…Και ο Γρηγόρης Λαμπράκης, που δεν ξέρει ότι ο επισκέπτης στρατηγός Λάιμαν Λούις Λέμνιτσερ έχει το παρατσούκλι “terrorist”* στην
ανώτατη ιεραρχία τού αμερικάνικου στρατού κλπ. κλπ., και που δεν ξέρει επίσης ότι ο άλλος επισκέπ της στρατηγός Mάξγουελ Ντέιβενπορτ
Τέιλορ (ή απλώς «Mαξ» για τον Κένεντι) είναι αυτός που επικεφαλής μιας ομάδας επιτελών έχει την ευθύνη για την αποστολή των πρώτων
στρατευμάτων στο Βιετνάμ κλπ. κλπ., και που δεν ξέρει ότι ο τρίτος επίσημος επισκέπτης, ο ναύαρχος Τζέιμς Σέρτζεντ Ράσελ είναι αυτός
που επί Τρούμαν ανέλαβε τις πρώτες δοκιμές πυρηνικής βόμβας στις ατόλες του Ειρηνικού το 1948 κλπ. κλπ. – ο αθλητής, γιατρός,
βουλευτής, ακτιβιστής Γρηγόρης Λαμπράκης που δεν ξέρει τίποτε από αυτά, επειδή τότε ακόμα κανείς δεν τα ξέρει, βγάζει απ’ το σακάκι του
ένα κατάμαυρο πανί με άσπρα γράμματα ΕΛΛΑΣ και εραλδικά ζωγραφισμένο το σήμα της ειρήνης, το ίδιο εκείνο πανί που είχαν για πανό οι
Έλληνες αντιπρόσωποι στην πορεία του Ολντερμάστον, το ανοίγει διάπλατα τεντώνοντας τα μυώδη μπράτσα του κι αρχίζει να κατεβαίνει τα
σκαλιά του Τύμβου (όχι σαν εσταυρωμένος, όπως έγραψαν μερικοί μετά τη δολοφονία του επειδή τότε υπήρχε μεγάλη ανάγκη για λαϊκούς
αγίους, αλλά) σαν πτητική μηχανή του Ντα Βίντσι, μόνος homo universalis, μόνος πραγματικός ποιητής σ’ αυτή τη βάρβαρη χώρα απέναντι
στον Καραμανλή, τη Φρειδερίκη, τους Αμερικάνους στρατηγούς με τα πολάρις (τυπικά εκπρόσωπος της «Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή
Ύφεση και Ειρήνη» και του ελληνικού παραρτήματος του «Συνδέσμου Νέων διά τον πυρηνικόν αφοπλισμόν Μπέρτραντ Ράσελ»), μόνος
απέναντι σε τρεις χιλιάδες χωροφύλακες και σε εκατοντάδες μέλη γοτθικών οργανώσεων που σιτίζονται από την Ασφάλεια, όπως η
«Αντικομμουνιστική Σταυροφορία», το «Σώμα Ελπιδοφόρων Νέων», η ΕΚΟΦ, η ΑΣΕ, η «Πανελλήνιος Εθνική Σταυροφορία», η «Εθνική
Κοινωνική Εξόρμησις», η «Εθνική Κοινωνική Δράσις», οι «Εθνικώς Φρονούντες», η «Νεοναζιστική οργάνωση Αθηνών», ο «Σύνδεσμος
Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος», τα Τάγματα Ασφαλείας κ.ά. αγνοώντας κιόλας, ο ικάριος ποιητής
Γρηγόρης Λαμπράκης, ότι το προηγούμενο βράδυ, στο Λονδίνο, η Μπέτι κατάφερε βαρύ πλήγμα στη βασιλική οικογένεια της Ελλάδος.
Υπάρχουν και όρια
Τον αφήνουν να προχωρήσει για λίγο, οι χίλιοι παραταγμένοι χωροφύλακες, οι διακόσιοι τραμπούκοι, οι εκατό ασφαλίτες, οι πενήντα
χαφιέδες και οι είκοσι του λιμενικού, επειδή βουλευτής, κι εδώ, τέτοια ώρα, ερημιά. Ανοίγει δρόμο ανάμεσά τους, μόνος του, ο πιο
γενναίος βουλευτής στο ελληνικό κοινοβούλιο, μια απίστευτη πτητική μηχανή που ακολουθούν από πίσω, κονβόι ολόκληρο, τα αυτοκίνητα
των αδηφάγων δημοσιογράφων. Ένα δεκαεξάχρονο παιδί ξεφεύγει από τους χωροφύλακες κι έρχεται δίπλα του και τον βοηθάει να
κρατάνε μαζί το μαύρο πανί. Ύστερα κι άλλοι, κι άλλοι, λίγοι άνθρωποι που το λέει η καρδιά τους. Οι χαφιέδες βρίζουν δυνατά, όλο και πιο
δυνατά. Βλαστημάνε οι τραμπούκοι. Όλο και πιο δυνατά. Όλο και πιο κοντά του. Ένας άνθρωπος πετάγεται από το πουθενά και τον φιλάει
στο μάγουλο, επειδή βοήθησε τη γυναίκα του να γίνει καλά από δύσκολη αρρώστια.
