― Δεν σε θέλω εδώ.
― Το ξέρω.
― Το ξέρεις αλλά μου κουβαλήθηκες.
― Δεν είχα πού αλλού να πάω.
― Δεν φταίω εγώ γι’ αυτό…
― Το ξέρω. Και σε συγχωρώ.
― Με συγχωρείς; Εσύ εμένα;
― Ναι. Εγώ, εσένα.
― Εγώ δεν έκανα τίποτα. Άλλοι σου φταίνε.
― Και γι’ αυτό σε συγχωρώ.
― Που δεν σου έκανα τίποτα;
― Ναι. Κι ας ξέρεις…
― Τι ξέρω;
― Όσα πρέπει. Ότι άλλοι φταίνε.
― Μα τι λες; Τι ξέρω εγώ;
― Κοντά είσαι. Έπρεπε να ξέρεις…
― Γιατί, εσύ ήξερες;
― Εγώ έμαθα όταν ήταν αργά, όταν έπρεπε να φύγω.
― Και σου φταίω εγώ γι’ αυτό;
― Δεν είπα ότι φταις, αλλά δεν θέλεις να μάθεις; Πριν να είναι αργά και για σένα;
― Να μάθω τι; Και πώς να το μάθω;
― Ρώτα με. Τώρα ξέρω πιο πολλά.
― Δεν θέλω να μάθω τίποτα από σένα. Θέλω να φύγεις.
― Αν φύγω χωρίς να σου πω, θα πάθεις ό,τι έπαθα.
― Με φοβερίζεις; Δεν είμαστε το ίδιο…
― Ναι, έτσι έλεγα κι εγώ…
― Για ποιους το έλεγες;
― Για τους άλλους, τους πιο πέρα από μένα… Τους πιο πριν από μένα.
― Και τι θέλεις τώρα;
― Να μάθεις από μένα… Να μάθεις τι θέλεις να κάνεις, τι μπορείς να κάνεις, τι πρέπει να κάνεις, τι δεν πρέπει να
κάνεις.
― Μα, για ποιο πράγμα;
― Για όλα. Για μένα, για σένα, για τον τόπο σου, για όλο τον κόσμο…
― Δεν με νοιάζει όλος ο κόσμος. Οι δικοί μου με νοιάζουν…
― Κι εγώ δικός σου είμαι… Ξεχνάς μου φαίνεται…
― Τι ξεχνάω;
― Ξεχνάς αυτά που έχεις πει, αυτά που έχεις διαβάσει, αυτά που γιορτάζεις το Πάσχα…
― Δεν ξεχνάω… Αλλά κάθε πράμα έχει όρια. Δεν είμαι ο Χριστός.
― Δεν χρειάζεται να είσαι ο Χριστός. Θυμήσου τους παλιούς δικούς σου. Που ήρθαν παλιά στα μέρη μου. Και τους
άλλους, τους πιο δικούς σου. Που ήρθαν πάλι εδώ από τα κοντινά μου μέρη.
― Αυτά πέρασαν…
― Ρώτα τη γιαγιά σου αν πέρασαν…
― Δεν ζει η γιαγιά μου…
― Ρώτα αυτούς που ζουν, αυτούς που θυμούνται. Διάβασε… Ξαναδιάβασε…
― Καλά, εντάξει. Οι γέροι και τα βιβλία θυμούνται πολλά. Τώρα όμως τι γίνεται… Εσύ μπορεί να κουβαλάς
αρρώστειες.
― Μια αρρώστεια κουβαλάω… Και δεν είναι μόνο δικιά μου. Όλος ο πλανήτης την έχει κι έχει πολλά ονόματα. Φτώχεια
τη λένε και αδικία και πόλεμο και αμορφωσιά και μισαλλοδοξία και απληστία και απελπισία και πολλά άλλα…
― Κι εγώ φτωχός είμαι.
― Μπροστά σε μένα είσαι πάμπλουτος… Και μη μου κλαίγεσαι…
― Δεν σου κλαίγομαι. Αλλά δεν μπορώ και να στερηθώ για σένα. Τα χρειάζομαι για τα παιδιά μου.
― Έχω κι εγώ παιδιά. Και δεν θέλω να στερηθείς τα απαραίτητα, όπως εγώ… Να με ακούσεις θέλω. Να μάθεις. Όχι για
να με λυπηθείς… Αλλά για να μην πάθεις τα ίδια…
― Και νομίζεις ότι αν σε ακούσω θα εμποδίσω εγώ το κακό;
― Δεν είπα κάτι τέτοιο.
― Τότε;
― Αν με ακούσεις μπορεί να μάθεις εσύ, να μάθουν και άλλοι.
― Και τότε;
― Πολλοί μαζί, μπορούμε ίσως να εμποδίσουμε το κακό. Αλλά πρέπει να με ακούσεις. Και πρέπει να με ακούσουν
πολλοί. Δεν μπορώ μόνος μου. Δεν θέλω να είμαι μόνος μου. Το καταλαβαίνεις; Δεν είμαι τόσο δυνατός…
― Ούτε κι εγώ…
― Ε, γι’ αυτό σου λέω. Άκουσέ με! Και μετά, μίλα! Μίλα! Σε άλλους, και σε άλλους, και σε άλλους… Σε πολλούς! Δεν
αντέχεται όλο αυτό!
― Δεν αντέχεται… Το ξέρω. Αλλά δεν είναι τωρινό. Και δεν φταίω εγώ…
― Μην αρχίζεις πάλι… Όσο δεν με ακούς, θα φταις κι εσύ. Και δεν είμαι άγιος για να τους συγχωρέσω όλους! Δεν
είμαι τόσο καλός για να σε συγχωρέσω. Αν δεν με ακούσεις…
― Με απειλείς;
― Παρ’ το όπως θέλεις… Να με ακούσεις θέλω.
― Καλά… Μίλα. Σε ακούω…
16 Απριλίου 2015