Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις
Θα έχετε αναρωτηθεί, φαντάζομαι, ποιοί είναι αυτοί που κάθονται και σπάζουν το κεφάλι τους για να δημιουργήσουν τα, λεγόμενα, ανέκδοτα με τα οποία εμείς οι υπόλοιποι γελάμε, άλλοτε πολύ ή άλλοτε λιγότερο!
Νομίζω ότι δεν υπάρχουν, ή αν υπάρχουν είναι πολύ λίγοι, συνιστώντας αμελητέο ποσοστό του γενικού πληθυσμού.
Τα ανέκδοτα τα σκαρφίζεται, νομίζω, η ίδια μας η ζωή, συχνά ερήμην ημών!
Τις περισσότερες φορές, μας τα σερβίρει ανεπεξέργαστα, τις λιγότερες, τα αναθέτει σε κάποιους να τα «ρετουσάρουν», πριν τα προωθήσει στην κατανάλωση!
Για έναν λαό, δε, πολυμήχανο σαν τον δικό μας αυτή η δουλειά είναι πανεύκολη!
Με αφορμή μία σκηνή που μας διηγήθηκε κάποτε ένας φίλος από τα φοιτητικά μας χρόνια και που, πες, πες, πες, κατέληξε να «ανεκδοτοποιηθεί», θα σας πω μια σειρά από πανομοιότυπες ιστορίες, που έχουν κοινό στοιχείο την καταλυτική μας ανάγκη, σαν λαός, αλλά και την απίστευτη ικανότητά μας, για επικοινωνία!
Σας προειδοποιώ, επαναλαμβάνοντάς το: Οι ιστορίες είναι πανομοιότυπες, με μηχανισμό παραγωγής του γέλιου, ακριβώς τον ίδιο, με καρμπόν θα ‘λεγα, και δεν θα προσπαθήσω καν να τις αλλοιώσω για να μην σας κουράσω με την επανάληψη!
Η ζωή επαναλαμβάνεται και συχνά αναπαράγεται, άλλοτε βαρετά κι άλλοτε όχι.
Το ίδιο και οι ιστορίες της.
Εσείς θα κρίνετε:
1. Ο ΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΑΣ:
Κάποτε, σχεδόν προ Χριστού, τα τρόλεϊ είχαν εισπράκτορες.
Αληθινούς, ανθρώπινους εισπράκτορες‧ όχι μηχανάκια ακύρωσης εισιτηρίων.
Καθόντουσαν σε ειδική θέση δίπλα στην πίσω πόρτα απ’ όπου γινόταν αποκλειστικά η επιβίβαση των επιβατών, με τις στολές τους, με τα πηλίκιά τους, αν θυμάμαι καλά, με τις θήκες για την ταξινόμηση και εύκολη χρήση των κερμάτων, τέλος πάντων, αληθινοί εισπράκτορες!
Σ’ ένα τέτοιο τρόλεϊ, λοιπόν μπαίνει ένας κλασικός τουρίστας, (βαρύ σακίδιο πλάτης, μακρύ, λιγδωμένο μαλλί, γένια, σανδάλι, ταλαιπωρημένα ρούχα, κ.λπ.).
Μόλις φθάνει η σειρά του, στέκεται εμπρός στον εισπράκτορα, φανερά ανήσυχος μήπως και δεν γίνει κατανοητός και, με έντονη αγγλική προφορά, του λέει συλλαβιστά:
«Syn-ta-gma, Syn-ta-gma!»
Ο εισπράκτορας, καλό ανθρωπάκι, έχει κι αυτός, απ’ την μεριά του, την αγωνία πώς θα επικοινωνήσει με τον ξένο εις τρόπον ώστε να τον κατευθύνει και να τον κάνει να αισθανθεί όσο γίνεται ασφαλέστερα!
Δεν κωλώνει, όμως, και του λέει, εξ ίσου συλλαβιστά, με ελληνικότατη προφορά αλλά και με την πεποίθηση, ή ας πω καλύτερα, με την ψευδαίσθηση, ότι ο τουρίστας τον καταλαβαίνει:
«Πιο-κά-τω, Πιο-κά-τω! Ε-γώ-θα-σου-πω, Πιο-κά-τω!»
