Eίναι φορές που η πραγματικότητα έρχεται και σε σκουντάει στον ώμο. Η πραγματικότητα, που την όποια αλήθεια της φαντάζεσαι ότι εσύ σκάλισες καλά με το γράψιμό σου, μονίμως κρύβει το πρόσωπό της, μονίμως σε εξαπατά, σου ζητά να κοιτάξεις και προς τα εκεί ψηλά που δεν σήκωσες το βλέμμα σου, εκεί στη γωνία που δεν είδες τα χορταράκια που φύτρωσαν πάνω στο άνυδρο (για τα δικά σου βιαστικά μάτια) πεζοδρόμιο.
Η πραγματικότητα που αγωνίζεσαι κάπως να συλλάβεις δεν είναι πάντα, όπως θα λέγαμε, «του χεριού σου». Διότι η πραγματικότητα είναι η ιστορία πολλών ανθρώπων που δεν είδες, δεν γνώρισες, δεν πρόλαβες, δεν– και έτσι πάντα, πάντα σου φυλάει εκπλήξεις. Γι’ αυτό και ποτέ, κανένα μυθιστόρημα που σέβεται την τέχνη της γραφής, δεν θα καταφέρει να φτάσει όλα όσα θα ήθελες να μάθεις για την πραγματικότητα, εσύ, ο γραφιάς του και οι αναγνώστες σου.
Τα γράφω αυτά επειδή αυτή η σεβάσμια κυρία της φωτογραφίας, μαθαίνω ότι έχει γνωρίσει τη Μπέτι και τον Τόνι από κοντά, μαθαίνω ότι ξέρει καλά τι σημαίνει Μακρόνησο, τι σημαίνει ΚΚΕ, τι σημαίνει αριστερά, τι σημαίνει να δυσκολεύεσαι να ελπίζεις σε δύσκολους καιρούς.
Τα γράφω ακόμα, επειδή αυτή η σοφή από τα χρόνια κυρία διαβάζει πάντα και διαβάζει επιμένοντας να καταλάβει πάντα. Δεν διαβάζει απλώς για να περάσει την ώρα της (προσέξτε το μολύβι στο τραπέζι, είναι για να υπογραμμίζει κλπ.) διαβάζει επειδή γνωρίζει την αξία των γραμμάτων που την κράτησαν όρθια στα ογδόντα τόσα χρόνια της ζωής της. Δείτε τα χέρια της, μιλάνε για τη γνώση της ζωής. Δείτε την προσήλωσή της (δεν γνωρίζει ότι τη φωτογραφίζουν).
Είναι τιμή μου που αυτή η απολύτως άγνωστή μου γυναίκα (η φωτογραφία έφτασε στα χέρια μου μέσα από παράξενη διαδρομή – έχω την άδεια του φωτογράφου) διαβάζει το βιβλίο με προσοχή. Όταν το τελειώσει με το καλό θα δοκιμάσω να τη γνωρίσω από κοντά. Θα καταγράψω τις αντιδράσεις της με αντίστοιχη φροντίδα εκείνης που αυτή επιφυλάσσει στο βιβλίο. Ναι, είναι κάποιες φορές που η πραγματικότητα είναι πιο πραγματική απ’ ότι τη φαντάζεσαι. Και πιο ελπιδοφόρα.