Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Μπόμπιρες δριμύτεροι, του Γιάννη Στουραΐτη

Spread the love

Γιάννης Στουραΐτης

b5c927b0f77a27b81fd38b65df5f2fbf_L.jpg

Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις

PANE DI CAPO – AT RHODES – ΣΤΗ ΡΟΔΟ – ΤΗΛ: 22410-69007

Περί ρατσισμού

Του Δημήτρη, του αθώου και υπάκουου…

Ξεκινώ πάλι με κλισέ:

Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ρατσιστές, ούτε ομοφοβικοί, ούτε σεξιστές.

Γίνονται.

Δεν θα διαφωνήσω, και θα διορθώσω συμπληρώνοντας:

Δεν γίνονται.

Τους κάνουμε εμείς με την αγωγή που τους δίνουμε.

Και αγωγή δεν σημαίνει απαραίτητα, ή μόνον, ό,τι τους λέμε δίκην κηρύγματος, αλλά και, κυρίως, τι παράδειγμα τους δίνουμε με την στάση ζωής μας.

Και, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι μπόμπιρες είναι δεινοί παρατηρητές!

Τι μ’ έπιασε πάλι και άρχισα τις αμπελοφιλοσοφίες;

Να, θυμήθηκα τότε που ζούσαμε μόνιμα σ’ ένα νησάκι του Αργοσαρωνικού και η ευρύτερη οικογένεια είχε «καταλάβει» μια πευκόφυτη πλαγιά, στην οποία κατοικοεδρεύαμε κι εμείς.

Φρέσκοι γονείς, τότε, όλοι μας, είχαμε κάμποσα πιτσιρίκια που τα μεγαλώναμε στην γειτονιά, σχεδόν υπό όρους κοινοβίου.

Μην φανταστείτε τίποτε «προχωρημένα» μοντέλα που θα μπορούσαν να σοκάρουν την συντηρητική μας κοινωνία, απλώς τα σπίτια μας ήταν το ένα δίπλα στ’ άλλο, εκατέρωθεν του δρόμου και έτσι ήταν αναπόφευκτο να μοιραζόμαστε τις ζωές μας, γεγονός, άλλοτε πολύ χρήσιμο και ιδιαίτερα ευχάριστο κι άλλοτε αρκετά προβληματικό.

Μ’ άλλα λόγια η αληθινή ζωή, έξω από τα βιβλία και τον κινηματογράφο!

Γύρω μας βούιζε σαν κυψέλη, η λιλιπούτεια ομήγυρη αποτελούμενη από τα παιδιά μας, κάτι κούτσικα ηλικίας από 3 μέχρι, το πολύ, 6 χρονών. Αυτό ήταν το ευχάριστο, ενώ το πολύ χρήσιμο ήταν ότι αυτά να νινιά μεγαλώνανε όλα μαζί, με τις φροντίδες μας που, εκ περιτροπής, χωρίς αυστηρά προκαθορισμένη σειρά, τους παρείχαμε (τάισμα, baby-sitting, baby ξε-shiting, βόλτες, νανούρισμα, κ.λπ.)!

Να ‘μαστε λοιπόν, σε μια βόλτα στον πευκόφυτο λόφο με το χαρούμενο τσούρμο μας!

Aνεβαίνοντας τον λόφο, δεν ξέρεις τι θ’ αντικρύσουν τα μάτια σου όταν φθάσεις στην κορυφή, κι εμείς, κατακτώντας την κορυφή του, (ούτε στο Έβερεστ να πηγαίναμε!), αποκτήσαμε οπτική επαφή με μία κοιλάδα στην οποία ξετυλίγονταν ένας άλλος κόσμος, μακρινός και συνάμα κοντινός, που απλωνόταν στα πόδια μας σε αρκετά μεγάλη έκταση.

Η πρώτη αντίδραση, κλασσικά, είναι ένα «ουάου», έκπληξης και θαυμασμού, λόγω της, αφ’ υψηλού, θέας αλλά και της αιφνίδιας αποκάλυψης του καινούργιου τοπίου!

Μετά αρχίζεις να παρατηρείς τα επί μέρους.

Και στα επί μέρους αντιληφθήκαμε ότι υπήρχε εκεί κάτω ένας ζωηρός, πολύχρωμος καταυλισμός Ρομά.

Θέλοντας ν’ ακολουθήσω ένα politicallycorrectμοντέλο, χρησιμοποίησα τον όρο Ρομά.

Χωρίς να έχω την παραμικρή πρόθεση να θίξω, ή να μειώσω άτομα ή ομάδες ατόμων, και ορμώμενος μόνον από την ανάγκη μου να προσεγγίσω κάποια λεπτά ζητήματα της κοινωνίας μας με απόλυτη ειλικρίνεια, ανοίγω εδώ μία παρένθεση με τα εξής ρητορικά ερωτήματα, που απευθύνω πρωτίστως στον εαυτό μου:

Τελικά, είμαστε ή δεν είμαστε ρατσιστές;

Ό,τι κι αν είμαστε με ποιόν τρόπο το εκφράζουμε ή το δηλώνουμε;

Ποιόν ξέρετε να δηλώνει ευθαρσώς και απερίφραστα, σήμερα, ότι είναι ρατσιστής;

Κι αν δηλώνω αντιρατσιστής, πώς το εκφράζω στην καθημερινή μου ζωή;

Μήπως ξεχνάμε ότι υφίστανται διαφορετικοί υπότυποι  ρατσισμού, με βάση το χρώμα του δέρματος, την φυλή, την  κοινωνική θέση, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και πάει λέγοντας;

Κι αν είμαι αντιρατσιστής με τους μαύρους κι είμαι ρατσιστής με τους Ρομά ή άλλες μειονότητες, τι σόι αντιρατσιστής είμαι, ντεμί ή ντεμέκ αντιρατσιστής; Θα δεχόμουν η ξανθούλα θυγατέρα μου να παντρευτεί έναν κομψό, μαύρο, καλοβαλμένο, Αφροαμερικανό μεγαλοδικηγόρο με PhD στο Διεθνές Δίκαιο;

Πώς θα μου φαινόταν, αν ο γιός μου μού παρουσίαζε τον Θόδωρo, φερ’ ειπείν, ως τον σύντροφο της ζωής του, ή αν τα βέλη του Έρωτα, με την μορφή ενός πανέμορφου, ευγενικού, αλλά ταπεινού μεροκαματιάρη νεαρού, λάβωναν την λατρευτή, μεγαλωμένη στα πούπουλα, κόρη μου;

Μην βιαστούμε ν’ απαντήσουμε θεωρητικά.

Εκεί, στον ψεύτικο κόσμο των τηλεοπτικών, και όχι μόνον, πάνελς, όλοι μας, σήμερα, κερδίζουμε το show των εντυπώσεων!

Να μπούμε μέσα στα παπούτσια των προσώπων που παρουσιάζω στο κάθε ξεχωριστό, ενδεικτικό, παράδειγμα από τα παραπάνω!

Τα λέω αυτά διότι συλλαμβάνω κι εγώ συχνά τον εαυτό μου να δηλώνω αντιρατσιστής, αλλά, με ποικίλες αφορμές, να αποδεικνύεται ότι, πολύ βαθιά μέσα μου, (αλλά πάρα, μα πάρα, πολύ βαθιά), και ρατσιστής είμαι, και ομοφοβικός, κι όλα τα συναφή κουσούρια κουβαλάω από την παιδική μου ηλικία, περιφέροντάς τα, καλά καμουφλαρισμένα, ως ενήλιξ.

Το ότι προβληματίζομαι, δεν με απενοχοποιεί, ενώ γνωρίζω καλά ότι έχω πολλά ψωμιά να φάω για να …ωριμάσω, και να συμπεριφερθώ αβίαστα ως κοινωνικά υγιής, απελευθερωμένος από τα λογής κουσούρια…

Τέλος πάντων, την κλείνω την παρένθεση και επιστρέφω στην εκδρομή μας με το παιδομάνι, στον λόφο:

Κάποιος από εμάς τους ενήλικες, μόλις είδε τον καταυλισμό των Ρομά, είπε κάτι σαν “…κοιτάξτε εκεί κάτω τα αντίσκηνα με τους Γύφτους!”

Κι άλλη παρένθεση, (μικρότερη, ελπίζω):

Πριν από 35 περίπου χρόνια, που έλαβε χώρα η περιγραφόμενη βόλτα μας στον λόφο, ουδείς, σχεδόν, εγνώριζε τον όρο “Ρομά” και όλοι χρησιμοποιούσαμε ή τον όρο “Τσιγγάνοι“, ή τον, σαφώς υποτιμητικότερο, όρο “Γύφτοι“.

Και μην μου πείτε ότι σήμερα έχουν αλλάξει και τόσο τα πράγματα, παρ’ όλο που σας εξομολογούμαι ότι θα προτιμούσα χίλιες φορές να κάνω, για παράδειγμα, κινηματογράφο σαν τον, με Τσιγγάνικη καταγωγή, CharlieChaplin, ή να παίζω κιθάρα σαν τον, επίσης Τσιγγάνο, DjangoReinhardt, κι ας με φώναζαν “Γύφτο“, ή όπως αλλιώς θέλανε!

Κλείνω παρένθεση.

Πάντως, όποιος από εμάς αναφώνησε τότε “…κοιτάξτε εκεί κάτω τα αντίσκηνα με τους Γύφτους!”, το έκανε, καθόλου υποτιμητικά, απλώς για να κατευθύνει και να επικεντρώσει την προσοχή των υπολοίπων στο γοητευτικό φολκλορικό θέαμα!

Έλα όμως που, με το άκουσμα της λέξης-κλειδί, έπεσε Ο Πανικός στα κουτσούβελά μας!

Ανάστατος ο παιδικός πληθυσμός!

Πολύ ανήσυχα τα πιτσιρίκια μας, άρχισαν να εμφανίζουν μία τρομερή υπερκινητικότητα, προσπαθώντας το καθένα από αυτά να βρει την πλησιέστερη πρόσβαση στους παρόντες ενήλικες, άλλο για να κρατήσει το χέρι μας, άλλο για να γραπωθεί από την φούστα μιας μαμάς, άλλο για να γαντζωθεί στα μπατζάκια ενός μπαμπά, άλλο για να κρυφτεί από πίσω μας, ή ανάμεσά μας, επιδιώκοντας να αντλήσει περισσότερη ασφάλεια, ενώ όλα έμπλεκαν, αναστατωμένα, τις φωνούλες τους μεταξύ τους:

Ωχ, οι Γύφτοι!”, “Παναγίτσα μου, οι Γύφτοι!”, «Πού είναι οι Γύφτοι;», “Αμάν, οι Γύφτοι!”, “Μαμά μου! Τρέξτε, οι Γύφτοι!”

Δεν σου λέω τίποτε!

Ο απόλυτος Χαμός!

Τότε, ωρίμασε η στιγμή, μία από τις μητέρες της ομάδας, ταγμένη υπέρ της προστασίας και της καθησύχασης των φτωχών και αδυνάτων αλλά και υπέρ της διάλυσης και αποκατάστασης παντοίων μύθων, να πάρει την πρωτοβουλία και να βάλει τις φωνές, με μία σαφώς διδακτική, για να μην πω δασκαλίστικη, διάθεση:

Βρε σεις! Για συνέλθετε! Τι πάθατε και φωνάζετε; Για ηρεμήστε λίγο! Οι Γύφτοι και οι Γύφτοι!

Μάλιστα, οι Γύφτοι!

Και λοιπόν, τι έγινε;

Κατ’ αρχήν, τι θα πει Γύφτος, ξέρει κανείς να μου πει τι είναι ένας Γύφτος;”

Η μία ώριμη στιγμή έφερε την επόμενη ώριμη στιγμή, κατά την οποία το μεγαλύτερο παιδάκι της παρέας, ο Δημήτρης, σήκωσε το χέρι του, όπως ακριβώς θα το έκανε και με την δασκάλα του για να ζητήσει τον λόγο, και χωρίς χρονοτριβή, είπε, υπερήφανος που ξέρει την απάντηση: ” Εγώ ξέρω!”.

Ενθουσιασμένη η ερωτήσασα μητέρα, τού απευθύνει τον λόγο: ” Πολύ ωραία ! Για πες μας, Δημήτρη, τι θα πει Γύφτος;”

Και απαντάει το αγοράκι:

Γύφτος είναι αυτός που τρώει σοκολάτα και δεν έχει χαρτοπετσέτα να σκουπιστεί !”

Το αφήνω ασχολίαστο για να μην το χαλάσω…

Πώς μπορώ, όμως, ν’ αφήσω ασχολίαστη την πανικόβλητη αντίδραση των σπόρων μόλις άκουσαν την λέξη “Γύφτοι“;

Η σκηνή, αναπόφευκτα, παραπέμπει αυτομάτως στις γιαγιάδες ή/και στις θείτσες και λοιπούς φωτισμένους συγγενείς, να λένε : “…κάτσε φρόνιμα“, ή “…φάε το αυγό σου“, ή “…πιες το γάλα σου“, “γιατί θα φωνάξω τον γύφτο να σε πάρει…”, ή, κτυπώντας, συγκεκαλυμμένα, με το χέρι μία ξύλινη επιφάνεια, Τοκ-Τοκ-Τοκ, να εκφοβίζουν τα θύματά τους : “…Να, ο γύφτος είναι έξω από την πόρτα κι ήρθε να σε πάρει…”, και άλλα τέτοια, αποτελεσματικά μεν, αλλά γραφικά, τραγικά και, οπωσδήποτε, παιδαγωγικώς απαράδεκτα, κόλπα!

