Πήρα τη στροφή απότομα.
Η λαχτάρα μου να κατέβω από τ’αυτοκίνητο ήταν τόση, που το τρίξιμο στα φρένα δεν ενοχλούσε διόλου!
Τράβηξα το χειρόφρενο. Βγήκα ανυπόμονα …
Πήρα την τσάντα και το καπέλο μου από το πίσω κάθισμα. Κλείδωσα και προσπέρασα την καγκελόπορτα του εξοχικού μου.
Η εσωτερική ανάγκη μου εκείνη τη στιγμή είχε όνομα…”Θάλασσα”.
Σε είχα αγναντέψει καθώς οδηγούσα στην εθνική συνειδητοποιώντας πως η θέα σου και μόνο, μετά από τόσους μήνες μού προκαλούσε εκείνη την υπέροχη ταχυκαρδία…
Τουμπερλέκια και τύμπανα εσωτερικά, που διατρανώνουν το σμίξιμό μας μετά από τόσο καιρό!
Πέρασα γρήγορα το δρόμο…έβγαλα τα παπούτσια και περπάτησα ξυπόλητη στα βότσαλα.
Ανασήκωσα τα μπαντζάκια του παντελονιού μου και παραδόθηκα άνευ όρων στο χάδι σου.
Ζητούσα το κύμα σου σε συναπάντημα ανώδυνο, να μου φιλήσει δειλά τις πατούσες…
Οι αστράγαλοι κρυφογελούσαν γι’αυτή τους τη δειλία ενώ τα γόνατα έτρεμαν, σα να παραπονιούνται, που εκείνα στερούνταν τα υδάτινα φιλιά σου.
Παίρνω βαθιά ανάσα κι η αύρα σου με τυλίγει, γλυκό ανεμάκι.
Πλάι στο κύμα σου, αντηχεί ο ήχος γλυκός του ονείρου, που με κρατούσε άγρυπνη του χειμώνα τις βροχερές μέρες
Το γαλάζιο σου δίνει χρώμα στο μουρμουρητό μου άσμα και οι αφροί σου, άσπρες παπαρούνες στο υγρό σου λιβάδι.
Η δίψα του σούρουπου χάνεται, όταν ανάβουν τα φώτα στην απέναντι όχθη…και μενεξεδιάζουν τ’ακρόγιαλα, πλουταίνοντας το έσω μου απ’τα μαλάματά σου, θάλασσα!
Και ροβολάνε δώθε-κείθε οι γλάροι…και στήνεται ένας μαγικός χορός χρωμάτων και εικόνων!
Κι οι μελωδίες σου αργές, τρυφερές …από βελούδινες δοξαριές μιας αναπάντεχης συναυλίας με μαέστρο το μαργιόλικο τοπίο σου, θάλασσά μου μάγισσα!
“Θάλασσα μάγισσα
πόσο σ’ αγάπησα
Μάνα μου εσύ κι εγώ παιδί σου
Του χρόνου η αρχή
αόρατη κλωστή.
Μοίρα που μ’ έδεσε μαζί σου”
Σα στερημένη, παραμιλώ εκστατική αγναντεύοντας το θείο προικιό σου!
{youtube}p8MA1puUO-4{/youtube}