Απόψεις

Έχει σαν τη Χαλκιδική;, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Spread the love

 

Αλέξανδρος Μπέμπης 

 

 

 

Σημείωση: Αφορμή για το κείμενο δεν ήταν το άρθρο του αγαπητού Στάθη Παναγιωτόπουλου πριν λίγες μέρες.

Υπάρχει στο αρχείο μου αρκετό καιρό και περίμενα να καλοκαιριάσει για να το δημοσιεύσω.

Απλά ”πείραξα” λίγο την επικεφαλίδα.

 

Έτσι λοιπόν… ”δεν έχει”.

Ωραίο να το ακούς, ακόμη πιο ωραίο να το ζεις.

Μόνο, όμως, αν το ζεις όπως το εννοούν αυτοί που το λένε. Άποψη από έποψη, διαφέρει.

Το λέμε όλοι οι 1.000.000 (και βάλε) Θεσσαλονικείς. Το λένε και πολλοί ξένοι που επισκέπτονται την Χαλκιδική. Για τον ίδιο λόγο; Ιδού ο δικός μου.

 

Μαγευτικά εκείνα τα καλοκαίρια στη δεκαετία του ’60 στο Μπαξέ Τσιφλίκι. Με το που πετούσαμε την τσάντα, φορτωνόταν σε γκαζοζέν τα αντίσκηνα και τα υπόλοιπα τσιμπράγκαλα και ”φύγαμε”. Μέχρι μια μέρα πριν τον αγιασμό.

  
Στήσιμο του αντίσκηνου-εκείνα τα βαριά από λευκό καραβόπανο με τους ξύλινους ορθοστάτες που στήνει ο στρατός για σεισμοπαθείς-σε θερισμένο σταροχώραφο.

Κρεβάτια εκστρατείας, παγωνιέρα, γκαζιέρα, αυτοσχέδια κούνια με κουρελού στην αμυγδαλιά και σεζλόνγκ. Πιάτο ο Θερμαϊκός.

Κόκκινο σκουλήκι από την άμμο, εξοπλισμός ψαρέματος τα λάφυρα του εχθρού. Περιμέναμε να βγάλει Βαρδάρη που ξέβραζε στην ακτή πετονιές.

Μουρμούρες, σπάροι, γοβγοί με τους κουβάδες. Χωρίς βάρκα,από την ακτή. ”Έβραζε” η θάλασσα. Και το βράδυ πυγολαμπίδες (κωλοφωτιές τις λέγαμε) και σιωπή. Για να ακούσουμε γκιώνηδες και τσακάλια.

Μέχρι που ένα καλοκαίρι ”μα πώς έγινε; ”Γιαπί πολυκατοικίας, φάτσα κάρτα και κάτω από τον παραλιακό χωματόδρομο. Εκεί που ”σκάει το κύμα”.

Και το χιλιοτραγουδισμένο Μπαξέ Τσιφλίκι έγινε Νέοι Επιβάτες. Εκσυγχρονισμός.

 

Το επόμενο καλοκαίρι, όλη η τρελοπαρέα-τέσσερις οικογένειες-ραντεβού στο Τσαλδαροχώρι. Μέχρι που έγινε Σωζόπολη…

 

Πάσχα; Πρωτομαγιά; Δεν θυμάμαι καλά και…”πού μας έφερες, ρε Τάσο. Τέρμα Θεού;” ρωτούσαν οι μεγάλοι τον θείο που είχε αγοράσει οικόπεδο στο Μάλτεπε.

Περάσαμε τη διώρυγα της Ποτίδαιας με σχεδία. Μιάμιση ώρα χωματόδρομος…” φέτος εδώ θα στήσουμε”.

Μαζί με τον θείο όμως είχαν αγοράσει οικόπεδα κι’ άλλοι. Νά’σου σε λίγα χρόνια και γέφυρα και άσφαλτος και ξενοδοχεία και πολυκατοικίες και μαγαζιά και μπαράκια και ξενυχτάδικα. Δώρο Θεού ο τουρισμός για τους κατοίκους. Και-αλίμονο-το Μάλτεπε έγινε Καλλιθέα.

 

Ίδια και απαράλλακτα για λίγα χρόνια ακόμη στην Καψόχωρα που έμελλε να γίνει Πευκοχώρι. Όχι που δεν θα γινόταν. Και διαλύθηκε η παρέα.

”Ελάτε ρε σεις ένα Σαββατοκύριακο. Ξέρετε τι ωραία που είναι. Από το μπαλκόνι μας βλέπουμε του Γκάλη” (κατασκηνώσεις), μας προσκαλούσε επίμονα φιλικό ζευγάρι.

Είχα ορκιστεί να μην ξαναπατήσω το πόδι μου στη Κασσάνδρα. Πήγαμε την επόμενη χρονιά για να μη τους κακοκαρδίσουμε.

