Σε μια γωνιά του σαλονιού μας υπάρχει μια ξύλινη γαβάθα μέσα σ’ έναν τρίποδο.
Είναι μια μαγική γαβάθα που αρέσει πολύ στα παιδιά.
Είναι η δική μου μαγική γαβάθα.
Είναι μια γαβάθα με φαινομενικά ελκυστικά πράγματα όπως καλειδοσκόπια, παιχνιδάκια, κουκλάκια, μικρά μουσικά όργανα και άλλα αξιοπερίεργα και σχετικά δυσεύρετα αντικείμενα.
Ελάχιστοι ξέρουν πόσο σατανική είναι κατά βάθος.
Ελάχιστοι γνωρίζουν πόσα μνημόνια, επιτροπείες και παιδευτικά εργαλεία φωλιάζουν μέσα της.
Έχει βέβαια και αγάπη, αλλιώς δεν θα είχε περίοπτη θέση στη γωνιά του σαλονιού μας.
Είναι μια μαγική και ύπουλη γαβάθα κι αλλίμονο στο παιδί που θα πέσει στην παγίδα της.
Το τελευταίο πράγμα που θα καταλάβει, απ’ αυτά που έχει μέσα της αυτή η γαβάθα, είναι η αγάπη.
Γιατί η αγάπη είναι κάτι κρυφό για τα παιδιά.
Κι αν νομίζετε ότι σας λέω ψέματα, δοκιμάστε να πείτε σ’ ένα μικρό παιδί «Δεν σ’ αγαπάω!».
Νομίζετε ότι τα κλάματα που θα βάλει θα είναι από την ―έστω παροδική― έλλειψη της αγάπης σας; Λάθος!
Είναι από την ασυνείδητη στενοχώρια και αγωνία του που μόνο να αγαπιέται ξέρει και δεν έχει μάθει ακόμα να αγαπάει. Αυτό θα το μάθει με πολλά μνημόνια, επιτροπείες, παιδεία και πολλή πολλή πολλή αγάπη.
Όλα αυτά που κρύβει η μαγική παιχνιδογαβάθα μου.
Κι αν νομίζετε ότι μιλάω/γράφω χωρίς τεκμήρια και αποδείξεις, κάντε λίγη υπομονή και θα φτάσω και σ’ αυτά.
Η γαβάθα στήθηκε πριν από περίπου 20 χρόνια.
Αφορμή ήταν τα ανίψια μας που τώρα παίζουν με άλλα παιχνίδια. Πιάνο, κιθάρα χρώματα, βιβλία… Από τότε όμως άρχισε να φορτώνεται με μνημόνια, επιτροπείες και παιδεία. Η αγάπη ήταν το θεμέλιο αλλά, είπαμε… Αυτή δεν φαίνεται. Τουλάχιστον όχι με την πρώτη ματιά. Ίσως ούτε και με τη δεύτερη. Τα μνημόνια όμως είναι εμφανή, ρητά και αδιαπραγμάτευτα.
Μνημόνιο πρώτο: τα παιχνίδια της γαβάθας είναι κοινόχρηστα και μπορούμε να πάρουμε όποιο θέλουμε για να παίξουμε αλλά όταν φεύγουμε από το σπίτι το επιστρέφουμε στη γαβάθα.
(Παράδειγμα: «Μαμά, να το πάρω μαζί μου;» ρωτούσε το ανίψι τη μαμά του διότι είχε και μια κωλόσφιξη να ρωτήσει εμένα. Απαντούσα εγώ ―καταπατώντας συνειδητά τη μητρική εξουσία― ως αυθέντης, νομέας, ιδιοκτήτης του μνημονίου και επίτροπος της γαβάθας: «Όχι! Γιατί αν το κάθε παιδί έπαιρνε ό,τι του αρέσει από μέσα, η γαβάθα θα έμενε χωρίς παιχνίδια! Και με τι θα παίζουν τα άλλα παιδάκια; Ε;»)
Μνημόνιο δεύτερο: όποιος παίρνει ένα παιχνίδι από τη γαβάθα οφείλει ―μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα― να το δίνει και σε άλλο παιδί που το θέλει.
(Παράδειγμα: «Δεν μου το δίνει! Παίζει μ’ αυτό συνέχεια εκείνος!» κλάμα από ένα παιδάκι.
«Πόση ώρα το έχεις;» βλακώδης ερώτηση δική μου στο άλλο παιδί, λες και ξέρει ένα παιδί τι σημαίνει χρόνος κι αν μετριέται με στιγμές, λεπτά, ώρες ή χρόνια η απόλαυση του παιχνιδιού.
