Μοιάζει παραπλανητικός ο τίτλος αλλά δεν είναι.
Δεν θα σας μιλήσω για μια γκοφρέτα πεσμένη στα τέσσερα…
Θα μιλήσω για μια γκοφρέτα μοιρασμένη στα τέσσερα.
Εδώ και αρκετά χρόνια, όταν πλησιάζουν οι γιορτές του Δεκεμβρίου και της Πρωτοχρονιάς, αγοράζω καμιά τριανταριά γκοφρέτες από το σούπερ μάρκετ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ και τις έχω μέσα σε σακούλα στο αυτοκίνητο.
Με μια παλιά ―αλλά όχι και τόσο σταθερή― άποψη, αποφεύγω την «ελεημοσύνη» όπως οι σκύλοι τα τσιμπούρια. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγώ γλιτώνω πάντοτε από την παρόρμηση να δώσω κάτι σε κάποιον ή κάποιαν ή ότι οι σκύλοι γλιτώνουν από τα τσιμπούρια.
Επειδή όμως είμαι υπέρ των έμπρακτων ―ή «εμπράγματων»― ευχών, θέλησα να βρω ένα υποκατάστατο «δωρεάς», κάτι ανάμεσα σε ευχή και σε «καλή χέρα» ―όπως λένε στην Κρήτη― και ειδικά προς τα «παιδιά των φαναριών». Ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου και εθνικότητας.
Και βρήκα τις γκοφρέτες. Φτηνές, ελληνικές και καλής ποιότητας, από τον Σκλαβενίτη, επειδή αυτές μου φάνηκαν οι πιο καλές σε σχέση ποιότητας με την τιμή τους.
Γιατί διάλεξα γκοφρέτες;
Ίσως επειδή αυτές ταιριάζουν με τη μνήμη των γκοφρετών που μου αρέσουν από παιδί. Μια φορά, Τετάρτη Δημοτικού πήγαινα, είχα αγοράσει με το χαρτζιλίκι μου δέκα γκοφρέτες «ΜΕΛΟ», εκείνες με τις εθνικές ενδυμασίες που τις κολλάγαμε σ’ ένα άλμπουμ (οι «παλαιοί» ίσως θυμούνται…), και τις έφαγα όλες μονοκοπανιά. Ένα δεκάρικο (δραχμές) για ένα γαργαντουικό μπουκούνιασμα και ξελιγούριασμα. Όταν μετά διάβασα στον «Ζορμπά» τού Καζαντζάκη για το πώς ο Αλέξης Ζορμπάς έφαγε έναν κουβά κεράσια και τον έπιασε κόψιμο και του ξεθύμανε το πάθος για τα κεράσια, σκεφτόμουν ότι κάτι ανάλογο έκανα κι εγώ με τις γκοφρέτες. Χωρίς όμως να ξεθυμάνει η επιθυμία μου γι’ αυτές. Ακόμα…
Ας γυρίσω όμως στο σήμερα. Ή μάλλον, λίγα χρόνια πριν από το σήμερα…
Ήταν 22 ή 23 Δεκεμβρίου.
Είχα βγει για δουλειές και ψώνια στην πόλη.
Σ’ ένα φανάρι, που με σταμάτησε το κόκκινο, ήρθε ένας νεαρός ―παιδί σχεδόν― να καθαρίσει τα τζάμια. Αρνήθηκα, επειδή ήταν καθαρά, αλλά άνοιξα το τζάμι και του έδωσα μια γκοφρέτα.
Είχα ήδη κάνει την προμήθειά μου. Σπάνια θα ξοδέψω πάνω από τριάντα γκοφρέτες στην περίοδο των εορτών. Δεν κυκλοφορώ και πάρα πολύ με το αυτοκίνητο…
― Για τις γιορτές που έρχονται, εξήγησα στον ―εμφανώς απορημένο― «μετανάστη».
― Ευχαριστώ, είπε ο μέτοικος και πήγε στο πεζοδρόμιο, στα δεξιά μου.
Εγώ βρισκόμουν εφτά αυτοκίνητα πριν το φανάρι, δεν πρόλαβα να το περάσω και με έκοψε ξανά με κόκκινο.
Γύρισα το κεφάλι και τον είδα που πήγε σε άλλους τρεις συμπατριώτες του, ξετύλιξε την γκοφρέτα και την μοίρασε στα τέσσερα.
Κάτι πολύ δυνατό με χτύπησε «κατά φρένα και κατά θυμόν».
Ανάλογο με το Παλαμικό «ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου»*.
Άνοιξα το δεξί παράθυρο, του συνοδηγού, και κορνάρισα κάνοντας νόημα με το χέρι στον όμιλο των παραθυροκαθαριστών.
Πλησίασε εκείνος που είχε πάρει την γκοφρέτα και μ’ ένα χαμόγελο, που γεφύρωνε τη Μακεδονία με τον Ινδό ποταμό, έσκυψε στο παράθυρό μου.
Έπιασα μερικές γκοφρέτες απ’ τη σακούλα ―έξι, οχτώ; δεν μέτρησα― και του τις έδωσα.
― Για τους φίλους σου και για σένα, είπα.
Είπε πάλι ευχαριστώ και έτρεξε στη συντροφιά του.
Το φανάρι είχε γίνει πράσινο και οι από πίσω μου είχαν αρχίσει να κορνάρουν.
01 Δεκεμβρίου 2017
* Τετράστιχο του Κωστή Παλαμά, από την Ποιητική συλλογή «Ο κύκλος των τετράστιχων»:
Στην αργατιά, στη χωρατιά το χιόνι, η γρίπη, η πείνα, οι λύκοι,
Ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
Χειμώνας άγριος. Κι η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
Ντρέπομαι για την ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου
Σημ. Κ.Α.Μ.: Αν νομίζετε ότι κάνω διαφήμιση στα Σούπερ Μάρκετ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ, δεν κάνετε λάθος. Κι αυτό το κάνω συνειδητά επειδή θεωρώ τη συγκεκριμένη Ελληνική επιχείρηση μια από τις καλύτερες του τόπου μας. Ψάξτε το…
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr