Διαβάστε τα προηγούμενα κεφάλαια εδώ
Όταν λέει κάποιος ότι μισεί έναν αγαπημένο, δεν είναι αλήθεια. Στην πραγματικότητα εννοεί ότι είναι τόσο οργισμένος, τόσο θυμωμένος που το συναίσθημα θυμίζει μίσος. Εκτός κι αν είναι ένας πολύ πολύ κακός άνθρωπος.
Ο Ανδρέας εξαφανίστηκε για ένα τετράμηνο. Χάσαμε τα ίχνη του. Δεν απαντούσε σε τηλεφωνήματα, δεν κυκλοφορούσε σε μέρη που θεωρούσε ιδανικά για να πλασάρει τόν εαυτό του και την επαγγελματική του ιδιότητα. Αρχιτέκτονας εκ Μετσοβίου Πολυτεχνείου με μεταπτυχιακό στο Λονδίνο στην Αρχιτεκτονική Φωτισμού Κτηρίων. Γοητευτικός με εντυπωσιακό αυτοκίνητο και προσεγμένο ντύσιμο, αλλά πολύ φειδωλός. Σε συναίσθημα, σε χρήμα, σε γενναιοδωρία. Υπήρχε μόνο ο εαυτός του, η νεωτερική έκφραση του Γιάπυ της δεκαετίας του 1990. Σχεδόν ξιπασμένος νεόπλουτος. Δεν τον γνώρισα έτσι. Τον ήξερα για δουλευταρά, αποφασιστικό, δυναμικό, εγωιστή, μα και τρυφερό, συχνά βοηθητικό και προστατευτικό. Πώς γίναμε έτσι, ξένοι στο ίδιο σπίτι;
Η ανάγκη εκδίκησης που ένοιωθε τον οδήγησε στην απόρριψη μου. Την πιο ακατάλληλη περίοδο. Γιατί ο Ανδρέας είχε ταλέντο να περιμένει την πιο κατάλληλη περίοδο για να σου ρίξει τη χαριστική βολή. Σαν την έχιδνα. Το δηλητήριο του σκορπιού στην πιο ευάλωτη στιγμή μου. Και ήταν Σκορπιός. Εκδικητικός, κρυψίνους και εμμονικός.
Την ίδια περίοδο τα παιδιά μου από τον πρώτο γάμο μου, αποφάσισαν να φύγουν στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές. Η μία στο Παρίσι, ο άλλος στη Μεγάλη Βρετανία. Κι έμεινα μόνη με τα Καρέλια μου, με μια μάνα που είχε άνοια και δεν με θυμόταν, και τον Ανδρέα εξαφανισμένο.
Και να μπροστά μου να περνά ο Πάρης. Ψηλός, ευθυτενής, αγέρωχος στο περπάτημα, φωτεινός όπως πάντα και βήμα βιαστικό, σαν αλλόκοτο παγώνι. Τον φώναξα ορμώντας έξω από το καφενείο όταν βεβαιώθηκα πως ήταν αυτός. Γύρισε αμέσως όταν άκουσε το όνομα του.
-έλα να σε κεράσω μια μαστίχα υποβρύχιο ή τριαντάφυλλο. Είναι τρέλα!, του είπα χαρούμενα και ζωηρά. Χαιρόμουν τόσο πολύ που τον έβλεπα.
Ήρθε. Καθίσαμε αντικριστά. Παρήγγειλε τον ελληνικό του κι το υποβρύχιο τριαντάφυλλο για να δοκιμάσει την άλλη γεύση από το δικό μου υποβρύχιο. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ίδιος. Απλούστευε τις καταστάσεις με ευκολία. Δοκίμασε την μαστίχα μου, όπως πάντα έτρωγε από το πηρούνι μου, έπινε από το ποτήρι μου, έπινε το μισό μου καφέ, άρπαζε ό,τι είχα στο πιάτο μου.
– Τι… σιχαίνεσαι;, με ρωτούσε.
– Όχι μωρέ αλλά..
– Έχεις Έιτζ;
– Όχι ρε βλαμμένο.
– Άρα δεν κινδυνεύω, απαντούσε και έκανε ό,τι του κατέβαινε στο νου.
Είχαμε να ειδωθούμε περίπου οκτώ μήνες, μετά από εκείνη την Πρωτοχρονιά που ο Ανδρέας φλέρταρε με ό,τι εκινείτο στον χώρο. Τον είχε ενοχλήσει, ακόμη και τον ίδιο τον Πάρη, η συμπεριφορά του Ανδρέα που δεν σεβάστηκε τη συνοδό του, εμένα δηλαδή, κάνοντας ακαλαίσθητη επίθεση φλερτ ακόμη και σε εκείνο το ξιπασμένο κοριτσάκι που ήταν η πιο εύκολη κοκοτίτσα της οικοδέσποινας του σπιτιού. Πού το βρήκε μια αρχιτεκτόνισσα επιπέδου αυτό το φτηνό κορίτσι δευετρης ποιότητας και συμπεριφοράς; Κουνιόταν σαν παρτσακλό, βαμμένη σαν τραβεστί, με ξασμένα μαλλιά και μια κορώνα στο κεφάλι σαν ξεπεσμένη ντίβα άλλης εποχής. Ένα χάλι. Θυμάμαι που επιστρέφοντας από εκείνη τη πρωτοχρονιά είχα σχολιάσει την παρουσία της.
– Για τη Μυρτούλα λες; Καλό κοριτσάκι, χαρούμενο.
– Ούτε καλό κοριτσάκι είναι, ούτε χαρούμενο, ούτε καν χαζοχαρούμενο . Ούτε καν χαζο-κοκότα εποχής. Ένα τσουλάκι δευτερότριτης κατηγορίας είναι για κάτι λιγούρια σαν εσένα που δεν ξέρουν να κρατήσουν τη θέση τους ούτε ατομικά, ούτε ως συνοδοί, του πέταξα στα μούτρα και κατευθύνθηκα για να κοιμηθώ στο δωμάτιο των επισκεπτών.
-Συνάντησα τυχαία τον Ανδρέα με κείνο το παρτσακλό από το πρωτοχρονιάτικο πάρτυ της Μαρκέλας, είπε χωρίς σκέψη ο Πάρης. Είναι έγκυος.
-Από τον Ανδρέα είναι έγκυος που είναι πολύ φερέγγυος;, ρώτησα τάχα αδιάφορα, αλλά είχε γίνει μια κατάρρευση εντός μου.
Ο Πάρης το αντελήφθη αμέσως.
-Τι να σου πω μωρέ Στεφάνια μου, ούτε και αυτόν καταλαβαίνω, ούτε και εσένα. Το παρτσακλό κάνει τη δουλειά της. Αυτός; Εσύ; Πώς άφησες να σου ξεφύγει η κατάσταση; Εσύ ήσουν πολύ διεκδικητική, δεν τον ήθελες πια; Δεν σε ενοχλεί που λείπει; Το ήξερες ότι η ….
-Τίποτα δεν ήξερα, έχουμε να μιλήσουμε τέσσερις μήνες. Μου έγραψε σ’ένα χαρτί “φεύγω” και εξαφανίστηκε. Δειλά, ξαφνικά και χαιρέκακα. Ακόμη έχω την εικόνα του μία μέρα πριν, πώς με κοίταξε, όταν γύρισα εξαντλημένη στο σπίτι μετά την μάνα μου. Άσε η Ελισσάβετ σε πλήρη άνοια. Ένα τρομαγμένο θηρίο που με ρωτά: είσαι η κοπέλα για τα χαλιά; Απελπισία. Δεν με θυμάται, όσο πάει και αδυνατίζει, δεν τρώει, χτενίζεται με τις ώρες και κάπου-κάπου τρέχει σαν παλαβή για να παίξει κρυφτό στο σπίτι. Την κυνηγούν λέει τα κουνάβια για να την λερώσουν και να μυρίζει σαν κατσίκα. Έχασα και τη μάνα μου στην πιο ακατάλληλη στιγμή.
-Δεν το ήξερα. Ο Ανδρέας;
-Αδιαφορεί. “Είστε τρελόσογο, μου έλεγε, θέλετε ψυχίατρο”.
-Και βρήκε αυτός την ψυχίατρο για να σωθεί! Το ξέρεις, δεν το ξέρεις; Ψυχίατρος λέει το παρτσακλό ότι είναι. Όχι από Ελλάδα, κάπου πήγε εκτός.
-Κατάλαβα. Γι’αυτό έχει επιδραστικότητα. Του βρήκε τα κουμπιά του ηλίθιου.
-Το ίδιο συζητούσαμε με την Αρετή. Το ξέρεις ότι ορίσαμε γάμο για τα Χριστούγεννα. Αν δεν έχω πάθει κι εγώ άνοια και ψάχνω για κρυψώνες μέχρι τότε. Η ψυχίατρος, που λές, τον πάτησε εκεί που πονούσε. Στην ανασφάλεια του, στον εγωισμό του. Τον έκανε να νοιώθει ότι είναι τέλειος σε όλα, ότι σε όλα είχε δίκιο και ότι αυτή είναι το αποκούμπι του, η γυναίκα της ζωής του με την απέραντη κατανόηση. Ξέρεις πόσο μπουμπούνες είμαστε οι άνδρες. Σαν παιδιά.
-Τα παιδιά έχουν ένστικτο και καθαρότητα ψυχής, Πάρη μου, και βλέπουν σωστά. Άσε τα παιδάκια να νοιώθουν αλλιώς. Οι άντρες είστε πολλά και καλά και κακά μαζί που επι του παρόντος δεν θα πούμε. Ο Ανδρέας είναι το έξυπνο πουλί που πιάστηκε κορόιδο. Αφού θα του κάνει και παιδί, τι να πω; Δικό του είναι σίγουρα;
-Έλα κακιά.
-Πες μου τώρα ότι δεν το σκέφτηκες;
-Ναι, αλλά άντε να του το πεις. Αυτός είναι θολωμένος.
Φύγαμε από το καφενείο και περπατήσαμε μέχρι το Καλλιμάρμαρο. Εκεί φιληθήκαμε και αποχαιρετιστήκαμε. Προτού με βάλει στο ταξί, με πήρε ξανά μια αγκαλιά και μου είπε στο αυτί.
-Όλα θα ήταν αλλιώς αν τότε δεν μου έριχνες την απόρριψη κατάμουτρα. Αλλά, ήσουν πολύ ερωτευμένη.
Δεν του είπα απολύτως τίποτα. Κοιταχτήκαμε έντονα και του έστειλα με φιλί στον αέρα. Μα τι θυμήθηκε; Ιστορίες δεκαπέντε χρόνων πίσω;
Και να που πλησιάζαν Χριστούγεννα!
(Συνεχίζεται…)