Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

[Αστάθμητος παράγων] Και θα τα μάθει να ψαρεύουν…, του Χρήστου Χωμενίδη

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg
Spread the love

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 * Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας  

 

 

iporta.gr-FingerCheats.jpg

 

 

 

«Το Πάσχα τι θα κάνεις;».


Τι να κάνω; Με τα παιδιά και τον σύζυγο στα πεθερικά μου, στο νησί…».

Το λέει με τέτοια θλίψη λες και τη στέλνουν στο κάτεργο. Με τέτοια στωικότητα σαν να ‘χει η ίδια ζητήσει την καταδίκη της.

Εκλεισε φέτος τα σαράντα και είναι ωραιότερη παρά ποτέ. Θέλει κακοπιστία – μοχθηρία θα ‘λεγα – το να σταθεί κανείς στα πεντέξι παραπανίσια κιλά ή στις μικρές ρυτίδες γύρω από τα μάτια. Μπροστά σου έχεις μια γυναίκα μεστωμένη, η οποία κατέχει πλέον στην εντέλεια το σώμα της ως όργανο ηδονής. Και ως πειρασμό.

Στον δρόμο τα αντρικά βλέμματα στέκονται επάνω της – επιταχύνει εκείνη το βήμα, δυσανασχετεί στα πειράγματα -, κουνάει ωστόσο τους γοφούς της λίγο παραπάνω -ασυναίσθητα; -, κοιτάζει το είδωλό της στους καθρέφτες των καταστημάτων και χαμογελάει κρυφά.

Στο γκισέ μετράει ξένα λεφτά, ρωτάει τους συνταξιούχους θαμώνες της τράπεζας για τα αποτελέσματα των μικροβιολογικών τους εξετάσεων, μια στις τρεις μέρες κάποιος πελάτης τη φλερτάρει ανοιχτά, τής πασάρει χαρτάκι με το τηλέφωνό του, τη ρωτάει εάν είναι στο facebook, τής προτείνει να πάνε για καφέ. Τους αποκρούει εκείνη όλους αβλεπί, τούς αποκαλεί κοροϊδευτικά «γαμπρούς» – «κι άλλος γαμπρός μάς έσκασε πρωί πρωί!» -, οποιαδήποτε διαφορετική αντίδραση θα προκαλούσε σχόλια από τους συναδέλφους της, αυτό τής έλειπε, να την πιάσουν στο στόμα τους…

Εχει άλλωστε εραστή. Τον συναντάει κάθε Πέμπτη μεσημέρι, αφού σχολάσει απ’ τη δουλειά, πριν παραλάβει την κόρη της απ’ τα αγγλικά. Ο άντρας της δεν έχει καν αντιληφθεί αυτή την τρύπα στο εβδομαδιαίο πρόγραμμά της, έτσι κι αλλιώς είναι η ώρα που ο ίδιος τρέχει και δεν φτάνει, πηγαίνει τον μικρό στο καράτε, πρέπει έπειτα να περάσει απ’ το εστιατόριο να ελέγξει το καλώς έχειν, εστιατόριο; – ταβέρνα πες καλύτερα για εργένηδες και για επαρχιώτες που αντιπαθούν τα φαστφουντάδικα – φαγητά σε πακέτο, φτηνό χύμα κρασί – Πλατεία Αμερικής. Δημιούργημα και καμάρι του πεθερού της, με σπαραγμό το άφησε μετά το εγκεφαλικό και επέστρεψε στο νησί του…

Τον συναντάει κάθε Πέμπτη. Μπαίνει στο υπόγειο πάρκινγκ του ξενοδοχείου, βάζει το ξυπνητήρι του κινητού της μη τυχόν ξεχαστεί, ανεβαίνει με το ασανσέρ στον τρίτο, δωμάτιο 312, πώς τα ‘χει κανονίσει ο γιατρός – γιατρό τον λέει διότι γιατρός, δερματολόγος, είναι -, πώς το ‘χει συνεννοηθεί με τη ρεσεψιόν να τούς κρατούν πάντα το ίδιο; Την περιμένει κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Πέφτει εκείνη στο κρεββάτι με τα ρούχα, του αρέσει να τη γδύνει αργά, κλείνει τα βλέφαρα και ο χρόνος σταματάει.

 

Συμπληρώνουν τον Ιούνιο τρία χρόνια. Το έκζεμά της ήταν έρωτας που έγινε δεσμός. Για μήνες στην αρχή έτρεμε μήπως την πάρει κάνα μάτι, μια φορά είχε βάλει περούκα. Μιαν άλλη φορά ήταν βέβαιη ότι πίσω απ’ τους λεπτούς τοίχους του ξενοδοχείου, στο διπλανό δωμάτιο, αναγνώρισε τη φωνή της νύφης της – της αδελφής του άντρα της – να εκλιπαρεί κάποιον «δώσ’ τα μου!»… Πλέον δεν φοβάται το κακό συναπάντημα. Εχει ωστόσο χάσει και την έξαψη του πρώτου καιρού. Χαλαρώνει απλώς και απολαμβάνει. Ξέρει ο γιατρός πώς να την οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε οργασμό – παραμένει δε ακούραστος – μετά τον πρώτο, ανάβει τσιγάρο και ύστερα ακολουθεί δεύτερος γύρος – αν είχαν μιαν ολόκληρη νύχτα δική τους, τι πανηγύρι θα γινόταν; – μπορεί όμως και να ξέφτιζε ο εραστής στα μάτια της, να ροχάλιζε, να κόλλαγε στην τηλεόραση, να φλυαρούσε σχετικά με τα Μνημόνια και με τις ασφαλιστικές του εισφορές. Ασε καλύτερα…

Επιστρέφει στο σπίτι της χορτάτη. Κεφάτη;

Το Πάσχα, όπως κάθε Πάσχα εδώ και δεκατρία χρόνια, οικογενειακώς στο νησί. Η ζωή της θα μπορούσε να είναι τρισχειρότερη – το αναγνωρίζει. Ή αφάνταστα πιο απολαυστική, αυτό ούτε που τολμάει σχεδόν να το σκεφτεί.

Στο κομμωτήριο διαβάζει στα κουτσομπολίστικα περιοδικά για χωρισμούς διασήμων – έχει την υποψία ότι οι ταραχώδεις τους ζωές αποτελούν διαφημιστικό κόλπο – μάνατζερ θα τους τα χαλάνε, μάνατζερ θα τους τα φτιάχνουν…

Ενα μονάχα Πάσχα, το 2007, είχαν πάει στο Λονδίνο, κατέβηκε στα υπόγεια του πολυκαταστήματος Harrod’s και είδε το μνημείο για την Νταϊάνα και τον Ντόντι, ένα φρικτό πράγμα, σαν χριστουγεννιάτικη φάτνη. Τα πριγκιπάκια της Νταϊάνας μεγαλώσανε ορφανά. Ενώ τα δικά της παιδιά; Αγγλικά η μία, καράτε ο άλλος, το Πάσχα ο άντρας της θα νοικιάσει βάρκα και θα τα μάθει να ψαρεύουν. Καθετή.

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Αρώματα μνήμης αλλά και ταξιδιού πρωτίστως, του Δημήτρη Κατσούλα
Ένα μυαλό και αυτό περμανάντ, της Ματίνας Ράπτη-Μιλήλη
Ένας «Μπωντλαίρ» πλάι στις γκαζόζες…, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.