Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Γ΄(1913-1977)
Ένας κοσμικός και δη πολιτικός κληρικός
Μέρος Α΄
Ο Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος, όπως ήταν το κοσμικό όνομα του κατόπιν Αρχιεπισκόπου και αρχηγού κράτους, γεννήθηκε στο χωριό Παναγιά της επαρχίας Πάφου, ουσιαστικά ορφανός από μητέρα, αφού την έχασε σε πολύ μικρή ηλικία.
«Δεν θυμάμαι πολύ καλά τη μητέρα μου. Πέθανε όταν ήμουν πολύ μικρός. Δεν έχω ούτε μια φωτογραφία της. Εκείνο τον καιρό οι φτωχοί και κυρίως αυτοί που ζούσαν στα βουνά της Κύπρου δεν έβγαζαν φωτογραφίες. Το μόνο που θυμάμαι για τη μητέρα μου, ήταν η μέρα που αρρώστησε. Ο γιατρός χρησιμοποιούσε το ίδιο φάρμακο για όλες τις αρρώστιες. Φαντάζομαι ότι θα ήταν ασπιρίνη. Έδωσε και στη μητέρα μου ένα χάπι και εκείνη ύστερα από λίγο πέθανε», είπε ο ίδιος.
Ο πατέρας του ήταν βοσκός και ο Μιχαήλ τον βοηθούσε, ενώ παράλληλα πήγαινε στο Δημοτικό σχολείο του χωριού, από το οποίο αποφοίτησε το 1926. Εκείνη την ίδια χρονιά έγινε δεκτός ως δόκιμος μοναχός στο μοναστήρι του Κύκκου, πάνω στα όρη του Τρόοδος, παρακολουθώντας και τα πρώτα γυμνασιακά του μαθήματα.
Το 1933 κέρδισε υποτροφία από το μοναστήρι και συνέχισε από την τετάρτη γυμνασίου στο Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας, υπηρετώντας συγχρόνως τον ηγούμενο Χρυσόστομο.
Ανάμεσα στα καθήκοντα του νεαρού Μιχαήλη ήταν να φτιάχνει τους καφέδες των πατέρων και των επισκεπτών του μοναστηριού. Ο ηγούμενος τον έδερνε συνεχώς, επειδή ο Μιχαήλης εξακολουθούσε να ξυρίζει τα γένεια του… Ωστόσο, ο νεαρός δόκιμος είχε μεγάλη έφεση στη λογοτεχνία, στη φιλοσοφία, στα αρχαία ελληνικά και στα γαλλικά. Η πρόοδός του ήταν τόση, ώστε σε ηλικία 19 ετών του ανέθεσαν την διεύθυνση της σχολής του Κύκκου.
Μια διαμάχη μεταξύ της σχολής του Κύκκου με την Αρχιεπισκοπή της Κύπρου είχε σαν αποτέλεσμα να μη χειροτονηθεί διάκονος μόλις αποφοίτησε, αλλά τον Αύγουστο του 1938. Τότε τού δόθηκε το όνομα Μακάριος Κυκκώτης.
Επιθυμώντας να συνεχίσει τις σπουδές του, κερδίζει υποτροφία και μεταβαίνει στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, έχοντας πάντα πλάι του τους πιστούς του συντρόφους: τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα, τον Γκαίτε, τον Ουγκώ, να του διευρύνουν το πνεύμα.
Αποφοίτησε με άριστα το 1942, εν μέσω κατοχής. Δεν έφυγε, αλλά αναμείχθηκε στην αντίσταση, υπηρετώντας ως διάκονος στο Ναό της Αγίας Ειρήνης∙ παράλληλα συνδέθηκε με εξόριστους Κύπριους εθνικιστές, οι οποίοι τον επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό στις μετέπειτα απόψεις του για την τύχη της Κύπρου.
Μετά την απελευθέρωση χειροτονήθηκε στην Αθήνα πρεσβύτερος και χρίστηκε αμέσως Αρχιμανδίτης από τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα.
Τον Σεπτέμβριο του 1946 κέρδισε υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών για ανώτερες θεολογικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Εκεί γνώρισε τον Αρχιεπίσκοπο Αθηναγόρα και άρχισε να απολαμβάνει πραγματικά τη ζωή στην Αμερική.
«Αποφάσισα να μείνω 5 χρόνια και όχι 3, όπως είχε αρχικά κανονιστεί. Δεν πέρασαν όμως ούτε δύο χρόνια, όταν έλαβα τηλεγράφημα από την Κύπρο, όπου με πληροφορούσαν, πως οι κάτοικοι της περιοχής θέλουν να με εκλέξουν επίσκοπο για το θρόνο της Πάφου. Τρομοκρατήθηκα. Δεν ήθελα να φύγω από την Αμερική, ούτε να γυρίσω στην Κύπρο», ανέφερε σε κάποια του συνέντευξη.