Περί ρατσισμού – μέρος δεύτερο

Του αγνώστου τσιγγανόπουλου, του γενναίου και άτρωτου…

Τώρα, θα περάσω στην απέναντι όχθη:

Είμαστε σ’ ένα πλοίο από αυτά που μόνο στις βραχονησίδες δεν σταματούν μέχρι να φθάσουν στον τελικό τους προορισμό!

Σε μία από τις πολλές στάσεις σ’ ένα από τα λιμάνια των Κυκλάδων, ακούμε μια ασυνήθιστη βαβούρα στην αποβάθρα, η οποία τραβάει την προσοχή μας:

Είναι ένα κονβόι από, στολισμένα με χάντρες και γιρλάντες, πλουμιστά αγροτικά ημιφορτηγά, παραφορτωμένα με φρούτα και ζαρζαβατικά, (κατά το ανέκδοτο : του δ’κό μου του Ντάτσουν είνι Τουότα, του δ’κό σου τι μάρκα είνι ; ), προφανώς ανήκοντα σε Ρομά, τα οποία περιμένουν να επιβιβασθούν, αλλά δεν χωρούν όλα στο γκαράζ του πλοίου, οπότε γίνεται μια φασαρία και τελικώς, κάποια απ’ αυτά μένουν εκτός πλοίου.

Τελειώνει ο σαματάς, αναχωρεί το πλοίο, και σε λίγο, εμφανίζεται στο υπαίθριο σαλόνι του καταστρώματος μία ομάδα Ρομά, άνδρες όλοι τους, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ένας βλοσυρός ηλικιωμένος, στιβαρός, μελαψός, γκριζομάλλης, με μια τεράστια μουστάκα, τυπική ηγετική φυσιογνωμία, πλαισιωμένος από αρκετούς νεότερους, ενώ τριγύρω από τον κεντρικό πυρήνα, κλωθογυρίζουν αρκετά αγόρια και έφηβοι, ηλικίας από περίπου 7-8, μέχρι 14-17 χρονών, όλοι υπό την εποπτεία του «πατριάρχη».

Οι γυναίκες άφαντες.

Τους παρακολουθώ διακριτικά, εντυπωσιασμένος από την ιεραρχία με την οποία λειτουργεί η ομάδα!

Τα αγόρια, έχουν ησυχάσει κι έχουν πάρει θέση γύρω από τους ενήλικες, παρακολουθώντας τις συζητήσεις τους, κύριο θέμα των οποίων είναι τα αυτοκίνητά τους που έμειναν εκτός πλοίου.

Ο πιο λιγόλογος απ’ όλους, ο «πατριάρχης», ο οποίος σαρώνει το περιβάλλον του με το οξυδερκές, γερακίσιο μάτι του. Δεν του ξεφεύγει τίποτε.

Ένα από τ’ αγόρια, γύρω στα 8-9, είναι πιο ήσυχο απ’ τ’ άλλα και σαφώς πιο  μουδιασμένο.

Από τα λεγόμενα των υπολοίπων, διαπιστώνω ότι οι γονείς του έχουν μείνει έξω από το πλοίο, με τα αυτοκίνητα που δεν επιβιβάσθηκαν.

Γίνομαι μάρτυρας λοιπόν μιας σκηνής την οποία δεν θα ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου:

Τον έχουν βάλει στην μέση τον πιτσιρικά οι μεγαλύτεροι και τον δουλεύουν ψιλό γαζί, παίζοντας με τον πόνο του!

Εκεί, δηλαδή, που εμείς θ’ αγκαλιάζαμε το παιδάκι να το χαϊδολογήσουμε, να του πάρουμε παγωτό, να το κάνουμε να ξεχαστεί κάπως, να νοιώσει, στο μέτρο του δυνατού, όσο πιο προστατευμένο γίνεται, μακριά από τους γονείς του, αυτοί οι κερατάδες, όχι μόνο του το θύμιζαν, αλλά ενίσχυαν, κακεντρεχώς, την ανασφάλεια υπό την οποία τελούσε, περιγράφοντάς του φανταστικά σενάρια, σύμφωνα με τα οποία, οι γονείς του αποφάσισαν τάχα μου να τον παρατήσουν στο έλεος, και τι θα έκανε μακριά τους και πώς θα τα έβγαζε πέρα, και όλα μαύρα και τρομακτικά, τέλος πάντων!

Αυτό όμως που μ’ εντυπωσίασε περισσότερο απ’ όλα, ήταν το γεγονός ότι, ενώ οι “σαδιστές” σαφώς “το γλεντούσαν”, υπό το ατάραχο, αλλά πάντα ξάγρυπνο, βλέμμα του “πατριάρχη”, ο φουκαράς ο μικρός, έσφιγγε τα δόντια για να μην επιτρέψει στο δάκρυ που είχε σταματήσει στην έσω κόγχη του ματιού του, να κυλίσει στο μάγουλο, ενώ το βλέμμα του, πύρινο από συμπιεσμένη οδύνη και οργή, δήλωνε υπερήφανα ότι “…όχι ρε πούστηδες, δεν θα σας δώσω την ικανοποίηση να αντιδράσω σαν παιδί, κλαίγοντας, αλλά θα παραμείνω άντρας, υπομένοντας στωικά το δράμα μου…! “

Ρηξικέλευθη, θα συμφωνήσετε μαζί μου, παιδαγωγική μέθοδος!

Ανάμειξη της πραγματικότητας με την εικονική πραγματικότητα και απευθείας “ψήσιμο” στο τεχνητώς ενισχυμένο ζόρι, χωρίς την πολυτέλεια της παρηγοριάς ή του κανακέματος, πολλώ δε μάλλον, των συναντήσεων με τον ψυχολόγο!

Το αθόρυβο, και συνάμα ηχηρότατο, πολύ ξεκάθαρο μήνυμα που πήρα:

Έτσι τα κάνουμε εμείς ανθεκτικά τα μέλη της Φυλής μας και επιβιώνουμε!

Όχι σαν τα δικά σας, τα soft, τα μαμμόθρεφτα!”

Καταληκτικά:

Εμείς, τώρα, έχουμε ουσιαστικούς λόγους να επιμένουμε, παραμένοντας ρατσιστές απέναντι στους, κατ’ εμέ, αξιοθαύμαστους Ρομά, ή στις υπόλοιπες ομάδες των, κοινωνικά κατατρεγμένων “διαφορετικών”, μόνο και μόνο επειδή ακολουθούμε διαφορετικούς κοινωνικούς ή/και ηθικούς κώδικες, ή επειδή ζούμε υπό διαφορετικές συνθήκες;

Μήπως να εισχωρούσαμε λίγο βαθύτερα από την επιφάνεια του δέρματος, ή μάλλον, την επιφάνεια γενικότερα, συνειδητοποιώντας ότι “διαφορετικός” δεν σημαίνει  υποχρεωτικά και κατώτερος;

Σόρυ για το κήρυγμα.

Στον εαυτό μου το απηύθυνα, σκεπτόμενος, ίσως και λίγο υπερβολικά, φωναχτά…

Άλλωστε, το να βρεις μια χαρτοπετσέτα και να σκουπιστείς, αφού φας την σοκολάτα σου, δεν είναι δα και τόσο δύσκολο σήμερα!

SHARE
RELATED POSTS
“Πού το πας το βαλιτσάκι;”, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Μεγάλη Πέμπτη, του Μάνου Στεφανίδη
Ένας σολίστας, δυο ακροατές…, του Γιάννη Παπαϊωάννου
2 Σχόλια
  • Γιάννης Στουραΐτης
    23 Ιουλίου 2014 at 10:29

    Συνονόματε, σ’ ευχαριστώ για το εγκωμιαστικό σου σχόλιο ! Να βρεθούμε και να πιούμε ένα ποτήρι στην φιλία μας !!

  • Γιαννης Γαιτανίδης
    22 Ιουλίου 2014 at 10:45

    Στουραίτη, είναι τιμή μου που σε γνωρίζω. Η γλαφυρότητα στο γράψιμο σου και η πιστή και επιτυχής μεταφορά συναισθημάτων με κάνουν περήφανο (που συμπεριλαμβάνομαι κάπως στους φίλους σου). Ξαφνικά, νοιώθω την ανάγκη να διαβάσω περισσότερα από σένα. Μήπως να εξέδιδες κάτι, έτσι για φίλους μόνο…

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.