Η όλη προσπάθεια συμπληρώνεται από την χαρακτηριστική, επαναλαμβανόμενη, κυκλική κίνηση του δεξιού χεριού, από πίσω προς τα πάνω και εμπρός, που ενισχύει την έννοια τού «Πιο κάτω».
Ελπίζω να μην δυσκολευθείτε να οπτικοποιήσετε την σκηνή!
Έχω γελάσει πολλές φορές μ’ αυτήν την ιστορία, αλλά έχω γελάσει πάντα με πολλή τρυφερότητα για τον ευσυνείδητο υπάλληλο των συγκοινωνιών μας, που πάσχιζε με κάθε τρόπο να βοηθήσει τον ξένο, άσε που, στην παρέα μας, η συγκεκριμένη ατάκα έχει πάρει, πλέον, θέση κοινότοπης παροιμίας:
«Πιο-κά-τω, ρε φίλε, Πιο-κά-τω!»
2. ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ, ΤΑΞΙΔΙΟΝ
Πες, πες, πες για τον εισπράκτορα, θυμήθηκε ένας κουμπάρος μου μιάν ανάλογη ιστορία:
Η ηλικιωμένη μανούλα του, δεινή νοικοκυρά και μαγείρισσα, δεν είχε βγει, ποτέ στην ζωή της, έξω από την γειτονιά της!
Έστω για ένα ταξιδάκι, έστω και κοντινό! Ούτε λόγος!
Με τα πολλά, την έπεισαν, κάποια στιγμή, να πάει να βρει κάποιους συγγενείς της στην Αίγινα, ή στο Αγκίστρι, δεν θυμάμαι καλά, παρ’ όλο που δεν έχει καμία σημασία, αφού η γιαγιά, όπου και να πήγαινε, είχε χρεωθεί το συγκεκριμένο ταξίδι ως …υπερατλαντικό!
Πολυήμερη προετοιμασία, λοιπόν, η οποία συμπεριέλαβε και την παρασκευή μιάς τεράστιας τυρόπιτας, την οποία κουβάλησε, κομμένη σε κομμάτια, μέσα στο ταψί της, μαζί με τις υπόλοιπες αποσκευές της!
«Πού ξέρεις, μπορεί να πεινάσω στο βαπόρι!», θα σκέφθηκε (προφητικά)…
Ξεκινάει ο πλους, κάθεται η γιαγιά στο κατάστρωμα, την χτυπάει και το θαλασσινό αεράκι, έ, όσο να ‘ναι, της ήρθε μια λιγούρα!
Βγάζει το ταψί από την σακούλα, παίρνει ένα γενναίο κομμάτι κι εκεί που είναι έτοιμη να το χάψει, βλέπει απέναντί της δύο τουρίστριες από τον Βορρά, δεν μας νοιάζει από πού ακριβώς, να την κοιτούν και, φαντάζομαι, να τους τρέχουν τα σάλια!
Μια και δυό η γλυκιά η γριούλα, παρατάει το κομμάτι της σε μιάν άκρη, βγάζει άλλα δύο κομμάτια από την ταψάρα και τους τα προσφέρει, χαμογελώντας! (δεν ξέρω βρε παιδιά, έτσι όπως περιγράφω την σκηνή, μού ‘ρχεται βούρκωμα‧ με συγκινεί πολύ αυτή η ταπεινή και, συνάμα, μεγαλειώδης ράτσα μας!)
Οι κοπέλες, εννοείται, έχουν πάθει την πλάκα τους, δεχόμενες το αναπάντεχο κέρασμα και η γιαγιά μας, γυρνάει πολύ φυσικά και, κουνώντας μπρός-πίσω τα χέρια της με ανοικτές και στραμμένες τις παλάμες προς τα κάτω, ανοιγοκλείνοντας τα δάκτυλα, (όπως κάναμε «πλάθω κουλουράκια» όταν ήμασταν παιδιά), τους λέει σε άπταιστα Ελληνικά, συλλαβιστά κι αυτή, ακριβώς όπως έκανε κι ο εισπράκτορας της προηγούμενης ιστορίας μας:
«Τυ-ρό-πι-τα! Τυ-ρό-πι-τα! Με-τα-χε-ρά-κια-μου,
Φύλ-λο! Με-τα-χε-ρά-κια-μου!»
Οι δύο ξανθούλες μπορεί να μην ήξεραν γρι Ελληνικά, αλλά ήξεραν πόσο νόστιμη ήταν η τυρόπιτα της γιαγιάκας!
Μέσα στο βούρκωμα, μού φεύγει άλλο ένα πολύ τρυφερό, γέλιο!
Άρα, οι ιστορίες έγιναν ήδη δύο, μέσα στο σετ, κι έτσι, όποτε διηγούμαι τον εισπράκτορα, κοτσάρω από δίπλα και την χειροποίητη τυ-ρό-πι-τα της μαμάς του κουμπάρου μου!
3. Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ
Πριν καλά-καλά καταλαγιάσουν τα γέλια, να ‘μαστε, αρκετόν καιρό μετά, στο λιμάνι του Πειραιά, όπου περιμένουμε να καταπλεύσει το πλοίο, να αποβιβασθούν οι επιβάτες που φέρνει, για να επιβιβασθούμε εμείς για Σύρο, όπου μας περιμένουν οι άλλοι μας κουμπάροι!
Είναι Αύγουστος και γίνεται της κακομοίρας από κόσμο!
Περιμένοντας, έχει αρχίσει να μαζεύεται μεγάλο πλήθος, όλες οι φυλές του Ισραήλ, που λένε, έχει και την σχετική καθυστέρησή της η άφιξη, (δεν υπάρχει Αύγουστος χωρίς καθυστερημένη άφιξη), αρχίσαμε να κουραζόμαστε όλοι μας.
Εννοείται ότι η αναμονή δεν λαμβάνει χώρα με την μορφή μιάς πειθαρχημένης, τακτικής «ουράς», αλλά με την μορφή μιάς πυκνής, πολύχρωμης-πολύβουης μάζας, απλωμένης σαν χαλί, με τον έναν να στριμώχνεται πάνω στον άλλον…
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, (σάς προϊδεάζω), όποιος είναι ψύχραιμος και στοιχειωδώς εφευρετικός, βρίσκει τον τρόπο να ταλαιπωρηθεί όσο λιγότερο γίνεται!
Εμείς έχουμε «ενοποιηθεί», (ας το πω έτσι, για να μην το πω «σαρδελοποιηθεί»), με μια ομάδα νεαρών, ευγενέστατων Ιταλών και με μιαν ηλικιωμένη Ελληνίδα κυρία.
Οι νεαροί, ψύχραιμοι και στοιχειωδώς εφευρετικοί, τι κάνουν; Χρησιμοποιούν τις βαλίτσες τους σαν πρόχειρα καθίσματα!
Η κυρία, όμως, έχει μια μαλακή βαλιτσούλα που δεν προσφέρεται για μια τέτοια χρήση και αναγκάζεται να μείνει όρθια, κοιτώντας, εννοείται, τους καθιστούς νεαρούς με φανερή ζήλια!
Μόλις, αυτοί, το αντιλαμβάνονται, (διαβάζοντας την γλώσσα του σώματος της κυρίας, διότι η κυρία από Ιταλικά γρι και τα Ιταλιδάκια, από Ελληνικά γρι), σηκώνονται αμέσως, όλοι τους, και προσφέρουν προθυμότατα την θέση τους στην γυναίκα!
Χωρίς χρονοτριβή, στρογγυλοκάθεται εκείνη, ανακουφισμένη, πάνω σε μία βαλίτσα τους, ευχαριστώντας τους μ’ ένα λιτό, αλλά εκφραστικό, νεύμα, ενώ συνεχίζει να τους κοιτάζει έντονα στα μάτια, σαν να θέλει, κάτι παραπάνω να τους πει!
Όντως, θέλει κάτι παραπάνω να τους πει, και μάλιστα, με μιαν έκφραση, τολμώ να πω, μέχρι και απολογητική!
Και τους το λέει!
Έτσι ακριβώς όπως της έρχεται εκείνης, να τους το πει!
Ξέρουν-δεν-ξέρουν Ελληνικά!
Κουνώντας το χέρι της πέρα δώθε στην κοιλιά της, με την παλάμη στραμμένη προς τα πάνω και με την κόψη του χεριού κάθετα προς το κοιλιακό τοίχωμα, όπως κινεί ο κοντρα-μπασίστας το δοξάρι του, ή όπως ακριβώς κάνουμε όταν θέλουμε να πούμε «μ’ έκοψε λόρδα», τούς λέει, πάντα συλλαβιστά, στην ίδια διάλεκτο, και με την ίδια, ελληνικότατη, προφορά τού φιλότιμου εισπράκτορα και τής αταξίδευτης γιαγιάς με την τυ-ρό-πι-τα:
«Χει-ρουρ-γη-μέ-νη! Χει-ρουρ-γη-μέ-νη!»
Παράλληλα, κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι της, με μιαν έκφραση αυτολύπησης, σαν να τους λέει: «είδατε τι έπαθα, εγώ, η καημένη!»
Άρα, από ηθικής απόψεως, είχε μεγάλη σημασία για την κυρία, να εξηγήσει για ποιόν λόγο δέχθηκε τόσο εύκολα να καθίσει πάνω στις βαλίτσες των νεαρών Ιταλών, διότι “εμείς, εδώ στην Ελλάδα, αν δεν έχουμε σοβαρή αιτία, δεν κάνουμε τέτοια πράγματα, βρε παιδί μου!”
Αλλά ας μην μείνουμε στο τρία-μηδέν!
Συμπληρώνω την τετραλογία:
4. ΠΟΙΑ GPS KAI ΜΑΛΑΚΙΕΣ!
Ταξιτζής, σταματημένος σε φανάρι.
Τουρίστας, αγγλόφωνος κι αυτός, τρεχάτος, φουριόζος και μάλλον χαμένος, τον πλησιάζει και τον ρωτάει εναγωνίως:
«Ma-kry-yia-ni! Ma-kry-yia-ni?»
Ο ταξιτζής, από το ανοικτό παράθυρο του αυτοκινήτου, με τον αντίχειρα σηκωμένο να δείχνει προς τα πίσω, πάντα συλλαβιστά, για να βεβαιωθεί ότι γίνεται κατανοητός, τού απαντάει, όχι ακριβώς με αμιγώς Ελληνική λέξη, αλλά ούτε και με αμιγώς Ελληνική προφορά:
«Α-νά-πο-ντα! Α-νά-πο-ντα!»
Τέσσερα-μηδέν!
Ε, δεν παιζόμαστε, σας τό ‘πα:
Δεν-παι-ζό-μα-στε!
Ανατρέχοντας στις παραπάνω ιστορίες, παρασύρθηκα, αβίαστα, σε κάποιους συλλογισμούς:
Κατ’ αρχήν, έχουν τόσα κοινά μεταξύ τους που, όταν θυμάμαι την πρώτη, μού ‘ρχονται, συνειρμικά, στο μυαλό κι όλες οι υπόλοιπες, η μία μετά την άλλη!
Το πρώτο που μού έρχεται να κάνω, είναι ν’ αναρωτηθώ μήπως τελικά δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι ιστορίες αυτές αποκαλύπτουν έναν κοινό μηχανισμό πρόκλησης του γέλιου.
Μήπως τα κοινά αυτά χαρακτηριστικά που τις ενοποιούν είναι και κάποια γενικότερα χαρακτηριστικά του λαού μας;
Για παράδειγμα:
Γίνεται ξεκάθαρο ότι δεν πτοώμεθα από τεχνικές λεπτομέρειες του τύπου «…δεν ξέρω ξένες γλώσσες!», άρα και δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας, σ’ αυτές τις περιστάσεις, να μείνουμε κλεισμένοι στο καβούκι μας, φανερώνοντας έτσι στους άλλους ένα μειονέκτημά μας!
Αντίθετα, εκτιθέμεθα και βουτάμε μέσα σ’ όλα, επιστρατεύοντας προς τούτο, όλη μας την εφευρετικότητα!
Εφευρετικότητα: Η λέξη-κλειδί!
Πρόκειται για ένα γνώρισμά μας που είναι, ταυτόχρονα, το μεγάλο μας πλεονέκτημα, σε καιρούς δύσκολους, αλλά και το μεγάλο μας κουσούρι όταν, στα εύκολα, υπό συνθήκες «ομαλότητας», μάς καταλαμβάνει, χαλαρούς και αραχτούς, αυτό το «κάτι» που μας ωθεί να μηχανευτούμε τις γνωστές μας (κουτο)πονηριές!
Όπως και να ‘χει, με εργαλείο αυτήν, ακριβώς, την εφευρετικότητά μας αυτοσχεδιάζουμε και, αυτοσχεδιάζοντας, θαυματουργούμε αιφνιδιάζοντας τους πάντες!