Από το μπαλκόνι τους βλέπαμε ντουβάρι πολυκατοικίας. Φυσικά παράνομης.

 

Ελάχιστα μέρη πλέον στη Κασσάνδρα που αναπτύχθηκαν παραμένουν υποφερτά. Κυρίως από τη δυτική πλευρά προς τον Θερμαϊκό.

Είπαμε. Άλλο άποψη, άλλο έποψη. Α,ναι και η Βάλτα έγινε Νέα Κασσανδρεία.

Έχασα το μέτρημα και πόσες φορές κάηκε η μαγευτική κάποτε Κασσάνδρα.

 

Στη Σιθωνία τα πράγματα είναι λιγότερο χειρότερα. Εκεί είναι καλά κρυμμένο το δικό μου ”Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει”. Το μυστικό μου.

Για αρκετά χρόνια, είχα μια βαρκούλα και αρμένιζα από Πυργαδίκια μέχρι Καλαμίτσι. Όπου μικρό κολπάκι και στήσιμο. Ελεύθερο κάμπινγκ. Εκεί μεγάλωσαν και τα παιδιά μου.

Πρώτη μας δουλειά το σάρωμα της παραλίας για συλλογή σκουπιδιών. Μέχρι που πούλησα τη βάρκα για να απαλλαγώ από τους εποχούμενους που ερχόταν με τα φουσκωτά και τις ξανθές-τάχα μου-μοντέλες που μας ζάλιζαν τον έρωτα.

 

Στο τρίτο πόδι, αν εξαιρέσουμε την Ουρανούπολη, η τουριστική ανάπτυξη άργησε να έρθει.

Η τεράστια, με χοντρή άμμο και πεντακάθαρα νερά παραλία της Ιερισσού, η μαγευτική Κομίτσα και από Τρυπητή μέχρι Δεβελίκι και Αρκούδα, ο καννιβαλισμός ηττήθηκε.

Μέχρι που η ανάπτυξη ήρθε με άλλο πρόσωπο. Πιο στυγνό. Πιο αδίστακτο. Με ονοματεπώνυμο. Μεταλλεία χρυσού στις Σκουριές.

Το απείρου κάλλους δάσος της ΒΑ Χαλκιδικής κινδυνεύει με ανήκεστη καταστροφή. Σπίτια ραγίζουν από τα φουρνέλα και οι εταιρείες εμφιαλωμένου νερού κάνουν χρυσές δουλειές.

 

Και εγώ;

Βρήκα εδώ και λίγα χρόνια στην άγονη γραμμή της Χαλκιδικής (υπάρχει ακόμη τέτοια), δύο μπαράκια και πηγαίνω. 
Εκεί που η μουσική είναι μουσική, τα ποτά είναι ποτά, η εξυπηρέτηση είναι εξυπηρέτηση. Εκεί που μερικές φορές αισθάνομαι άβολα γιατί ο διπλανός μου είναι πιο διακριτικός από μένα.

Εκεί που δεν υπάρχουν υστερικές μάνες που τσιρίζουν πιο πολύ από τα παιδιά τους. Που δεν σκουπίζουν το σκατό από τη μύτη πάνω στη ξαπλώστρα.

Θα με χαρακτηρίσετε ιδιότροπο και σνομπαρία. Εντάξει, το παθαίνω 5-6 Σαββατοκύριακα κάθε καλοκαίρι. Τις υπόλοιπες μέρες είμαι νορμάλ.

Από αυτή τη έποψη.

 

 

74024.jpg

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Γιώργος Αρκουλής
Πόσο κοστίζει ένα σουβλάκι;, του Γιώργου Αρκουλή
Όταν η γλώσσα εξαφανιστεί, του Endy (Αναστάσιος Κανάρης)
Φέτος λοιπόν, της Αναστασίας Φωκά
3 Σχόλια
  • ALEX
    30 Μαΐου 2015 at 11:27

    @ Κομπάρσος

    Μετατρέποντας την βεβαιότητα σε αμφιβολία,την κάνω πιο ελκυστική.

  • Γεροτάσος
    29 Μαΐου 2015 at 20:38

    @ Κομπάρσος

    Ἡ ἕνωση ἑλλήνων φυσικῶν προτείνει τήν κλασική δοκιμασμένη μέθοδο τῆς δοκιμῆς καί σφάλματος

  • Κομπάρσος
    29 Μαΐου 2015 at 11:13

    Ο Παναγιωτόπουλος είναι απόλυτος: “…δέν έχει”!
    Ο Μπέμπης ρωτάει: “…έχει;”
    Εμείς οι υπόλοιποι τί να κάνουμε τελικά, μάς λέτε;

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.