«Πολλή!» απαντούσε αντ’ αυτού ο χρονομέτρης διεκδικητής, γνήσιος απόγονος του κατασκευαστή του μηχανισμού των Αντικυθήρων. «Ωραία! Κράτησέ το λίγη ώρα ακόμα και μετά πάρε άλλο και δώσε αυτό στον/στην…» παρέμβαση δική μου στον καθ’ υπέρβαση χρήστη. Επιτροπεία που τις περισσότερες φορές γίνεται σεβαστή από τον περιστασιακό νομέα του παιχνιδιού χωρίς να χρειαστεί να ασκήσω πιο βίαια εφαρμοστικά μέτρα τα οποία μπορεί και να είναι η ειδική αρκουδίσια φωνή μου ―ειδικότης κτηθείσα εν τω στρατεύματι― με την οποία μπορεί να κλάσει πατάτες και ο πιο απείθαρχος σφετεριστής παιγνίου.)
Μνημόνιο τρίτο: Ό,τι δεν ξέρουμε τι είναι και πώς δουλεύει, ρωτάμε για να μαθαίνουμε χωρίς να το ξεκοιλιάζουμε για τα ελέγξουμε τα εντόσθιά του και αποφεύγοντας να το κοπανάμε στο πάτωμα.
(Παράδειγμα: «Τι είναι αυτό;»―«Καλειδοσκόπιο»―«Και τι είναι το καλειδοσκόπιο;»―«Ένα μαγικό τηλεσκόπιο με το οποίο μπορούμε να κοιτάμε όλα τα χρώματα που ζουν μέσα στο φως.»―«Και γιατί το λένε καλειδοσκόπιο;»―«Επειδή μέσα του, εκτός από όλα τα χρώματα, ζουν και μερικές πολύ όμορφες λέξεις. Καλό ―που παλιά σήμαινε όμορφο―, είδος, σκοπός, σκοπεύω… Όλες αυτές οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τα πιο καλά και όμορφα πράγματα και είδη που ζουν στον κόσμο και μας αρέσει να τα παρατηρούμε για να μαθαίνουμε τι υπάρχει γύρω μας.»)
Μνημόνιο τέταρτο: Αν χαλάσει κάτι την ώρα που το κρατάς και παίζεις, είσαι υποχρεωμένος/υποχρεωμένη να το αντικαταστήσεις με ένα δικό σου παιχνίδι. Έτσι ώστε να μη λιγοστεύουν τα παιχνίδα της μαγικής γαβάθας.»
(Παράδειγμα: «Αυτό χάλασε!»―«Δεν πειράζει. Την επόμενη φορά θα φέρεις ένα δικό σου παιχνίδι να βάλουμε στη γαβάθα»―«Γιατί; Δεν μπορείς να το φτιάξεις;» Η αλήθεια είναι ότι επιδιορθώνω πολλά πράγματα και οι εγγονές μας το ξέρουν. Αλλά το τέταρτο μνημόνιο πρέπει να γίνεται σεβαστό: «Ακόμα κι αν το φτιάξω, εσύ θα φέρεις ένα παιχνίδι από τα δικά σου για τη γαβάθα. Αλλιώς δεν θα ξαναπάρεις παιχνίδι από τη γαβάθα!» Αυτοί είναι οι νόμοι και οι προφήτες. Και ο λόγος μου, είναι ο λόγος του Καπετάνιου της Γαβάθας που πάει να πει Νόμος Καθολικός και Απαράβατος.)
Πριν από δυο περίπου χρόνια, η μικρή μας εγγονή πασπάτευε κάτι από τα πολύτιμα της οικοσκευής μας κι εγώ με ήρεμο, πράο και μειλίχιο ύφος τής φώναξα να αφήσει ήσυχο αυτό που πασπάτευε αλλιώς θα της έτρωγα τα αυτιά μέχρι τους αγκώνες και μετά μπορεί και να της έδενα τα πόδια και τα χέρια με τις μπούκλες της για να μην μπορεί να κάνει ζημιές και θα την έβαζα να καθίσει τιμωρία στο καρεκλάκι της συμπαθητικής αρκούδας με τον πράσινο πρίγκιπα βάτραχο από πάνω της σε ρόλο δεσμοφύλακα.
Η μεγάλη εγγονή ―πάσχουσα από αταβιστικό σύνδρομο του Ρομπέν των Δασών ή από ψευδο-Σπαρτακισμό― πήρε το μέρος τής μικρής και μου είπε με σθένος να μη φωνάζω στην αδερφή της.
«Και γιατί να μην της φωνάζω; Αφού πάει να το χαλάσει το…»―«Γιατί είσαι μεγάλος και δεν μπορείς να τα βάζεις μ’ ένα μικρό παιδάκι!»―«Μια χαρά μπορώ να τα βάζω μ’ ένα μικρό παιδάκι που απειλεί να κατεδαφίσει το σπίτι μου! Κι εσύ καλά κάνεις και υπερασπίζεσαι την αδερφή σου αλλά καλά κάνω κι εγώ που υπερασπίζομαι το σπίτι μας, τα αγαθά μας και την περιουσία μας! Αν το χαλάσει αυτό το… εσύ θα μας αγοράσεις άλλο;».
Μετά από εκείνον τον ιδιαίτερα παραγωγικό όσο και χρήσιμο διάλογο με τη μεγάλη εγγονή, η μικρή εγγονή έχασε το ενδιαφέρον της για τη συσκευή που επιχειρούσε να ανατάμει και στράφηκε προς το καταφύγιο της γαβάθας που πάντοτε αποτελεί χώρο παρηγορητικό για ένα μικρό παιδί. Πήρε ένα ιπτάμενο μηχανικό μαμούνι και εξαναγκάζοντάς σε μια σχεδόν παρά φύσει επιτραπέζια πτήση, του ξεμέρδισε ελαφρώς τα φτερά οπότε μπήκε σε εφαρμή το τέταρτο μνημόνιο με συνοπτικές διαδικασίες.
Εκτελεστής της ρήτρας του τέταρτου μνημονίου ορίστηκε η μεγάλη εγγονή η οποία ανέλαβε να επιλέξει ένα μικροπαίχνιδο από την περιουσία της αδερφής της. Κάτι που ανέλαβε με αρκετά μεγάλη χαρά διότι με αυτόν τον τρόπο θα αφαιρούσε κάτι ―μικρό έστω― από την αδελφική περιουσία κι όχι από τη δική της. Θεωρώντας την ιδιοτελή αυτή πράξη της άσχετη με το ότι θα εξακολουθούσε να υπερασπίζεται την αδερφή της έναντι εμού, του εκπροσώπου της πάντοτε καταπιεστικής εξουσίας και αντιπαθή ιδιοκτήτη των μνημονίων της γαβάθας και άλλων αγαθών.
Το πιο εντυπωσιακό όμως δείγμα της ευεργετικής συνέπειας των μνημονίων ήρθε φέτος.
Η μεγάλη μας εγγονή ήρθε με πέντε συμμαθήτριες, έναν συμμαθητή και δύο μαμάδες, να μας πούνε τα κάλαντα. Η συγκίνηση της γυναίκας μου μεγάλη ―και η δική μου, μεγάλη ήταν― η χαρά της μεγάλη ―και η δική μου, μεγάλη ήταν, σαν τη μαύρη αγελάδα του ανεκδότου*― και μέσα σ’ έναν ορυμαγδό χαριέστατων συναισθημάτων, η γυναίκα μου κάλεσε όλον αυτόν τον συρφετό ορχουμένων παιδίων να εισβάλει στην οικία του σπιτιού μας και δη εις τας σαλόνας (στας σάλωνας σφάζουν αρνιά και μες στο χολ κριάρια) για να προσφέρει εις απάσας ―και στον άπαντα άρρενα― κουραμπιέ, μελομακάρονο, αναψυκτικά και εορταστική Χριστουγεννιάτικη θαλπωρή. Εγώ ήδη αισθανόμουν ζωσμένος με φίδια, ως άλλος Λαοκόων. Η γαβάθα και άλλα κουκλάκια, αγιοβασιλάκια και λοιπά Χριστουγεννιάτικα σε περίοπτη θέση, και πώς να τα κρύψωμεν άλλωστε;
Όλα τα παιδάκια ―ζωή να έχουν!― άρχισαν να μελετούν το βάθος της γαβάθας με την εμβρίθεια και την αγαλλίαση που γεμίζει όσες και όσους προσεγγίζουν και γνωρίζουν το βάθος των πραγμάτων.
Κάποια στιγμή η εγγονή μας με πιάνει παράμερα και μου λέει συνωμοτικά:
«Ο Β. χαλάει τις τάπες. Προσπαθεί να ξεκολλήσει τα αυτοκόλλητά τους!»
«Μπα, μπα, μπα…» είπα μέσα μου. «Μου έγινες και καρφί τώρα, πουλάκι μου; Ή υπερασπίζεσαι τα μνημόνια της γαβάθας; Ή κατάλαβες ότι όταν χαλάμε κάτι κοινόχρηστο τη ζημιά θα την πληρώσουμε όλοι αργά ή γρήγορα;»
«Και τι με νοιάζει εμένα;» της είπα παριστάνοντας τον ψύχραιμο και τον αδιάφορο. «Ούτε εγγόνι μου είναι, ούτε ανίψι μου, ούτε και είμαι δάσκαλος κι εκείνος μαθητής μου».
Η εγγονή εξανέστη.
«Μα τα χαλάει! Και θα λείψουν από τη γαβάθα…» ψιθυροφώναξε κρυφά. «Κι εσύ έχεις πει…»
«Αυτά που έχω πει ισχύουν. Αλλά δεν μπορώ να μαλώσω ένα ξένο παιδί που είναι φιλοξενούμενος και ξένος για εμάς. Δικός σου φίλος είναι, μαζί ήρθατε εδώ και έχεις ευθύνη για αυτόν. Να του πεις εσύ να μην τα χαλάει και τι πρέπει να κάνει. Αφού τους ξέρεις τους κανόνες της γαβάθας» είπα με τερατώδη ψυχραιμία που παραλίγο να με ρίξει λιπόθυμο από τον αυτοθαυμασμό.
Πάνω που ήταν έτοιμη να ξεπεράσει τη δειλία, τον φόβο και την ντροπή και να εξηγήσει στον συμμαθητή της ―ίσως και με όχι και τόσο ευγενικό τρόπο, στην ανάγκη―τα μνημόνια της γαβάθας και γιατί δεν πρέπει να καταστρέφουμε ένα κοινόκτητο και κοινόχρηστο αγαθό, επενέβη μία εκ των συνοδών μητέρων, απέσυρε το απειλούμενο είδος από τα χέρια του μικρού και σήμανε λήξη της εισβολής.
«Να πάτε στο καλό! Καλές γιορτές, καλά Χριστούγεννα! Και του χρόνου! Καλή χρονιά!» συνόδευσε με ευχές την κομπανία η γυναίκα μου στην εξώπορτα ενώ εγώ, ο αντίλαλος, έλεγα τις τελευταίες συλλαβές κάθε ευχής, ρίχνοντας κρυφές ματιές στο πεδίο της σύντομης μάχης των καλαντιστών με το περιεχόμενο της γαβάθας.
«Τι ωραία που ήταν! Τι όμορφη έκπληξη! Ε;» είπε μετά η γυναίκα μου.
«Πάρα πολύ ωραία! Έξοχη έκπληξη!» είπα εγώ.
Και συμπλήρωσα, με πάρα πολύ χαμηλή φωνή: «Με πολλά κέρδη και ελάχιστες απώλειες…»
Αυτή φράση ίσα που ακούστηκε.
Σαν το απαλότατο ανέμισμα των φτερών μιας χειμωνιάτικης πεταλούδας πάνω από τη μαγική γαβάθα των μνημονίων, της επιτροπείας, της παιδείας και της αγάπης.
06 Ιανουαρίου 2017
* Το ανέκδοτο με την άσπρη και τη μαύρη αγελάδα:
Στο παζάρι είναι ένας μπροστά σε μια άσπρη και σε μια μαύρη αγελάδα και διαλαλεί:
― Εδώ η καλή άσπρη αγελάδα! Η καλύτερη αγελάδα του κόσμου, μόνο 2.000 ευρώ!
Πλησιάζει ένας υποψήφιος πελάτης και τον ρωτάει:
― Η μαύρη είναι πιο φτηνή;
― Και η μαύρη, 2.000 ευρώ κάνει.
― Πόσο γάλα κάνουν τη μέρα;
― Α! Η άσπρη μπορεί να κάνει μέχρι και 50 λίτρα!
― Και η μαύρη;
― Μμμ… Και η μαύρη… Κι αυτή σχεδόν 50 λίτρα κάνει.
― Τρώνε πολύ;
― Α! Η άσπρη τρώει ελάχιστα!
― Η μαύρη;
― Μμμ… Και η μαύρη… Ελάχιστα τρώει.
― Είναι καλόβολες;
― Α! Η άσπρη έχει εξαιρετικό χαρακτήρα!
― Και η μαύρη;
― Εεε… Και η μαύρη… Καλό χαρακτήρα έχει.
― Μάλιστα… Αλλά γιατί μιλάς πρώτα για την άσπρη αγελάδα και την παινεύεις τόσο;
― Α! Μα είναι απλό! Η άσπρη αγελάδα είναι δικιά μου!
― Και η μαύρη;
― Ε, και η μαύρη… Δικιά μου είναι.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr