Μαζευόμασταν από νωρίς στο σπίτι για το βράδυ της Κυριακής των απόκρεω. Το φαγητό – μακαρόνια φτιαχτά στο σοφρά με μυζήθρα δικής μας παραγωγής κατά βάση πέραν της γαλατόπιτας, τυρόπιτας, χορτόπιτας και άλλα καλούδια – το είχε επιμεληθεί η γιαγιά Ασπασία γιατί ως συνήθως η μάνα δεν προλάβαινε με τις άλλες εργασίες που είχε να διεκπεραιώσει συμπεριλαμβανομένων και του σκουπίσματος του σπιτιού αλλά και του ανάματος του τζακιού καθώς και του στρωσίματος του τραπεζιού. Μόνοι δεν τρώγαμε, έρχονταν και οι γείτονες με τα δικά τους φαγητά ανά χείρας και καθόμασταν γύρω στο τζάκι μέχρι αργά τα μεσάνυχτα καθότι η επομένη που ξημέρωνε ήταν αργία και είχαμε αρκετά να κάνουμε στο καρναβάλι του χωριού.
Από μαλλιά προβάτων και κουδούνια κατσικιών δόξα σοι ο θεός είχαμε πολλά για τις παραλλαγές μας. Ντυνόμασταν Ινδιάνοι με πραγματικά φτερά γαλοπούλας στο κεφάλι, καπέλα ψάθινα που τα είχε ο ήλιος ξεθωριάσει και παντελόνια που ήσαν στην αποθήκη τα οποία χρησιμοποιούσε ο πατέρας και ο παππούς για το θειάφισμα της σταφίδας και του αμπελιού ή φορούσαμε τα παλιά μισοφόρια της γιαγιάς καθώς και τα τσεμπέρια αναπαριστώντας μερικοί από εμάς την έγκυο ή την μαμή αναλόγως των …σκηνοθετικών μας αναγκών. Ντυνόμασταν και βγαίναμε στην πλατεία του χωριού ως αθίγγανοι κουρελήδες με μπογιατισμένα τα πρόσωπά μας μελαμψά αλλά και τα δόντια μας με κάρβουνο βαμμένα ή φούμο. Άλλοι έδεναν με σχοινί ανάμεσα στα πόδια τους αποξηραμένες κολοκύθες δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό ομοιώματα φαλλών κτυπώντας ένα ταψί με όλων των ειδών τα μυρωδικά της φύσης ανάμεικτα με χαλίκια σε μια γιορταστική ατμόσφαιρα με τραγούδια αυτοσχέδια και με σεξουαλικά υπονοούμενα, ταμπούρλα και ντέφια αγκαλιασμένοι από τις πλάτες, σκορπώντας πέριξ αλλά και στα ρούχα των παρευρισκομένων στάχτη που είχε τοποθετηθεί σε κάλτσα αναπαριστώντας το θυμιατό, ως ένδειξη καρποφορίας, αναπαραγωγής κι εξορκισμού του κακού.
Εν τω μεταξύ προς το μεσημέρι ανεβάζαμε τους χαρταετούς μας στα ύψη κι ενώ το απόγευμα το γλέντι με τα κρασιά και τους μεζέδες είχε φθάσει στο ζενίθ, κατέφθαναν κι από τα διπλανά χωριά κι άλλοι μασκαρεμένοι, γινόμασταν ένα με τους χορούς, τα αστεία και τα πειράγματα όπου σιγά-σιγά έπεφτε ο ήλιος, έγερνε η νύχτα κι εμείς θα ‘πρεπε ν’ αποχωριστούμε, να τακτοποιήσουμε τις τελευταίες δουλειές στο σπίτι και να επιλέξουμε εκείνο το ταίρι με το οποίο θα περνούσαμε τη νύχτα αγκαλιά και μεταμφιεσμένοι ως ήμασταν, επειδή πιστεύαμε ότι θα ξυπνούσαμε την επομένη με χρωματιστά τα όνειρά μας.
Την Σαρακοστή την τηρούσαμε ευλαβικά μέχρι το Πάσχα απέχοντες από αρτύματα απαγορευμένα κατά τους κανόνες της εκκλησίας κι ακολουθώντας πιστά την νηστεία, κι εδώ που τα λέμε… θέλοντας και μη. Εκείνο το οποίο πολύ φοβόμασταν και υπολογίζαμε τις μέρες οι οποίες περνούσαν γρήγορα ήταν η διαδικασία της εξομολόγησης και ο φόβος μη τυχόν και του παππά – άνθρωπος με αδυναμίες ήταν κι αυτός! – του διέφευγε κάτι και γινόμασταν ρεζίλι στο χωριό με τους ανομολόγητους έρωτές μας. Από ‘κει και μετά (την επομένη δηλαδή της Καθαράς Δευτέρας), ξανά άρχιζε η ρουτίνα της επαρχίας και του σχολείου όπου ξανοιγόμασταν στα καταπράσινα χωράφια κουβαλώντας τον πίνακα με τις κιμωλίες παραδίδοντας μαθήματα Αρχαίων Ελληνικών και Έκθεσης στον φίλο Σ.Γ. εγώ κι εκείνος Άλγεβρα και Τριγωνομετρία σε μένα. Είχαμε κάμποσο δρόμο ακόμη μέχρι τα τελευταία διαγωνίσματα και τις εξετάσεις του Ιουνίου…