Η ζημιά
και η αρχή του μη αποχρώντος λόγου
«ΑΤΑΛ―;» Ο διευθυντής Φίσελ επανέλαβε αθώα τα γράμματα και ο νους του
αυτή τη φορά δεν πήγε σε αστείο, επειδή τέτοιες βραχυγραφίες,
αν και τότε δεν ήταν τόσο πολυάριθμες όσο σήμερα,
ήταν γνωστές από καρτέλ και τραστ και ενέπνεαν μεγάλη εμπιστοσύνη.
Παρ’ όλα αυτά όμως συνέχισε λέγοντας:
«Μην αστειεύεσθε, σας παρακαλώ• είμαι βιαστικός, έχω σύσκεψη.»
«Είναι η Αρχή Του Μη Αποχρώνοτς Λόγου!» εξήγησε ο Ούλριχ.
«Είστε φιλόσοφος και θα ξέρετε τι σημαίνει η αρχή του αποχρώντος λόγου.
Μόνο τον εαυτό του εξαιρεί ο άνθρωπος απ’ αυτόν• στην πραγματική,
εννοώ στην προσωπική μας, και στη δημόσια-ιστορική ζωή μας
στην ουσία συμβαίνει πάντα ό,τι δεν έχει και πολύ λόγο να συμβεί.»
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ, Ρόμπερτ Μούζιλ, σελ. 157,
μετάφραση από τα Γερμανικά: ΤΟΥΛΑ ΣΙΕΤΗ, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1992
…
― Ε! Έλα! Μην κλαις. Έγινε η ζημιά. Γιατί κλαις τώρα; Όλοι κάνουμε λάθη και ζημιές. Όλοι μας κάποια στιγμή μπορεί να είμαστε απρόσεχτοι, να μην υπολογίσουμε σωστά… Θα δούμε αν μπορούμε να το διορθώσουμε. Αν δεν μπορούμε, θα βρούμε έναν τρόπο να το αντικαταστήσουμε, να πάρουμε άλλο. Αν είναι ακριβό και το χρειαζόμαστε, θα μαζέψουμε λεφτά και θα το πάρουμε. Θα κάνουμε οικονομία από άλλα πράγματα και θα το αγοράσουμε. Αν δούμε ότι δεν μας χρειαζόταν και τόσο, ή έχουμε κι άλλο, τότε δεν πειράζει που έγινε η ζημιά. Αλλά με το να κλαις, διορθώνεται; Δεν διορθώνεται. Και να ξέρεις ότι σε αγαπάμε. Αλλίμονο αν σταματούσαμε να αγαπάμε κάποιον επειδή έκανε κατά λάθος μια ζημιά. Σταμάτα λοιπόν να κλαις και έλα να τα μαζέψουμε.
Σε ένα μικρό κορίτσι τα λέω αυτά. Που έκανε μια ζημιά.
Σε έναν φίλο επίσης μπορεί να πω κάτι ανάλογο.
Στους δικούς σου ανθρώπους μιλάς κάπως έτσι. Χύνεται κόκκινο κρασί στο λευκό τραπεζομάντιλο και λέμε:«Γούρι, γούρι…». Κι ας βλαστημάμε μέσα μας.
Σπάει κάτι τι στο σπίτι μας ένα παιδάκι φίλων και λέμε: «Δεν πειράζει! Παιδάκι είναι!». Κι ας βρίζουμε μέσα μας και το σκ_ _ όπαιδο και τους γονείς του που δεν το προσέχουν.
Αυτά όμως δεν τα λέω στους θεσμούς.
Δεν λέω στο ΔΝΤ: «Εντάξει, μωρέ! Ένα λάθος κάνατε! Φτιάξατε ένα πρόγραμμα, τα σκατώσατε, μας κάνατε χάλια αλλά δεν πειράζει!».
Όχι. Δεν θα το πω αυτό ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που τώρα θυμήθηκε ότι η Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και οι διάφορες καλοφουσκωμένες παπαριές περί “Ευρώπης των Λαών» ίσχύουν όσο βολεύει τις Τράπεζες και τους οικονομικά ισχυρούς. Γιατί αν ο σκοπός της δημιουργίας μιας Ενωμένης Ευρώπης και ενός ενιαίου νομίσματος ήταν η επιστροφή στον Μεσαίωνα, για ποιο λόγο όλη αυτή η ταλαιπωρία;
Δεν μπορώ επίσης να πω «δεν πειράζει» στις εδώ Τράπεζες που πριν από λίγα χρόνια μου έστελναν επιστολές ή μου τηλεφωνούσαν και μου λέγανε: «Εγκρίθηκε δάνειο στο όνομά σας 30.000 ευρώ! Περάστε όποτε θέλετε να το εισπράξετε!» Για να πάω ταξίδια, να πάρω καινούριο αυτοκίνητο και να κάνω τον άνεμο κουβάρι. Και να μου κλαίγονται τώρα για έλλειψη ρευστότητας κι ας μην το πήρα ποτέ αυτό το διακοπο-αυτοκινητο-ταξιδο-δάνειο.
Το δεν πειράζει μπορώ να το πω σ’ ένα μικρό κορίτσι που έκανε μια ζημιά.
Δεν μπορώ όμως να το πω στους δεκάδες Άκηδες και στις Βίκες που μας έφεραν μέχρι εδώ.
Ναι. Το ομολογώ. Όλους αυτούς δεν τους αγαπάω όσο αυτό το κοριτσάκι.
Και όταν κάνουν ζημιές από απληστία, από ανοησία, από φιλαυτία, από απειρία, από υπερτίμηση της ανοχής μου, από υποτίμηση της νοημοσύνης μου, από τις αχαλίνωτες σεξουαλικές παρορμήσεις τους ή επειδή τους έδερνε ο πατέρας τους, δεν θα τους πω: «Σταμάτα να κλαις. Θα κάνω οικονομία για να διορθώσω τη ζημιά που έκανες για να μπορείς να κάνεις κι άλλες».
Να κάνω οικονομία; Ναι. Αλλά για να ορθοποδήσει τη χώρα μου.
Να κάνω το σκατό μου παξιμάδι; Ναι. Αλλά για να δυναμώσει η χώρα μου.
Να σφίξω τα λουριά μου; Ναι. Αλλά για να κόψω τα άλλα λουριά που με δένουν. Να κόψω τη συναλλαγή, το ρουσφέτι, το βόλεμα, την εξυπηρέτηση των ημετέρων και την αποθάρρυνση κάθε δημιουργικής προσπάθειας. Να κόψω τους γόρδιους δεσμούς της ηλίθιας κι ασύμφορης γραφειοκρατίας. Να ξεπατώσω τους μηχανισμούς που δυναστεύουν τον έντιμο πολίτη. Να ενισχύσω τον άριστο, να ενθαρρύνω τον καινοτόμο, να κρατήσω στο τόπο μου τον ικανό.
Να δεχτώ μια ακόμα επώδυνη συμφωνία με τους δανειστές; Ναι.
Αλλά δεν θα πω: «Μην κλαις για την τόσο κακή συμφωνία, δεν πειράζει. Θα μου φύγει ο τάκος αλλά θα την στηρίξω».
Ναι, να μου φύγει ο τάκος αλλά για να στηρίξω μια συμφωνία που θα μας δώσει τον χρόνο να ξεκαθαρίσουμε την κόπρο του Αυγείου.
Και να ενισχύσουμε ταυτόχρονα και τη Δημοκρατία.
Γιατί στη Δημοκρατία δεν εξουσιάζει όλη τη χώρα ένα 35% ή 30% των ψηφοφόρων. Αυτό το 30%, 35% ή και 40% σχηματίζει κυβέρνηση εξ ονόματος όλων των υπολοίπων και είναι υποχρεωμένο να σέβεται τους θεσμούς.
Και λογοδοτεί σε όλες , σε όλους και για όλα.
Και θα κάνω ό,τι μπορώ για να πάνε στον αγύριστο μια ώρα αρχύτερα όλες και όλοι όσοι δεν με αγαπάνε και δεν με νοιάζονται. Γιατί δεν τους αγαπάω ούτε εγώ.
Από επίορκους και διεφθαρμένους δημόσιους υπαλλήλους (διοικητικούς, εκπαιδευτικούς, εφοριακούς, γιατρούς, στρατιωτικούς, αστυνομικούς, δικαστές, αγροφύλακες κ.λπ.) μέχρι τραπεζίτες, φαρμακέμπορους και διαπλεκόμενους του ιδιωτικού τομέα. Και από αργόμισθους υποστηριχτές των κάθε λογής κομματικών συμφερόντων μέχρι τους βουλευτές, τους υπουργούς και τον κάθε ανεκπαίδευτο, ανειδίκευτο και ανίκανο «υπηρέτη του δημοσίου συμφέροντος» που ζει από τους φόρους που πληρώνω.
Και μετά, θα έχω και τα μούτρα και τη δύναμη για να κοιτάξω και τους έξω από εδώ ―”θεσμούς”, “τρόικες”, “μπρασελγκρούπια” κ.λπ.― να μετρήσω το έχει μου, να κάνω τα κουμάντα μου, να πω και στο κοριτσάκι: «Τώρα που έσπασε δεν μπορούμε να πάρουμε άλλο, γι’ αυτό να προσέχεις. Αλλά να ξέρεις ότι σε αγαπάω…», και να αποφασίσω με θάρρος και αυτοπεποίθηση το τι θα πράξω με όλους αυτούς τους «έξω» και τους «μέσα».
Και τότε, ίσως, θα μπορώ να μιλάω για «περηφάνια», για «αξιοπρέπεια», για «δίκαιο» και για «νόμιμες διεκδικήσεις».
Γιατί δεν θα κρέμομαι από το τι θα μου προσφέρουν για να μην καταστραφώ.
Γιατί θα μπορώ να στέκομαι στα πόδια μου.
Γιατί δεν θα βρίσκεται κανένας «απ’ έξω» ή «από μέσα» να μου λέει ότι είμαι “άχρηστος” κι ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε».
Όσο όμως ανέχομαι να σιτίζω ανίκανα παράσιτα ―όπου κι αν βρίσκονται κι απ’ όποιο κόμμα κι αν προέρχονται― που παριστάνουν τους «υπηρέτες του δημόσιου συμφέροντός» μου και τους πληρώνω με τους φόρους που δίνω, δεν μπορώ να νιώθω ούτε περήφανος ούτε αξιοπρεπής.
Όσο ανέχομαι «ιδεολόγους» που όχι μόνο δεν είναι έτοιμοι να πεθάνουν για τις «ιδέες» τους αλλά μπορούν και να τις τροποποιούν αναλόγως των ανέμων, όσο ανέχομαι «ιδεολόγους» που μπορούν να σκοτώσουν για τις «ιδέες» τους ―που είναι γεμάτες από την «πάρτη» τους― κι όσο ανέχομαι «ιδεολόγους» που προσπαθούν να βγάλουν λεφτά από τις «ιδέες» τους, δεν μπορώ να είμαι ούτε υπερήφανος ούτε αξιοπρεπής.
Κι επειδή καμιά ιδεολογία δεν μπορώ να βάλω πάνω από τον σεβασμό ―επειδή είμαι άνθρωπος― στον Άνθρωπο αλλά και σε όλα τα έμβια όντα του πλανήτη μου, δεν μπορώ και να σωπαίνω.
Γιατί αν σωπαίνω, τότε θα έχει απόλυτο δίκιο ο Μούζιλ που γράφει:
«…στην πραγματική, εννοώ στην προσωπική μας και στη δημόσια-ιστορική ζωή μας στην ουσία συμβαίνει πάντα ό,τι δεν έχει και πολύ λόγο να συμβεί.»
Αλλά ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση, πάλι δεν θα σωπαίνω.
Κι ας μην μπορώ να αλλάξω αυτά που θα συμβούν χωρίς σοβαρό «αποχρώντα» λόγο. Θα προσπαθήσω ―τουλάχιστον― να κατανοήσω, να μετριάσω ή και να διορθώσω τη ζημιά.
26 Ιουνίου 2015
Εικόνα: Η ζημιά, Κωστής Α. Μακρής
1 Comment
ό,τι πιο αληθινό, σαφές, ουσιαστικό έχω διαβάσει εδώ και μήνες. Μπράβο σας κύριε Μακρή!
Τα σέβη μου, ξανά και ξανά και ξανά και ξανά…..