Ένα παράξενο όνειρο του χάλασε τη τελευταία νυχτιά πριν πάρει το βαπόρι για το νησί, σηκώθηκε από τα ιδρωμένα σεντόνια νευρικός. Το ξαναζούσε στριμωγμένο, μέσα στο μικρό φλιτζανάκι του καφέ, όλο το γυρόφερνε και το μελετούσε.
Ήτανε λέει ο πατέρας του, όχι δεν έβλεπε το πρόσωπο του, τραβούσε μπροστά και εκείνος ήταν ο πιτσιρίκος, που κάθε τόσο μπερδευόταν και έπεφτε μέσα στα πόδια του.
Έμοιαζε να γαντζώθηκε πάνω σε εκείνη την ελιά, που είχε ο γέρος του στο σβέρκο, έτσι στρογγυλή και καφετιά, ανέκαθεν τον εντυπωσίαζε, όμως ποτέ δεν τόλμησε να ρωτήσει κάτι για αυτήν.
Τον φοβόταν, τι λέω, τον έτρεμε το γέρο του, μπορεί να έφυγε, να σπούδασε στα ξένα, αλλά μέχρι που γέρος του παράγινε γέρος και πέθανε, ούτε τσιχάρο δεν άναβε μπροστά του.
Δεν ήταν μόνο σεβασμός, ήταν ο αφέντης, χτυπούσε το χέρι στο τραπέζι και τελείωναν όλα. Έτσι νόμιζε τότε, που ήταν ακόμη μια πιθαμή άντρας! Μετά ετούτος ο γιος μεγάλωσε, πήρε τα χούγια του πατέρα, μονάχα την ελιά δεν πήρε, εκείνη που είχε εκείνος στο σβέρκο. Κάθε τόσο έβαζε το χέρι πίσω, ψαχούλευε το σβέρκο του, μήπως και κάπου τη τσακώσει.
Τώρα πια είχε τη δική του φαμίλια, έκαμε γάμο με μπόλικα γαμπρίκια και νυφίκια, έβγαλαν και δύο παιδιά, μορφωμένα και τακτοποιημένα. Δε λάθεψαν οι προξενήτρες και όλοι έμοιαζαν ικανοποιημένοι.
Όσα έχουν ψυχή δεν κρατούν για πάντα, έτσι και ο ήρωας ετούτης της ιστορίας, έκαμε κύκλο και τώρα ήταν και πάλι στην αρχή, όλο και μίκραινε, είχε σταματήσει πια να μεγαλώνει.
Πάνε λίγα χρόνια από τότε που πήρε σύνταξη και τα στερνά του ήταν φορτωμένα από αξιοπρέπεια και λιγοστά λόγια, τι άλλο μπορεί να θέλει το τέλος, άλλωστε το έλεγε συχνά, πως ήταν ένας τυχερός.
Σαν να τον βασάνιζε κάτι, όμως έτσι όπως τρέχει ο χρόνος, που να βρεθεί στιγμή για χασομέρι σε ένα γεροντάκι που φορά γραβάτα και κουστούμι μέσα στο κατακαλόκαιρο.
Το ταξί τον έβγαλε στην μπουκαπόρτα του πλοίου, πήρε μια μικρή, μαύρη βαλίτσα με ροδάκια, και την έσυρε όπως έκαμε και με τα πόδια του μέχρι μέσα, σύντομα αποχαιρετούσε το λιμάνι με δυσθυμία κυρίως ήταν το πρωινό όνειρο, που δεν άφηνε τις αληθινές εικόνες να χωρέσουν στο μυαλό.
Έβγαλε τα ματογυάλια του και τα σκούπισε αμήχανα, ο κλιματισμός γουργούριζε και τον ενοχλούσε, έκανε να φύγει προς το κατάστρωμα, όταν κατά λάθος έπεσε πάνω της.
Δεν τη γνώρισε, είπε συγνώμη και συνέχισε προς τη μεγάλη ξύλινη πόρτα. Εκείνη όμως στάθηκε μια στιγμή, αναντράνισε τα μάτια της και του φώναξε.
Με τη φωνή της κατάλαβε το όνειρο.
Ναι, για όλους εμάς μοιάζει χιλιάδες χρόνια πίσω, για κείνους τους δυο είναι το μαγικό χθες, όταν βίαια τους χώρισαν, γιατί όπως τους είπαν, δεν ήταν ο ένας για τον άλλον.
Έτσι τους είπαν και μάτωσαν το ερωτευμένο ζευγαράκι.
Πάνε εξήντα χρόνια από τότε, η κοπέλα έφυγε, την ξαπόστειλαν για την Αυστραλία με ένα γράμμα και μια εβδομαδιαία φωτογραφία, του άγνωστου γαμπρού.
Από τότε επέστρεφε σπάνια πίσω, μια φορά στα δέκα χρόνια, και φέτος ήταν η χρονιά να κυβερνήσει (τακτοποιήσει) το πατρικό σπιτάκι.
Κάθισαν σε μια γωνιά του καταστρώματος, ένα αεράκι έφερνε κάθε τόσο ψιλή θάλασσα και γάζωνε με αλάτι τα στεγνά κορμιά τους.
Πέρασε ώρα μέχρι να μιλήσουν, εκείνος κοιτούσε το πρόσωπο της, μετρούσε τις χαρακιές στο μέτωπο, έπειτα κατέβαινε στα ακροδάχτυλα της, θυμόταν που τα φιλούσε στα κρυφά κι εκείνη κοκκίνιζε, γινόταν σα μυριστό ρόδο. Εκείνη πάλι δεν χαμογελούσε, πάντοτε ρωτούσε και μάθαινε για κείνον, έτσι ήθελε να ξέρει ότι είναι ζωντανός και τα καταφέρνει.
Δεν είπαν τίποτε για τα χαμένα εξήντα χρόνια, γύρισαν πιο πίσω, έγιναν παιδιά και έβγαλαν πάνω στο κατάστρωμα όλες τις αθώες, τόσο παθιασμένες στιγμές τους.
Το ταξίδι κύλησε μέσα στα μάτια της, η θάλασσα πνίγηκε πάνω στον ιδρώτα του μετώπου του.
Την άγγιξε, το τόλμησε, και γέμισε η μια ψυχή με την άλλη. Δεν μετρά με τα χρόνια η καρδιά μας.
Έφτασαν στο προορισμό τους, και βγήκαν χωριστά, ακόμα κρατούσε ο φόβος, μη τυχόν και τους πιάσουν στο στόμα τους οι κακές, οι φιδίσιες γλώσσες.
‘Ενας αέρας ξεσκονούσε, έπαιρνε φουστάνια και μυαλά, έκανε μια με το χέρι του και έψαχνε την ελιά στο σβέρκο του, κοντά ογδόντα χρόνια κι ακόμη να φυτρώσει η άτιμη…