Παρ’ όλα αυτά, την επόμενη χρονιά έλαβε μέρος στις εκλογές των Μητροπολιτών, ενώ βρισκόταν ακόμη στη Βοστώνη, και τον Απρίλιο του 1948 εξελέγη Μητροπολίτης Κιτίου, σε ηλικία μόλις 35 ετών.
Από αυτή τη θέση έδειξε έντονη θρησκευτική, πατριωτική και κοινωνική δραστηριότητα. Ίδρυσε φιλανθρωπικά ιδρύματα στη Λάρνακα και τη Λεμεσσό, οργάνωσε το Γραφείο Εθναρχίας και εξέδωσε το περιοδικό Ελληνική Κύπρος. Σιγά σιγά έγινε ο στενότερος συνεργάτης του ηλικιωμένου αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Β΄.
Η στροφή στην πολιτική δράση έγινε την 3η Οκτωβρίου 1948, όταν εκφώνησε στην Λευκωσία την πρώτη του πολιτική ομιλία στο Παγκύπριο Ενωτικό Συλλαλητήριο. Ήταν ένα δριμύτατο κατηγορητήριο εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών και ένα κάλεσμα αφύπνισης των Ελληνοκυπρίων σε έναν αγώνα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Το 1949 εισηγήθηκε τη διενέργεια ενός δημοψηφίσματος, για να καταδειχτεί η θέληση του Κυπριακού λαού να ενωθεί με την Μητέρα Ελλάδα. Οι Άγγλοι αρνήθηκαν, αλλά η Εθναρχία το έκανε πράξη. Το τεράστιο ποσοστό του 96% τάχθηκε υπέρ της ένωσης, μια μεγάλη νίκη και ικανοποίηση για τον Μακάριο.
Τον Ιούνιο του 1950 ο Μακάριος Β΄πέθανε και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο Μακάριος Γ΄ ήταν ο νέος Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου. Η ενθρόνιση έλαβε χώρα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη στη Λευκωσία. Ο πρώην βοσκός Μιχαήλης Μούσκος, ο τωρινός Μακάριος Γ΄, στα 37 του χρόνια, ήταν ο νεότερος Αρχιεπίσκοπος στην ιστορία της Ελληνικής Εκκλησίας της Κύπρου. Πολύ σύντομα, εκλέχτηκε ο διάδοχός του Άνθιμος Μαχαιριώτης.
Ο Μακάριος ήταν πλέον και θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός του νησιού.
Οι κάκιστες σχέσεις του με τις Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου- που τότε διοικούσαν την Κύπρο- είχαν ως αποτέλεσμα να εξοριστεί (μαζί με τους Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, παπα-Σταύρο Παπαγαθαγγέλου και Πολύκαρπο Ιωαννίδη) στις Σεϋχέλλες από τον Απρίλιο του 1956 μέχρι τα μέσα Απριλίου 1957.
Όπως προκύπτει από πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα απόρρητα έγγραφα, η βρετανική κυβέρνηση σχεδίαζε να εξορίσει τον Μακάριο στις Σεϋχέλλες, τρείς μήνες πριν την κατάρρευση των ειρηνευτικών συνομιλιών στην Κύπρο, καταδεικνύοντας τον εξ αρχής τορπιλισμό της προσπάθειας από μέρους τους.
Έγγραφα του τότε Υπουργείου Αποικιών, τα οποία αφορούν γεγονότα των πρώην βρετανικών αποικιών, όπως η Κύπρος, οι Σεϋχέλλες, η Κένυα και η Μαλαισία, αποκαλύπτουν τον σχεδιασμό του εξορισμού του Μακαρίου, λίγο μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ τον Απρίλιο του 1955, με τη συνεργασία του τότε Κυβερνήτη των Σεϋχελλών Ουίλλιαμ Αντίς.
Πιο συγκεκριμένα, στην επιστολή που εστάλη στον Αντίς αναφέρεται ότι:
«οι Σεϋχέλλες πιθανόν να είναι τόπος φιλοξενίας ενός διακεκριμένου επισκέπτη από την Κύπρο που θα κρατηθεί παρά τη θέλησή του και ότι χρειάζεται αλλαγή της νομοθεσίας ώστε ο όρος «πολιτικοί κατάδικοι» να αντικατασταθεί με τον πιο «δόκιμο» όρο «πρόσωπα που απελάθηκαν από την Κύπρο».
Ακόμη, λόγω των φημών ότι κάποιο ελληνικό υποβρύχιο θα επεδίωκε την απελευθέρωση του Μακαρίου από την εξορία, πολεμικά πλοία του βασιλικού βρετανικού ναυτικού βρίσκονταν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα στον Ινδικό Ωκεανό για να την εμποδίσουν.
Μέχρι πριν λίγο καιρό, υπήρχε η αντίληψη ότι αυτά τα ντοκουμέντα ήταν χαμένα. Αποκαλύφθηκε, όμως, ότι μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας της κάθε μιας από τις παραπάνω αποικίες, τα έγγραφα στέλλονταν προς φύλαξη στο Λονδίνο.
Η Ελλάδα στάθηκε δίπλα στον Μακάριο και προσέφυγε πέντε φορές στον ΟΗΕ με μοναδικό αίτημα την αυτοδιάθεση της νήσου (18/8/1954, 22/7/1955, 13/3/1956, 15/7/1956 και 15/8/1959- οι τρεις τελευταίες επί πρωθυπουργίας Κων/νου Καραμανλή) χωρίς να γίνει τίποτε, αφού πάντα οι συνομιλίες ναυαγούσαν, τα προτεινόμενα από πλευράς των Άγγλων δεν ήταν ποτέ αρεστά στον Μακάριο.
Οι προσφυγές των ετών 1954-1956 είχαν κυρίαρχο σύνθημα την λέξη «Ένωση» από το στόμα του ίδιου του Μακάριου. Οι δύο λαοί συμπαρατάσσονταν κατεβαίνοντας σε πορείες, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία. Οι ελληνικές κυβερνήσεις στέκονταν δίπλα στον Εθνάρχη (τίτλος με τον οποίο έγινε γνωστός από το 1953), πηγαίνοντας κόντρα στην ισχυρή σύμμαχο Αγγλία και διαταράσσοντας σοβαρά την πάντα επιφανειακή συμμαχία με την Τουρκία.
Και, ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, ο Μακάριος, έχοντας επιστρέψει από την εξορία το 1957, αιφνιδιάζει τους πάντες την 23η Σεπτεμβρίου 1958, ημέρα που δημοσιεύεται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο η συνέντευξη, την οποία είχε δώσει στην Αγγλίδα βουλευτή του Εργατικού Κόμματος Μπάρμπαρα Κάσλ την 16η Σεπτεμβρίου, δηλώνοντας:
«Εισηγούμαι όπως μετά από μίαν καθωρισμένην περίοδον αυτοδιακυβερνήσεως η Κύπρος καταστή μία ανεξάρτητος χώρα, μη συνδεομένη με την Ελλάδα ή την Τουρκίαν».
Στην Αθήνα πέφτει η είδηση με τη δύναμη του κεραυνού, αφήνοντας άφωνους όλους τους πολιτικούς και το παλάτι. Ο Γεώργιος Παπανδρέου που ήταν στην αντιπολίτευση δήλωσε: «Πρόκειται περί εθνικής συμφοράς»!
Και ο Μακάριος του απάντησε: «Ποίο θα είναι το μέλλον μιας ανεξάρτητης Κύπρου αφορά τον Κυπριακόν λαόν».
Ο αθηναϊκός τύπος στη συνέχεια καυτηριάζει τον Μακάριο, θεωρεί την πράξη του ανάρμοστη, του θυμίζει τα όσα φρικτά είχαν υποστεί οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, εξ αιτίας του Κυπριακού ζητήματος- τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά.
Ο Μακάριος, ο οποίος δέχεται να παρουσιαστεί στο παλάτι και να εξηγήσει τη στάση του, λέει ότι οι δηλώσεις του ήταν απόλυτα σύμφωνες με τη νέα απόρρητη γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης! Στη συνέχεια, μένει για ένα διάστημα στην Αθήνα εκφωνώντας λόγους υπέρ της ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Ωστόσο, ο ιεράρχης πολιτικός ψεύδεται. Το γνωρίζουμε από δύο πηγές: από τα αρχεία του δικού μας Υπουργείου Εξωτερικών και από τα βρετανικά, έως πρότινος απόρρητα, έγγραφα του Γραφείου των Αποικιών στο Λονδίνο.
Ο κυβερνήτης της Κύπρου Σερ Χιού Φούτ, ενημερώνοντας το Γραφείο Αποικιών στο Λονδίνο, μετά από συνάντηση/ενημέρωση στην έδρα του(Κύπρος) με την Μπάρμπαρα Κας, έγραφε:
«Ο Μακάριος θα υποστηρίξει μιαν ανεξάρτητη Κύπρο και θα αποκηρύξει την ένωση. Ο Καραμανλής, όταν τού το είπε η Κάσλ, έδειξε κατενθουσιασμένος και δήλωσε ότι σε μια τέτοια περίπτωση η ελληνική κυβέρνηση θα ανακοίνωνε αμέσως την υποστήριξή της».
Τα δικά μας αρχεία δείχνουν ότι η Κάσλ ζήτησε ακρόαση και είδε τον Έλληνα πρωθυπουργό, αμέσως μετά τη συνάντησή της με τον Μακάριο. Ο Καραμανλής της απάντησε ότι «η Ελλάς ουδέν διεκδικεί υπέρ εαυτής. Υποστηρίζει δι’ όλων των δυνάμεών της το αίτημα του Αρχιεπισκόπου περί ανεξαρτησίας».
Ως πεπειραμένος πολιτικός δεν δείχνει καμία έκπληξη. Καλύπτει τον Μακάριο σαν να ήταν κιόλας ενήμερος, και, ναι, πρέπει να νιώθει μια μικρή ανακούφιση. Τα πράγματα είχαν οδηγηθεί σε πολύ άσχημους δρόμους με το σχέδιο Μακ Μίλλαν, την αδιαλλαξία των Άγγλων και την εμπλοκή των Τούρκων. Η διχοτόμιση της Κύπρου έστεκε ως πέλεκυς πάνω από τα κεφάλια των Κυπρίων.
Τρείς μέρες αργότερα(19/9) ο πρωθυπουργός θα συναντηθεί με τον Μακάριο στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο Μακάριος τον ενημερώνει.
«πρότασις αυτοδιαθέσεως δεν θα είχεν εφέτος ελπίδας επιτυχίας και δια τούτο προβάλλομεν την λύσιν της ανεξαρτησίας».
Και στη συνέχεια ομιλεί περί της συνεντεύξεως που έδωσε στην Μπάρμπαρα Κάσλ. Αυτό που τον απασχολούσε, όμως, ήταν η ουδέτερη στάση των Αμερικανών και έκανε επίθεση στον Καραμανλή, κατηγορώντας τον για πλημμελή άσκηση… καθηκόντων. Ούτε λίγο ούτε πολύ, πρότεινε να βγει η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ, θεωρώντας αυτή την επικίνδυνη τακτική καλύτερη για την Κύπρο. Ο Καραμανλής, έκπληκτος, πρώτα αμύνθηκε, αναφέροντας όλες τις επίσημες ενέργειες της Κυβέρνησης και μετά αρνήθηκε σταθερά να βάλει την Ελλάδα σε κίνδυνο.
Ο Μακάριος ήταν πολύ πιεσμένος και ήδη αντιδρούσε με λάθος τρόπο. Αντί να συζητήσει τη νέα του στάση και τα αποτελέσματα που μπορούσε να φέρει, τα είπε σε δημόσια συνέντευξη αιφνιδίως. Η Αγγλία και η Τουρκία διεφώνησαν πλήρως μ’αυτή την πρόταση.
Τα δύσκολα είχαν αρχίσει και ο Εθνάρχης έδειχνε ότι δεν ήταν ικανός να περάσει το τεστ της διπλωματίας, της υπομονής και της πολιτικής.
Μετά την Συμφωνία της Ζυρίχης είχαν σειρά οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία στο Λονδίνο (19/2/1959), με την απαραίτητη παρουσία του Μακαρίου, ο οποίος φαινόταν σύμφωνος. Σκοπός η ανεξαρτησία της Κύπρου.
Η γνώμη του άλλαξε λίγες μέρες πριν την καθορισμένη ημερομηνία (μόλις την 13/2), ενώ μια μέρα αργότερα(14/2) δήλωσε στην ελληνική κυβέρνηση ότι όλα βαδίζουν ομαλά. Την 15/2, ενώ βρισκόταν στο Λονδίνο, υπαναχώρησε, ζητώντας να γίνουν αλλαγές στο προβλεπόμενο νέο σύνταγμα. Οι αλλαγές δεν έγιναν δεκτές και ο Μακάριος υπέγραψε την αρχική συμφωνία(18/2), επιστρέφοντας ως θριαμβευτής στην Κύπρο την 1η Μαρτίου 1959. Βγαίνοντας από το αεροπλάνο στη Λευκωσία αναφώνησε: «Νενικήκαμεν!»
Η Κύπρος, πράγματι, το 1960 ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη και ο Μακάριος έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήταν ήδη μια αναγνωρισμένη και ισχυρή προσωπικότητα, σεβαστή από Έλληνες, Τούρκους και Άραβες. Συμμετείχε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, αποκτώντας διεθνή αναγνώριση και εξακολουθώντας να ενδύεται ως Αρχιεπίσκοπος- ασκώντας, δηλαδή, διπλή εξουσία.
(συνεχίζεται…)
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr