Στο αεροπλάνο. Κάθεται δίπλα μου. Τον βλέπω φοβισμένο. Σφιχτά δεμένος με τη ζώνη ασφαλείας. Να τρέμει σχεδόν. Η ανάσα του είναι κομμένη. Κοιτάζει από το παράθυρο έξω. Ανυπομονεί να έρθει η ώρα της απογείωσης. Να γίνει κι αυτό και ο θεός βοηθός, λέει. Τον ρωτώ: Έχετε υψοφοβία; Πρώτη φορά μπαίνετε σε αεροπλάνο; Όχι, η δεύτερη μου απαντά. Η πρώτη ήταν πριν δέκα μήνες που έφυγα από τη Λειβαδιά για τη Γερμανία, το Αννόβερο.
Αρχίζει να παίρνει θάρρος. Τον αφήνω να μου ξεδιπλωθεί. “Να… κοίτα, δουλεύω σε μια πιτσαρία ενός καλού ανθρώπου Έλληνα 16-18 ώρες σερί, χωρίς ρεπό. Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος, με πληρώνει καλά. Σαράντα ευρώ τη μέρα. Κάθισε λοιπόν και υπολόγισε: σαράντα ευρώ επί τριάντα ημέρες καθαρά στο χέρι χίλια διακόσια. Είμαι τυχερός. Κανένας Έλληνας δεν βγάζει αυτά τα χρήματα. Και δεν είναι μόνο αυτό. Εκεί τρώω, στη σοφίτα του κοιμάμαι και στους δικούς μου στέλνω ακόμα”.
Έχει τελειώσει το Οικονομικό της Πάτρας αλλά δουλειά πουθενά. Δεν τον νοιάζει που δεν είναι ασφαλισμένος, δεν τον νοιάζει να μάθει τη γλώσσα, δεν την χρειάζεται εξ άλλου, όλη τη μέρα στην κουζίνα δουλεύει. Αλλά και να ήθελε να την μάθει δεν έχει χρόνο. Η Ελλάδα του λείπει πολύ. Μια άδεια δυο μηνών του έδωσε το αφεντικό για να βγάλει και το δίπλωμα για να μπορεί να μοιράζει και πίτσες. Με αυτόν τον τρόπο σίγουρα τα σαράντα ευρώ μπορεί να γίνουν και πενήντα.
Αν χαίρεται η μάννα του; Όχι, δεν το ξέρει πού δουλεύει, θέλει να της κάνει έκπληξη. Αν νοστάλγησε τα φαγητά της; Όχι, μόνο τα πιτόγυρα νοστάλγησε. Αν τον περιμένει κάποιος; Ναι, ο φίλος του ο κολλητός.
Πρώτη στάση για πιτόγυρα μετά θα τραβήξουν για τη Λειβαδιά.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author