Επιστρέφω στους πρωταγωνιστές των ιστοριών μας, για να επιχειρήσω, λίγο αυθαίρετα, μια πρόχειρη σημειολογική προσέγγιση στις λεκτικές τους εκφράσεις:
Κοινός παρονομαστής, η λακωνική περιεκτικότητά τους, (βαυκαλίζομαι με την ιδέα ότι θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε στην δωρική συνιστώσα του ενδόξου παρελθόντος μας!):
Μη έχοντας την πολυτέλεια για τζιριτζάντζουλες, περιορίσθηκαν όλοι οι ήρωές μας στα απολύτως απαραίτητα, τόσο, όσο για να στείλουν αυτούσιο το μήνυμά τους!
Κρίνοντας πολύ αυστηρά, ίσως, ο μόνος που «πλάτειασε» να ήταν ο εισπράκτορας! Θα μπορούσε, ας πούμε, να είχε παραλείψει το «…εγώ θα σου πω…», αλλά και πάλι , δεν μπορούμε να τον μεμφθούμε ως φλύαρο!
Η γιαγιά στο πλοίο, τα είπε όλα όσα ήθελε, περιοριζόμενη σε λέξεις-κλειδιά: «…τυρόπιτα, φύλλο, χεράκια μου…», αλλά βέβαια, με την ανάλογη κινησιολογική υποστήριξη!
Η χειρουργημένη πάλι, είπε ελάχιστα μεν, δηλαδή τα άκρως απαραίτητα, αλλά, και αυτή, τα στήριξε με την υπόλοιπη «παράσταση» που έδωσε!
Τέλος, ο ταξιτζής, εκπροσώπησε κι αυτός το άκρον άωτον της λακωνικότητας!
Και όχι μόνον:
Χωρίς να διστάσει καθόλου, μπήκε στον κόπο ν’ αντικαταστήσει, ο αθεόφοβος, ένα ελληνικότατο δέλτα με ένα αγγλικότατο ντι σε μια, πέρα για πέρα, ελληνική λέξη, για να προσεγγίσει αποτελεσματικότερα τον Εγγλέζο!
Έτερο κοινό στοιχείο που εντόπισα είναι το αυθόρμητο «τέχνασμα» της επανάληψης, στο οποίο κατέφυγαν όλοι τους, με σκοπό να ενισχύσουν εμφατικά αυτό που έλεγαν: «…πιό κάτω(x2), …τυρόπιτα(x2), …χειρουργημένη(x2), …ανάποντα(x2)!»
Άλλο κοινό χαρακτηριστικό τους, είναι ο τονισμένος συλλαβισμός των λέξεων που παραπέμπει στο εξής προέχον μήνυμα:
“Να μην, (μάς) μείνει η παραμικρή αμφιβολία ότι, με δεδομένη την ιερότητα του καθήκοντος που αναλάβαμε, εξυπηρετήσαμε τους ξένους μας, διευκολύνοντάς τους όσο καλύτερα μπορούσαμε. Να κοιμηθούμε δηλαδή το βράδυ με την συνείδησή μας ήσυχη!”
Συνοψίζοντας, αναρωτήθηκα:
Τι ακριβώς προβάλλουν και τονίζουν όλα τα παραπάνω σκηνικά;
Απαντώ, απερίφραστα, στον εαυτό μου και μην με κατηγορήσετε ότι υποπίπτω στο ατόπημα της περιαυτολογίας, ως Έλλην:
– Την τρομερή μας ανάγκη, αλλά και ικανότητα, για επικοινωνία, (το έγραψα και στην αρχή αυτού του κειμένου)
– Την επιμονή μας να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα,
– Την εντυπωσιακή ευφυΐα μας, (modesty apart),
– Τα απίστευτα αντανακλαστικά μας,
– Την έμφυτη ευγένειά μας,
– Τον απόλυτο σεβασμό μας προς την έννοια της φιλοξενίας και, τέλος,
– Την ανάδειξη τού, με κοπιράιτ, αποκλειστικά ελληνικού χαρακτηριστικού μας, του Φιλότιμου!
Με Φι Κεφαλαίο…
Κλείνοντας, η, (εντός μου), ορχήστρα ανακρούει τον Εθνικό μας Ύμνο…
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr