοσαρκαζόμενος, με κώδικες και σήματα ενεργοποιεί την υπόληψή μας απέναντι στον εαυτό μας, για να ’μαστε υποψιασμένοι, επειδή ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ.

«Δρόμοι παλιοί, που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα…»

Σ’ αυτούς τους δρόμους, τους δικούς του, μας παρασύρει, μέσα «σε νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες…», χρόνια τώρα.

Οι στίχοι του, στοιχημένοι σε αράδες για να θυμίζουν τις «μέρες εκείνες», βαδίζουν πειθαρχημένα σε μια διάχυτη σιωπή. Οπου το βίωμα συναντά την προσωπική απαξία, στη βάση ενός αδιαπραγμάτευτου δεδομένου.

Φίλοι, που υπό συνθήκες φόρεσαν ο καθένας και άλλη στολή, ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους. Μα βαθιά στην καρδιά, ο Οττο, ο Ραούλ, ο γείτονας της διπλανής πόρτας, θα εξακολουθούν να παραμένουν παιδιά της ίδιας γειτονιάς. Και γι’ αυτό παντοτινοί φίλοι.

Με την ποίησή του ο Αναγνωστάκης, στην πραγματικότητα μας καθοδηγεί σε όλα αυτά που δεν ήθελε να πει. Σε όλα αυτά που δεν του άρεσε να ακούει. Σε όλα αυτά που δεν θα ’ θελε να ξανασυμβούν ή τουλάχιστον όχι με τον ίδιο τρόπο.

H ποίηση, έλεγε, ανήκει στη νεότητα. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Εκείνος, είχε το βαρύ προνόμιο να ζήσει τις μέρες που δεν δικαιώθηκαν. Από κει και μετά, διάλεξε τη σιωπή.

«Το θέμα είναι τώρα τι λες… Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, καλά τη σύραμε τη ζωή μας μέχρι εδώ. Το θέμα είναι τώρα τι λες…»

Με τη συνεπή του στάση απέδειξε ότι η σιωπή δεν είναι μιας μορφής ήττα αλλά μια συνειδητή έκφραση προσωπικής αγωνίας μπροστά σ’ έναν ψεύτη καιρό και σε αλλοιωμένους συσχετισμούς.

Και κάπου εκεί, στη μέση των δειλινών της μοναξιάς και της περίσκεψης, ήρθε το «σφύριγμα». Σαν σύνθημα από τα παλιά. Αφυπνιστικό κι εγερτήριο.

Κάπως έτσι, φτιαχτήκανε τα τραγούδια. Η μουσική έγινε το ρούχο, στη γύμνια των λέξεων. Στο φόβο της έκθεσης των πληγωμένων στιγμών. Και συνάμα το όχημα να ταξιδέψουν στο αύριο, τα πολλά ή τα λίγα που σώθηκαν (αν σώθηκαν και όσα σώθηκαν) κάτω από το βάρος μιας προδοσίας. Να μπουν στα σπίτια σαν φρέσκος αέρας.

Να τα ψιθυρίζουν αυτοί που δεν γεννήθηκαν ακόμα…

SHARE
RELATED POSTS
Η τελευταία μου μέρα ως υγιής, της Ματίνας Δεληβού
Ἡ δήλωση τοῦ Σεφέρη κατὰ τῆς δικτατορίας
Αγαπητέ μου εγγονέ…, του Ουμπέρτο Έκο
2 Σχόλια

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.