* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Την επαύριο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με ορθάνοιχτες ακόμα τις πληγές του Ολοκαυτώματος, της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, οι δυτικές κοινωνίες -και όχι μονάχα εκείνες- έλαβαν μια θεμελιώδη απόφαση:
Προορισμός των ανθρώπων είναι η χαρά. Σκοπός της ζωής η απόλαυση. Δεν ερχόμαστε στη γη για να μαρτυρήσουμε, για να υπηρετήσουμε θεούς ή υψηλά ιδανικά ούτε για να εξιλεωθούμε για κάποιο προπατορικό αμάρτημα. Τις μετρημένες δεκαετίες που αντιστοιχούν στον καθένα, καθένας έχει το ελεύθερο να τις περάσει κατά τα γούστα του, σεβόμενος ενδεχομένως τους αντικειμενικούς περιορισμούς και οπωσδήποτε τις επιθυμίες των άλλων.
Μία τόσο ρηξικέλευθη στροφή -η οποία ανέτρεπε χιλιετίες υποταγής σε “ιερές” εντολές λιτότητας, αγνότητας, ταπεινότητας- επόμενο ήταν να μην διατυπωθεί ρητά από κάποια πολιτική ηγεσία. Τι και αν στην Αμερικάνικη κιόλας Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, το 1776, αναφερόταν ως πρωταρχικό και απαραβίαστο δικαίωμα του ανθρώπου η επιδίωξη της ευτυχίας; Δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε έναν πρόεδρο, πρωθυπουργό, πόσω δε μάλλον Πατριάρχη ή Πάπα να απευθύνεται στο ποίμνιο με τους στίχους του Ελύτη: “Τους ζυγούς λύσατε, τα κορίτσια φιλήσατε!”
Ό,τι δίστασε η πολιτική, το έπραξε και με το παραπάνω η τέχνη. Το μήνυμα της απελευθέρωσης από τους καταναγκασμούς και τις προλήψεις πέρασε μέσα από τη μουσική, τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία. Και εκλαϊκεύτηκε -ώστε να φτάσει παντού- από τη διαφήμιση.
Όταν ο Έλβις Πρίσλεϋ -ένας φτωχός λευκός του Αμερικάνικου Νότου- πήδηξε στη σκηνή και λικνίστηκε αισθησιακότατα τραγουδώντας σαν μαύρος, φυλετικές και σεξουαλικές προκαταλήψεις ακαριαία κουρελιάστηκαν. Όταν ο Τζακ Κέρουακ εξέδωσε το “On The Road” -μυθιστόρημα – ποταμό για μια παρέα νεαρών που διασχίζουν με αυτοκίνητα τις ΗΠΑ εκστασιαζόμενοι διαρκώς εμπρός στο θαύμα της ύπαρξης- η μπίτνικ πεζογραφία είχε βρει την ισχυρότερη φωνή της. Όταν οι Μπητλς το είπαν καθαρά και ξάστερα ότι η ευτυχία είναι ένα καυτό όπλο, “Hapinness Is A Warm Gun”, και ο Άντι Γουόρχολ ζωγράφισε στη σειρά την Τζοκόντα, τον Μάο Τσε Τουνγκ και μια κονσέρβα με φασόλια, κάθε σεμνοτυφία, κάθε σοβαροφάνεια είχε κουρελιαστεί.
Δεν ισχυρίζομαι ότι ο κόσμος είχε μπει πλησίστιος στον αστερισμό της ευδαιμονίας. Οι οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις δεν είχαν ασφαλώς γεφυρωθεί. Πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις ξέσπαγαν κάθε μέρα με σφοδρότητα. Λιμοί, περιβαλλοντολογικές καταστροφές τραυμάτιζαν τον πλανήτη.
Εκείνο ωστόσο που διεκδικούσαν οι κοινωνίες και υπόσχονταν οι ηγεσίες ήταν περισσότερη ελευθερία και μεγαλύτερη ευμάρεια. Όχι εκπλήρωση των πεπρωμένων της οποιασδήποτε φυλής ή θρησκείας. Όχι συντριβή και υποδούλωση αληθινών ή κατά φαντασία εχθρών. Η φρίκη του Ναζισμού παραήταν νωπή για να προπαγανδίζονται ψυχωσικά οράματα.
Ούτε ισχυρίζομαι ότι οι άνθρωποι αναζητούσαν τη χαρά τους σε υψηλές αισθητικά ή παράτολμες έστω εμπειρίες. Η κατανάλωση, ίσα-ίσα, αποτελούσε τη δημοφιλέστερη απόλαυση. Ο λαϊκός καπιταλισμός των ρούχων, των μπιχλιμπιδιών, της φιλικής προς τον χρήστη τεχνολογίας -πλυντήρια, σκουτεράκια, game boy- που ακόμα κι όταν έχανε την αίγλη του στη Δύση, τη διατηρούσε αμείωτη στις “νέες χώρες” του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Η ποπ-κουλτούρα είχε προφανώς τις ευτελείς πλευρές και τις παρενέργειες της. Έθιζε μέχρις αποβλακώσης. Στερούσε από τις αποφάσεις του καθενός το βάρος τους. Έκρυβε κάτω από το χαλί το πένθος, τη μελαγχολία, τη μοναξιά, συναισθήματα τα οποία όταν δεν βιώνονται, κακοφορμίζουν. Κατέληγε στην θλιβερή εξίσωση “ζούμε για να δουλεύουμε και να ξοδεύουμε”.
Επρόκειτο ωστόσο για μια χαρισάμενη εποχή. Κανείς δεν ήθελε να σκοτώσει κανέναν. Όλοι αντιθέτως ονειρεύονταν να τους γοητεύσουν όλους, να γίνουν σταρ τουλάχιστον στη γειτονιά τους. Οι επαναστάσεις του μέλλοντος θα ήταν -προφήτευαν οι επαΐοντες- επιστημονικές. Θα απήλλασσαν την ανθρωπότητα από τις αρρώστιες. Θα φρέναραν τη φθορά του γήρατος. Η αίσθηση της ασφάλειας είχε εμπεδωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε γυρίζονταν σωρηδόν ταινίες με εισβολές εξωγήινων. Μόνο τα UFO θα μπορούσαν -νομίζαμε- να μας απειλήσουν. Οι πόλεμοι, χάριν της αδρεναλίνης των θεατών, είχαν μεταφερθεί στα άστρα.
Πότε άρχισε να στραβώνει το πράγμα; Με το θεοκρατικό καθεστώς του Χομεϊνί στο Ιράν το 1979; Με τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου το 1991; Με τους Δίδυμους Πύργους, δέκα χρόνια αργότερα; Και με τις αντιδράσεις -εννοείται- της Δύσης σε όλα τα παραπάνω;
Το γεγονός είναι ότι ο κόσμος στον οποίον γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε έχει σήμερα ανεπανόρθωτα κλονιστεί. Συνθλίβεται μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Σκύλλα η ISIS και οι απανταχού Τζιχαντιστές, Χάρυβδη οι φονταμενταλιστές της Δύσης, που αναρριχώνται ένας-ένας στα ύπατα αξιώματα: Ο Μπόρις Τζόνσον, η Μαρίν Λεπέν, ο Ντόναλντ Τραμπ.
Κοινωνίες που είχαν -εκ των άνω έστω- εκκοσμικευθεί, ξανακυλούν στον μαύρο μουσουλμανικό μεσαίωνα. Πού ακούστηκε στις όχθες του Βοσπόρου να πέφτει ο κόσμος στις ερπύστριες των τανκς κραυγάζοντας “Ο Αλλάχ είναι Μεγάλος”; Πώς γίνεται η ολοκληρωτική επιβολή του Ερντογάν -του πιό αντιδραστικού ηγέτη της Τουρκίας από εποχής Αβδούλ Χαμίτ- να χαιρετίζεται σαν νίκη της δημοκρατίας; Δημοκρατία της σαρίας, οσονούπω και της μπούργκας;
Στην ίδια τη Δύση αναπτύσσονται θύλακες τυφλού μίσους. Κλειστές κοινότητες οι οποίες απεργάζονται την καταστροφή του περιβάλλοντα χώρου τους. Στην πίσω αυλή των κοσμοπόλεων διενεργούνται κλειτοριδεκτομές, διαπαιδαγωγούνται κομάντος αυτοκτονίας. Ο αυτουργός της φρίκης στην Νίκαια μπορεί να μην ανήκε οργανικά στον ISIS, είχε εν τούτοις δηλητηριαστεί ως το μεδούλι από την προπαγάνδα του.
Ποιά θα μπορούσε να είναι η αντίδραση της Δύσης; Σίγουρα όχι η σχετικοποίηση του Κακού. Αυτομαστιγωτικά επιχειρήματα, που ξεκινούν από τις σταυροφορίες και φτάνουν μέχρι την αποικιοκρατία ή τη μαζική εισαγωγή εργατικού δυναμικού από τον κάποτε αποκαλούμενο Τρίτο Κόσμο, θολώνουν απλώς τα νερά. Ασφαλώς και η ζωή στα προάστια του Παρισιού τείνει προς το αβίωτο. Βεβαίως και επιβάλλεται να εφαρμοστεί αποτελεσματικότερη κοινωνική πολιτική. Εάν όμως περιμένουμε να αποδώσει μήπως και υποχωρήσει ο ισλαμικός φανατισμός, θα θρηνήσουμε εν τω μεταξύ αμέτρητα θύματα.
Το κοσμικό κράτος οφείλει να ασκήσει δίχως τύψεις τη νόμιμη βία του υπερασπίζοντας την ανοιχτή κοινωνία. Οι εστίες του μίσους πρέπει να ξερριζωθούν όσο ακόμα κυβερνούν φιλελεύθεροι πολιτικοί. Διότι εάν τους διαδεχθεί η Άκρα Δεξιά, τότε μαζί με τα ξερά θα καούν και τα χλωρά.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr