Ήθελα και τα άλλα παραμύθια. Κι ας με είχαν προειδοποιήσει ότι οι ιστορίες αυτές περιέχουν φονικά, φαντάσματα και κυνηγημένους ανθρώπους, ας με είχαν διαβεβαιώσει ότι αυτά δε θα με κοίμιζαν γλυκά, αντιθέτως μάλλον θα έπαιρναν μαζί τους τον ύπνο μου, για πάντα. Δεν είναι για την ηλικία σου αυτά, έλεγαν κοφτά, καλύτερα τα κλασικά παραμύθια – αστέρια να τα πιάσεις, θαύματα και τζίνι με σάρκα και οστά, αηδόνια να ψιθυρίζουν στη γλώσσα σου.
Όταν σκαρφάλωσα στη σέλα του πρώτου μου ποδηλάτου, τα πόδια μου έφταναν μετά βίας στη γη. Τρόμαξα, τόσος δα που ήμουν, πώς να κουμαντάρω το λευκό μου Βmx; Ανέλαβε ο ενθουσιασμός ν’ αρπάξει το τιμόνι, η χαρά να σπρώξει τα πετάλια, και ξεκίνησα διστακτικά για την άκρη του κόσμου (μου). Συχνά, πληγές στα γόνατα ή τους αγκώνες, κι όταν τις φανέρωνα μου έλεγαν, δεν πειράζει, θα πάμε για μπάνιο και «θα τις ψήσει η θάλασσα». Τόσο ευεργετικό είναι το θαλασσινό νερό, αναρωτιόμουν, πώς γίνεται το μαγικό και κλείνουν τα τραύματα;
Η πρώτη μου δημοσίευση ήταν στο τέλος της πρώτης δημοτικού. «Έργα και Ημέρες», έκδοση-αφιέρωμα εκείνης της σχολικής χρονιάς από τα εκπαιδευτήρια Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Θέμα: «ποιο ζώο θα θέλαμε να είμαστε και γιατί». Στα άγουρα γραπτά παρέλασαν χαριτωμένα γατάκια, σκυλάκια, πουλάκια, δελφινάκια. Όμως η δασκάλα μας, κυρία Κατερίνα λεγόταν, ήταν απορημένη στην ενημέρωση των γονέων: μα τέτοιο παιδί πώς διάλεξε κάτι άγριο; Για την ετήσια δημοσίευση του σχολείου επελέγη απ’ την τάξη ένα μόνο κείμενο, στο οποίο κάποιος μαθητής υποκλινόταν στη μεγαλοπρέπεια και τη χάρη, στη δύναμη και την εξυπνάδα. Τι να συγκριθεί με την τίγρη;
Έναν ολόκληρο χρόνο περίμενα τη στιγμή που θα έφευγα για την θερινή κατασκήνωση. Είκοσι μέρες μόνο, αλλά ελευθερία ανεπανάληπτη. Παιχνίδια, μπάλα, κυνήγι θησαυρού, παραλία, θέατρο και τραγούδια – «πού πας, πού πας;/έλα να ζήσεις μαζί μ’ εμάς»! Οι φίλοι που γνωρίζεις μέσα, που μαζί τους ζεις τα πάντα, και τελικά τους αποχαιρετάς εκεί, η νυχτερινή προσευχή από τόσες παιδικές φωνούλες, τα σκιρτήματα, οι καυγάδες, οι συγκινήσεις, το σοκολατούχο γάλα στο πρωινό, η πίτσα μετά το επισκεπτήριο, το πινγκ-πονγκ μέχρι τελικής πτώσεως, ένα game boy να κυλήσει η μεσημεριανή ανάπαυση, η κινηματογραφική βραδιά με τα δειλά, αθώα αγγίγματα. Τόσα πολλά, μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Το βούρκωμα της (κάθε) τελευταίας νύχτας. Ποιον άραγε θα έβλεπες ξανά του χρόνου;
Κάποτε τα φονικά, το κυνήγι και τα φαντάσματα θα συνθέτουν την πραγματικότητα. Τα αστέρια που θα έπιανες, τα θαύματα με σάρκα και οστά, τα αηδόνια που θα ψιθύριζαν, δε θα φέρνουν πίσω τον ύπνο σου που χάνεται για πάντα.
Κάποτε τα πόδια σου θα πατήσουν οριστικά στη γη, μετά… βίας. Δε θα μπορούν καν να ξεκολλήσουν απ’ το σκληρό χώμα που τότε δεν έφτανες. Η θάλασσα θα είναι όντως νερό με αλάτι. Κάποια τραύματα δεν θα κλείσουν ποτέ.
Κάποτε η τίγρη θα είναι μόνο ένα άγριο θηρίο. Θα τη σκέφτεσαι συνήθως στη ζούγκλα, αιμοβόρα και ανίκητη, να παραμονεύει στα σκοτεινά για το θήραμα. Μετά το «Life of Pi» στο σινεμά, θα θες ξαφνικά να γυρίσεις σπίτι για να κοιτάξεις δυο ξεχασμένες αράδες που σκάλισες το 1987.
Κάποτε δε θα πηγαίνεις πια κατασκήνωση. Κι ας γνωρίζεις ακόμη ανθρώπους, ας ζεις τα πάντα μαζί τους για λίγο, σχεδόν ελεύθερος. Ας τους αποχαιρετάς τελικά, βουρκωμένος – ποιον άραγε θα δεις ξανά.
Πού πας; Έλα να ζήσεις μαζί μ’ εμάς.
* «Το μυστικό της αιώνιας νεότητας είναι η λησμονιά. Μας γερνούν οι αναμνήσεις.» (Ε.Π.Ρεμάρκ)
2 Σχόλια
Η γεύση πάντως από εκείνο το παγωτό κυπελλάκι, που τρώγαμε κρυφά τα μεσημέρια, με δροσίζει ακόμη. Τι δροσιά και τι νοσταλγία! Ευχαριστώ για το σχόλιο
Το κείμενό σου ήταν η πιο καλή “συντροφιά” που είχα εδω και καιρό για το πρωινό μου καφεδάκι. Δροσίστηκα, και ας έχει 40°… Καλημέρα!