Περπατώντας γρήγορα καταφέρνει να φτάσει ανέγγιχτος μέχρι τη διασταύρωση της Ραφήνας.
Οι χωροφύλακες που τον ακολουθούνε έχουν κιόλας κουραστεί. Του ορμάνε εκεί καμιά εκατοστή γότθοι, γουρούνια, δολοφόνοι,
προσπαθούν να τοντραβήξουν παραδίπλα, μακριά από τα μάτια του κόσμου, στο δασάκι με τα πεύκα. Περισσότερο απ’ όλα τους ενοχλεί που
επιμένει να κρατάει αυτό το μαύρο πανί, πρέπει οπωσδήποτε να του πάρουν απ’ τα χέρια το μαύρο πανί. Δεν το αφήνει με τίποτε. Ορμάνε σε
μια στιγμή αποφασισμένοι δέκα μαζί, τον βρίζουν, τον ταρακουνάνε άγρια, τον σπρώχνουν οι μισοί από μπροστά ενώ οι άλλοι του ρίχνουν
γροθιές πισώπλατα, του τραβάνε το σακάκι, του ρίχνουν κλοτσιές με τα μυτερά παπούτσια στα καλάμια των ποδιών του, τον πατάνε στα
δάχτυλα, ένας θρασύς χώνει βαθιά το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του, παραλίγο να του πιάσει τ’ αρχίδια, Αυτός δεν αντιδρά, απλώς,
μέσα σ’ όλο τον σαματά προλαβαίνει να γυρίσει στη μεριά του μ’ ένα καθαρό, αλλά παγωμένο, βλέμμα που λέει «τι κατάλαβες τώρα;». Είναι
ο χωροφύλακας Λακερδέας με το Κάτω η Ειρήνη. Τώρα σ’ αυτό το τετ α τετ ανάμεσα σε μπερδεμένα χέρια, ύπουλες γροθιές, απελπισμένες
αγκωνιές και κλοτσιές, η κρυστάλλινη ματιά του μυσταγωγού φέρνει τον Λακερδέα σε απροσδόκητη αμηχανία. «Τι κατάλαβες τώρα;». Ήρθε
πολύ κοντά του, δεν γίνεται να μην καταλάβει το νόημα αυτής της κοφτερής ματιάς. Σχεδόν του έπιασε τ’ αρχίδια. Ήρθε πολύ κοντά του.
Δεν τα βάζουν όλοι με όλους. Χρειάζονται κότσια. Παραδίνεται. Αφήνει ντροπιασμένος ο Λακερδέας το άψυχο κορμί του στην εξουθενωτική
πάλη των σωμάτων γύρω του: να τον σπρώξουν πιο πίσω από Αυτόν, όσο γίνεται πιο μακριά του, να μην αντικρίζει αυτό το φοβερό βλέμμα.
Έχει αντοχές όμως Αυτός. Φωνάζει άγρια σαν να διώχνει σκυλιά, τους απωθεί τρεις τρεις, δυο δυο, πότε με απελπισμένες αλλά γερές
αγκωνιές, πότε κάμπτοντας απότομα το κορμί του μπροστά (σαν να θέλει ξαφνικά να δέσει τα κορδόνια στα παπούτσια του) κι ύστερα
αμέσως τινάζοντας ορθή τη γερή του πλάτη (κάνοντας έτσι κάμποσους να χάνουν την ισορροπία τους) – μπορεί θαυμάσια να τους αρχίσει
και στις γροθιές, αλλά δεν θέλει “να δώσει λαβή”, ευτυχώς μαζεύονται γρήγορα γύρω του οι δημοσιογράφοι, οι τραμπούκοι εκνευρισμένοι
ορμάνε ν’ αρπάξουν κάνα δυο φωτογραφικές μηχανές, γίνεται πολλή φασαρία, συγκεντρώνονται και πολλοί ντόπιοι που παίρνουν το μέρος
του, το μέρος του αδυνάτου, αυτός επιμένει να κρατάει το μαύρο πειρατικό πανί αλλά είναι πια ξεσκισμένο, διαλυμένο, με όλα αυτά όμως
βρίσκει την ευκαιρία, ξεγλιστράει από τους γότθους και ξανά περπατάει στητός, ελεύθερος στον μαραθώνιο δρόμο με τη μικρή του
συνοδεία, που όσο προχωράει γίνεται μεγαλύτερη.
Στο Πικέρμι σκύβει, μαζεύει κίτρινες κι άσπρες μαργαρίτες, αγριοβιολέτες και παπαρούνες, οι χωροφύλακες κοιτάζονται απορημένοι μεταξύ
τους: «Του ’στριψε; Τι πάει να κάνει τώρα;» Μερικοί χασκογελάνε, σάπια δόντια, σάλια, αδειανά μάγουλα. Αυτός, απίστευτα σοβαρός,
ευθυτενής, ξεστρατίζει ελαφρά απ’ τον δρόμο, ανεβαίνει στο υψωματάκι αριστερά του και αποθέτει τ’ αγριολούλουδα στο μνημείο των
κρεμασμένων από τους χιτλερικούς. Ορμάνε λυσσασμένα σκυλιά οι χωροφύλακες. Τσαλαπατάνε τα λουλουδάκια σαν παλιόπαιδα. Μερικοί
βλαστημάνε τον Χριστό του και την Παναγία του. Άλλοι πάλι, οι πιο νωθροί και αδιάφοροι (φτάνει να τρέχει ο μισθός) ψευτογελάνε με ύφος
παιδιών που πάσχουν από σύνδρομο Ντάουν.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά διανύει άλλα πεντακόσια μέτρα. Η χωροφυλακή συλλαμβάνει έναν προς έναν όλους όσους τον ακολουθούν. Άλλο ένα
χιλιόμετρο και κάτι. Κοντά στο Χαρβάτι τον ακινητοποιούν οκτώ μαζί και τον ανεβάζουν με το ζόρι σ’ ένα στρατιωτικό καμιόνι. Δίνει ένα
πήδο και κατεβαίνει κάτω. Ορμάνε ξανά οι οκτώ και τον ανεβάζουν σηκωτό. Δεν είναι εύκολο. Τους ξεφεύγει, ξαναπηδάει κάτω. Όταν πια
καταφέρνουν να τον κρατήσουν ακίνητο μέσα στο αυτοκίνητο, αντικρίζει στον πάγκο απέναντί του πέντε σκατόφατσες που τον κοιτάζουν
σαν να κατέβηκε από άλλο πλανήτη: δυο χοντρούς μοίραρχους, έναν γεροδεμένο ταγματάρχη, έναν ανθυπασπιστή οδοντογλυφίδα κι έναν
σωματώδη χωροφύλακα.
Το ρέο βάζει μπρος κι αυτοί, όλοι μαζί, πέφτουν πάνω του: φτύνουν, βρίζουν, τον βαράνε στο στομάχι, τον χαστουκίζουν. Δεν βαριούνται.
Κάθονται για λίγο στον πάγκο να πάρουν ανάσα κι ύστερα πάλι, ο ένας μετά τον άλλον, πετάγονται από απέναντι και ορμάνε. Συνήθως δύο
δύο επειδή καταλαβαίνουν γρήγορα ότι έχει δυνατά χέρια και μπορεί να αμύνεται. Κάποτε και όλοι μαζί. Απειλούν συνέχεια τη ζωή του.
Παίζουν με το πιστόλι στον κρόταφό του και γελάνε σαρκαστικά. Kάνουν χειρονομίες ότι θα τον γαμήσουν, ότι θα του κόψουν το πράμα
του, ότι το ένα και το άλλο. Bρίζουν και γελάνε. Μία, δύο, τρεις ώρες συνέχεια παίζουν αυτό το παιχνίδι αφιονισμένοι: εξορκίζουν τον
πατρικό Φόβο, επειδή Εκείνος, είναι φανερό, πετάει σε άλλους ουρανούς, δεν τους φοβάται, απλώς τους λυπάται – και το περίεργο είναι ότι
αυτοί κάπως το μυρίζονται ότι τους λυπάται (παρόλο που δεν μπορούν να το εξηγήσουν: πιστεύουν ότι τους παριστάνει τον “καμπόσο”
επειδή είναι βουλευτής κλπ.), το αισθάνονται ότι τους γυρνάει κανονικά την πλάτη, ότι δεν τον αφορά καθόλου η χωροφυλακίστικη φάρα,
γότθοι, γουρούνια, δολοφόνοι, κι αυτό τους δαιμονίζει περισσότερο. Και για κακή τους τύχη έχουν σαφή εντολή μόνο για «απλόν
εκφοβισμόν του περί ου ο λόγος συνοδοιπόρου των κομμουνιστών».
Στην ερημιά του ρέο που τρέχει χωρίς σαφή προορισμό πάνω κάτω στους χωματόδρομους του Μαραθώνα και του Πικερμίου, μέσα από
καλλιεργημένα χωράφια στο Σούλι, στο Γραμματικό, στο Κρυονέρι, κρυφά από τα μάτια του κόσμου, κρυφά από τα μάτια της βασίλισσας,
κρυφά από τα μάτια του πρωθυπουργού, κρυφά από τη γυναίκα τους και τα παιδιά τους, οι χωροφύλακες έχουν την ευκαιρία να παίξουν για
λίγο τους άντρες. Καουμπόηδες μπόηδες. Για την πατρίδα, για το Έθνος.
Κάποτε όμως βαριούνται, επειδή εκείνος, δυστυχώς, ό,τι και να κάνουν, μένει κουραστικά ο ίδιος: ατσαλάκωτος αθλητής, μεγάλο, καθαρό
μέτωπο, βαθιά μάτια που τρελαίνουν, επειδή κοιτάζουν ολόισια μπροστά, ακόμα κι όταν προσπαθούν να τον ταπεινώσουν με δυνατά
χαστούκια και σφαλιάρες. Τρεις τόσες ώρες τον περιφέρουν στις ερημιές ώσπου κάποια στιγμή τον αφήνουν ελεύθερο, στο Τατόι, στη μέση
του πουθενά. Καθώς τον γκρεμίζουν σαν σακί κάτω απ’ το καμιόνι (Εκείνος έχει ακόμα στα μάτια του το σαστισμένο ύφος του αυτοσχέδιου
αεροπλόου της Αναγέννησης, που δοκίμασε τη γλυκιά πίκρα από την πρώτη του πτήση), ο ταγματάρχης Βραδής του φωνάζει πολύ σοβαρά:
«Άκουσε, λεβεντάκο μου, τι θα σου πω, αν αγαπάς τη ζωή σου: ο κόσμος χωρίζεται σε δύο μέρη, στους Ρώσους και στους Αμερικανούς.
Εμείς είμαστε οι Αμερικανοί. Να είσαι κι ευχαριστημένος που σε τσαλακώσαμε λιγάκι. Στη Ρωσία τώρα θα σε είχαν σκοτώσει – γι’ αυτό
πρόσεχε, φιλαράκο, πρόσεχε πολύ, επειδή και οι Αμερικανοί έχουμε τα όριά μας».
Είναι ωραίο απόγευμα. Δεν ψιχαλίζει πια. Η γη μυρίζει όμορφα. Τον πλημμυρίζει μια παράξενη ευφορία. Ρουφάει τον αέρα, τινάζει ένα δυο
σκουπιδάκια απ’ το σκισμένο του σακάκι, λύνει τη σκισμένη του γραβάτα, στρώνει το πουκάμισό του, κοιτάζει ολόγυρα για να
προσανατολιστεί κι ύστερα προχωράει ξανά στητός, στην αντίθετη κατεύθυνση από κείνη που πήρε το καμιόνι, σαν να συνεχίζει τη
μαραθώνια πορεία από εκεί που την άφησε. Σταματάει σε μια αγροτική βρύση, ρίχνει πολύ νερό στο κεφάλι του, σκουπίζεται ελαφρά μ’ ένα
μαντίλι. Τώρα είναι καλύτερα. Πολύ καλύτερα. Είναι σχεδόν σε ευφορία, παρόλο που τον πονάει λίγο το δεξί του πλευρό και το σβέρκο του.
Καθώς προχωράει ξανά με γρήγορους διασκελισμούς, το μυαλό του αρχίζει να δουλεύει σε υπερένταση το τηλεγράφημα-διαμαρτυρία που
θα στείλει στον Καραμανλή, σε όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, και στον Τύπο. Κοντοστέκεται, βγάζει ένα μπλοκάκι σπιράλ και κρατάει
σημειώσεις. Αισθάνεται εντάξει με τον εαυτό του. Έκανε αυτό που έπρεπε: Δοκίμασε να πετάξει. Θα συνεχίσει τις δοκιμές.
Προχωράει όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, τώρα σχεδόν τρέχει, τώρα ψάχνει ένα τηλέφωνο, ένα αυτοκίνητο, ένα λεωφορείο.
Ας τον πονάει κάπως το δεξί του πλευρό και το σβέρκο του. Αισθάνεται πολύ δυνατός. Αλλά κάνει λάθος. Στην πραγματικότητα είναι πολύ
αδύναμος. Βρίσκεται στην Ελλάδα του Γιώργου Σεφέρη και του Αριστοτέλη Ωνάση και όχι στην Αγγλία του Τόμας Στερνς Έλιοτ και του Τζον
Προφιούμο.
[Το Χαστουκόδεντρο, εκδ. Τόπος 2012, σ. 292-296.]
* Το εκάστοτε άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
iPorta.gr