Μνήμες αλλοτινές απόψε ρυτιδώνουν τον ψίθυρο του δειλινού.
Κομμάτια καθρέφτη που έσπασε η ματιά, μεθυσμένα αποζητούν τα δάκρυα.
Δεν είναι η σιωπή που ζωντανεύει τις σκιές, ούτε η βροχή που ξεπλένει τις ενοχές
Πέρασαν τραγουδώντας οι αγάπες
Σαν ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο, σαν τότε
Άκου! Δε σου μοιάζει με..
Σώπα! Η ανάσα σου θωπεύει τον παφλασμό των κυμάτων και το φεγγάρι τελεία στην τελειότητα
Μα δεν είναι που …
Ησύχασε πια! Εαρινό κατευώδιο οι αγάπες που χορεύουν όταν βρέχει
Οι χτύποι της καρδιάς πάνω στην πόρτα της αυγής είναι η ελπίδα
Το ξέρεις;
Το ‘μαθες πως πέρα από την Ανατολή εκεί που σμίγει το γέλιο με το δάκρυ
Βάλσαμο πως είναι ο στεναγμός και λυτρωμός ο πόνος;
Ποιος θα σου πει για τα χρυσάφια και τ’ ασήμια μιας μέρας που θα ‘ρθει;
Ναι, έχεις σκοτίσει το φως και ο δράκος φωλιάζει στη γωνιά
Τραγούδα με τις αγάπες, τραγούδα μ’ αυτές κι ας φεύγουν
Μόνο το τραγούδι τους
Αυτό μαγικό ξόρκι, αυτό και κλειδοκράτορας
Κι ας βρέχει