Όσο για τον Λ., είχε μάθει από τους γονείς του να νικάει τους δισταγμούς ή την ντροπή του όταν ήταν να προσεγγίσει μια κοπέλα που του άρεσε.
«Ευγένεια, χαμόγελο, καθαρά νύχια, καθαρά παπούτσια και καθαρά δόντια. Και πάνω απ’ όλα χιούμορ δίχως ρηχότητα, να την κάνεις να χαμογελάσει. Κι αν σε θέλει, θα βρεθεί ο τρόπος.
Αν πάλι δεν σε θέλει, δεν θα έχει κανέναν λόγο να σε θεωρήσει αγενή, βρομιάρη ή βλάκα».
Αυτές ήταν οι βασικές οδηγίες της μητέρας του.
Κι ο Λ. τις ακολουθούσε κατά γράμμα με θετικό ―τις περισσότερες φορές― αποτέλεσμα.
Στην περίπτωση όμως αυτή, η Φ. ήταν τόσο μαγεμένη από τα κύματα του έρωτα που της έστελναν τα μάτια τού Λ., που ήταν ανήμπορη να καταλογίσει έλλειψη φαντασίας, χιούμορ ή πρωτοτυπίας στον κάτοχό τους. Ποτέ εξάλλου δεν ερωτευόμαστε κάποιον επειδή είναι πρωτότυπος ή επειδή έχει καθαρά νύχια και καλογυαλισμένα παπούτσια. Ούτε ο έρωτας έχει καμιά πρωτοτυπία μετά από τόσους αιώνες γόνιμης κυριαρχίας του στους ανθρώπους κάθε ηλικίας και τάξης. Αλλά αυτό είναι κάτι που προβληματίζει τους ερωτευμένους τόσο, όσο το Πυθαγόρειο θεώρημα μπορεί να προβληματίσει ένα τριγωνικό σκαμνί για την ύπαρξή του.
― Θα ήθελα να ήμουν η Άνοιξη για να σε κάνω να ανθίζεις με κάθε μου χαμόγελο! απάντησε τολμηρά ο Λ., συνεχίζοντας να χαμογελάει.
― Μαζί σου, μπορώ να μάθω να ανθίζω και με το απαλό χάδι του χιονιού! ανταπόδωσε η Φ. αντλώντας και πάλι από το ανεξάντλητο απόθεμα των απαντήσεών της.
― Θα γίνομαι κι εγώ, κυρά μου, δυνατός αέρας για να διώχνω το χιόνι που θα τολμάει να σε χαϊδεύει! Ήλιος θα γίνομαι να το λιώνω και να σε ζεσταίνω με τις ακτίνες μου, που απλόχερα θα σου χαρίζω! Και συ θα είσαι η πλάση που θα με κάνεις άξιο να υπάρχω!
― Α! Κύριέ μου! Πώς είναι δυνατόν η πλάση να κάνει τον Πλάστη της άξιο να υπάρχει;
Αυτό ήταν!
Ένα αριστοτεχνικό παιχνίδι πινγκ-πόνγκ με μερικές ανάλαφρες και κενές ολοστρόγγυλες φράσεις που μπορείς να τις γεμίσεις με την αγάπη μιας ολόκληρης ζωής ή με τη σύντομη ζωή ενός δυνατού αλλά εφήμερου έρωτα.
Και το παιχνίδι ξεκινάει. Τα σώματα είναι έτοιμα να πλησιάσουν το ένα το άλλο, τα χείλια να καλύψουν την απόσταση που τα χωρίζει και τα τέσσερα χέρια να μην έχουν κενό μεταξύ τους. Καθώς η φύση απεχθάνεται τα κενά και φροντίζει πάντα να τα γεμίζει με ύλη, με ενέργεια, με ακτινοβολία ή με χάδια, φιλιά και ερωτική χαρά.
Οι δυο νέοι βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη πιασμένοι στα σφιχτοπλεγμένα δίχτυα τού έρωτά τους που τους τύλιγε σαν κληματαριά, πλούσια σε ζουμερούς καρπούς και μεθυστικές υποσχέσεις και ρίζωνε μέσα τους και βάθαινε με κάθε τους κοίταγμα, με κάθε χαμόγελο και με κάθε τους λέξη και μεγάλωνε τρίζοντας, όπως τα καρπούζια και τα αγγούρια μετά από κάθε πότισμα το κατακαλόκαιρο.
(Απόσπασμα από αδημοσίευτο μυθιστόρημα)