Αναμφισβήτητα ο Ρίχαρντ Βάγκνερ θεωρείται μια προσωπικότητα πολυσχιδής και πολυτάλαντη, καθώς εκτός από συνθέτης ήταν και ποιητής, λιμπρετίστας, δοκιμιογράφος και διευθυντής ορχήστρας, ακόμα και με γνώσεις αρχιτεκτονικής. Γεννήθηκε σαν σήμερα, 22 Μαΐου 1813 στη Λειψία και η επαφή του με τα έργα του Μπετόβεν στην εφηβεία του υπήρξαν καταλυτικά.
Όταν 15χρονος άκουσε την “Ενάτη Συμφωνία” αποφάσισε πως θα γινόταν συνθέτης κι όταν δυο χρόνια αργότερα είδε την παράσταση της μοναδικής Μπετοβενικής όπερας, “Φιντέλιο” ένιωσε τη βαθιά επιθυμία να ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με το μελόδραμα.
Όπως ο ίδιος αναφέρει στην αυτοβιογραφία του ήταν μια παράσταση εκστατική, με την τραγουδίστρια να προκαλεί στην ψυχή του ένα “δαιμονικό πυρ”!
Eίχε ακούσει στο ρόλο της Λεωνόρας την Wilhelmine Schröder, μια διάσημη της εποχής του υψίφωνο, με σπάνια ποιότητα φωνής και απίστευτης δραματικής έντασης έκφραση!
Μεγάλος μεταρρυθμιστής του γερμανικού μελοδράματος, ο Βάγκνερ υποστήριξε τη φιλοσοφία περί “ολικού έργου τέχνης”, όπου δηλαδή λόγος, μουσική και δράση αποτελούν άρρηκτη ενότητα. Θέσπισε το στενό συνδυασμό µουσικής με ποίηση, αρχιτεκτονική, ζωγραφική και άλλους τοµείς δηµιουργίας, συνθέτοντας µια συνολική µορφή τέχνης.
Ένα έργο, το υλικό του οποίου(σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του συνθέτη) αποτέλεσε το ξεκίνημα της “ποιητικής του σταδιοδρομίας” εγκαταλείποντας αυτή του “κατασκευαστή λιμπρέτων”, είναι ο “Ιπτάμενος Ολλανδός” του.
Η όπερα πραγματεύεται το θέμα της αγάπης και της λύτρωσης. Αποτελεί δε, το μέσο μεταστροφής του συνθέτη σε νέες αξίες και έννοιες και απαιτεί από το θεατή-ακροατή -όπως και στο αρχαίο δράμα- βαθιά προσέγγιση και ανάγνωση υψηλής αισθητικής.
Ο Bάγκνερ έγραψε τον Ιπτάμενο Ολλανδό το 1839.
Μόλις είχε φύγει από τη Ρίγα της Λετονίας μετά από ποικίλες οικονομικές δυσκολίες και στη θάλασσα βίωσε ένα περιπετειώδες και επικίνδυνο ταξίδι. Μέσα στην τρομερή θαλασσοταραχή οραματίστηκε ένα μελόδραμα με το πλοίο-φάντασμα.
Ο γερμανός δραματουργός μάλλον αναγνώρισε τον εαυτό του στον αιώνιο περιπλανώμενο, δυστυχισμένο τυχοδιώκτη που δεν μπορεί να βρει ειρήνη…
Ο σχετικός θρύλος, πάνω στον οποίο βασίστηκε το λιμπρέτο του Βάγκνερ είναι αναφορά στο καταραμένο πλοίο που δεν μπορεί να φτάσει στο λιμάνι του και από αμνημονεύτων χρόνων περιπλανιέται στη θάλασσα. Εκείνο το ξύλινο φάντασμα οφείλει το όνομά του στον καπετάνιο του, έναν Ολλανδό, που κάποτε είχε ορκιστεί σε όλους τους διαβόλους πως θα περνούσε από κάποιο ακρωτήρι, παρά τη θύελλα που λυσσομανούσε, ακόμα κι αν θα χρειαζόταν να ταξιδεύει στη θάλασσα μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.
Ο Διάβολος το πήρε τοις μετρητοίς και ο Ολλανδός πρέπει να περιπλανιέται , εκτός κι αν τον λυτρώσει η πίστη μιας γυναίκας.
Ο διάβολος δεν πιστεύει στην πίστη των γυναικών και γι’αυτο επιτρέπει στον καταραμένο καπετάνιο να πιάνει στεριά κάθε 7 χρόνια.
Καημένε Ολλανδέ!!
Τού φτάνει η χαρά να λυτρώνεται κάθε τόσο και να ξεφορτώνεται την απελευθερώτριά του κι έπειτα να μπαρκάρει ξανά …
Όμως, κάποτε έρχεται η λύτρωση. Γνωρίζει την αληθινή αγάπη στο πρόσωπο της Ζέντα, που τού μένει πιστή ως το θάνατο. Η κοπέλα ρίχνεται στη θάλασσα, η αγάπη θριαμβεύει και η κατάρα επιτέλους έχει αρθεί.
Στον “Ιπτάμενο Ολλανδό” κυριαρχεί η δύναμη της φύσης, οι υπερφυσικές δυνάμεις, που όμως εξουδετερώνονται μέσα από την αληθινή αγάπη.
Στην περίφημη, δημοφιλή Εισαγωγή, η οποία αποτελεί μικρογραφία της υπόθεσης που διαδραματίζεται στη όπερα διακρίνουμε μια πρωτοκαθεδρία των πνευστών…Κόρνα και τρομπόνια εισάγουν την πρώτη απειλή, ενώ τα δοξάρια των τοξοτών σύρονται αγωνιωδώς…Με βαριές, μεγαλόπρεπες σχεδόν φοβιστικές φράσεις, καταφέρνουν να μεταφέρουν τον ακροατή καταμεσής μιας άγριας καταιγίδας που μαίνεται στη θάλασσα!
Μια από τις συγκλονιστικότερες -πραγματικά- σκηνές καταιγίδας που αποτυπώνει η ευρηματικότητα, η επιδεξιότητα και πρωτοτυπία του τιμώμενου σήμερα, Ρίχαρντ Βάγκνερ!
Wagner: “Der fliegende Hollander – Overture” / Sir Georg Solti: