Το κεφάλαιο της προστασίας είναι μεγάλο και πολύ παλιό. Με το πέρασμα του χρόνου μεταβάλλεται-όπως όλα- αλλά δεν εξαφανίζεται. Συνεχίζει να υφίσταται και πολλές φορές γίνεται πρόξενος κακών.
Ας πάρουμε τα πράγματα, όμως, από ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο. Αναφέρομαι στα προ της Επανάστασης χρόνια, όταν οι Τούρκοι διαφέντευαν ακόμη την Ελλάδα.
Οι Τούρκοι, για να αποφύγουν τις κατηγορίες για καταπίεση, αναθέτουν στους πλούσιους Έλληνες τη συγκέντρωση των φόρων. Αυτοί οι «φοροεισπράκτορες» είναι οι γνωστοί μας κοτζαμπάσηδες.
Η φορολογία ήταν συγκεκριμένη, αλλά οι κοτζαμπάσηδες μάζευαν περισσότερα από τον φτωχό πατριώτη τους, φροντίζοντας πάντα να κάνουν ένα δώρο-μπαχτσίς- στον υπόλογο στην Πύλη Τούρκο αξιωματούχο. Με τον καιρό οι κοτζαμπάσηδες γίνονται πολύ πλούσιοι, τόσο που τα πλούτη τους γίνονται πειρασμοί για τον βοεβόδα ή τον πάτρωνά του στην Πόλη. Οι πολυάριθμες διαμαρτυρίες των θυμάτων τους αποτελούσαν ένα θαυμάσιο πρόσχημα για να επέμβουν και να τους τιμωρήσουν. Και τότε, οι κοτζαμπάσηδες στρέφονται σε μια ξένη χώρα και ζητούν την προστασία της, εξασφαλίζοντας τα αγαθά τους και γλυτώνοντας το κεφάλι τους.
Το αντίτιμο της προστασίας είναι ότι από εκείνη τη στιγμή παύουν να έχουν το δικαίωμα της συλλογής των φόρων. Επομένως, αυτός που ζητά προστασία, είναι αυτός που έχει εξασφαλίσει δια βίου την καλοπέρασή του.
Ο άνθρωπος στον οποίο στρέφονταν για να ζητήσουν προστασία ήταν ο αντίστοιχος Υπουργός, που ζητούσε με τη σειρά του από τον Σουλτάνο, σαν δώρο, το βεράτιο(μπαράτ) και το έδινε στον δικαιούχο (μπερατλή, δηλαδή προστατευόμενο).
Η τιμή ήταν υπέρογκη, φυσικά, αφού τα προνόμια ήταν περιζήτητα και μπορούσαν να επεκταθούν στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, και πολλές φορές και στο υπηρετικό προσωπικό τους. Η προστασία ήταν ισόβια.
Οι μπερατλήδες είχαν φορολογικά προνόμια, πλήρωναν δασμό όπως οι ξένοι και συμπεριφέρονταν στους Τούρκους σαν ίσος προς ίσο, αφού φέρονταν σαν πολίτες της χώρας που ζήτησαν προστασία.
«Η παροχή προστασίας αποτελεί έναν από τους κυριώτερους τροχούς στον μηχανισμό της τουρκικής διπλωματίας», μας πληροφορεί ο Άγγλος περιηγητής και γιατρός Άνταμ Νήλ, που ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη το 1805. « Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις που είχαν πρεσβευτές στην Κωνσταντινούπολη, είχαν δικαίωμα προστασίας ενός αριθμού υπηκόων της Πύλης. Κάθε ξένη δύναμη εξασφάλιζε πατέντες προστασίας σε αριθμό ανάλογο με την επιρροή που ασκούσε στο δοβλέτι. Έτσι, π.χ. η Γαλλία και η Αγγλία, που ήταν ισχυρές, είχαν δικαίωμα για 40 πατέντες. Προστασία ζητούσαν Έλληνες, Εβραίοι και Αρμένιοι έμποροι, τραπεζίτες κλπ., που ήθελαν να εξασφαλίσουν τη ζωή και την περιουσία τους και να την πολλαπλασιάσουν με τα επιπλέον προνόμια που τους παρείχε η ξένη χώρα που διάλεγαν».