Γύρισα από μιαν μικρή επίσκεψη στην Στοκχόλμη μ’ ένα φοβερό κρυολόγημα που ακόμα δεν λέει να φύγει. Μέσα έξω, μέσα έξω -από τους θερμασμένους εσωτερικούς χώρους στον παγωμένο έξω κόσμο, ο υποτροπικός Ροδίτικος οργανισμός δεν άντεξε.
Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε κι η δεύτερη φορά που επισκέπτομαι την Σουηδία -Σουηδίς γαρ η σύζυγος Noomi- μα δεν παύω να το χαίρομαι κάθε φορά (ή σχεδόν κάθε φορά). Μια χώρα όχι μόνο όμορφη μα όπου τα πάντα λειτουργούν αποτελεσματικά και, προ παντός, με στόχο να (εξ)υπηρετήσουν τον άνθρωπο. Πεζοδρόμια πλατιά σχεδόν όσο κι ο δρόμος- απόλαυση να περπατάς χωρίς να σπρώχνεις και να σε σπρώχνουν, χωρίς να υπερπηδάς ή να αποφεύγεις με ελιγμούς μηχανάκια, αυτοκίνητα, τραπεζοκαθίσματα, ξέχειλους σκουπιδοντενεκέδες, διαφημιστικές πινακίδες τεχνηέντως τοποθετημένες ώστε να σου κόβουν τον δρόμο. Πεζόδρομοι που δεν είναι χώροι στάθμευσης κι ούτε ίχνος σκουπιδιού πουθενά -αν και οι οδοκαθαριστές είναι αόρατοι. Υπάλληλοι/πωλητές που σε υποδέχονται μ’ ένα χαμόγελο απο το ένα αυτί μέχρι το άλλο, έτσι που να εγείρει υποψίες σ’ εμένα τον πονηρό Έλληνα: Ρε, κάτι θα θέλει αυτός και μου χαμογελάει έτσι! ‘Άνθρωποι με κοινωνική συνείδηση, που θα πάνε έξω να καπνίσουν (στο χιόνι και την παγωνιά) όχι επειδή το λέει ο νόμος μα γιατί έτσι πρέπει κι έτσι το αισθάνονται. Κι ύστερα τέλος πάντων είναι όλα εκείνα που δεν τα συνειδητοποιεί κανείς παρά μόνο σαν τα χρειαστεί: το καλύτερο ίσως σύστημα υγείας στον κόσμο, από τα καλύτερα εκπαιδευτικά, το κοινωνικό κράτος που φροντίζει τους πάντες.
Ωραία, ε; Και γιατί δεν πας να μείνεις στη Σουηδία, κύριε; Ωχ, βρε παιδιά, Έλλην είμαι κι εγώ και ως τοιούτος θα αποθάνω, που ‘λεγε ο Μπόστ. Εγώ… να, πώς να το πω, θέλω και λίγο Ελληνικό χάος- λίγον αυτοσχεδιασμό. Αυτή η πολλή τάξη μου την δίνει καμιά φορά. Γιατί παρακαλώ, κύριε Σουηδέ, ανακοινώνεις πως το λεωφορείο -ή το τραίνο- θα έλθει στις 10.03 και αυτό έρχεται ακριβώς εκείνη την ώρα; Δηλαδή τι θα γινόταν αν ερχόταν στις 10.00 (ωραίο, στρογγυλό νούμερο) ή στις 10.04; Και γιατί πρέπει τα μαγαζιά να κλείνουν στις 17:00, όταν εμείς οι Έλληνες μόλις έχουμε σηκωθεί απο τον μεσημεριανό (διότι, κύριε Παυλίδη, στις 17:00 είναι νύχτα κατράμι κι ο κόσμος πρέπει να πάει σπίτι του, για αυτό). Και καλά αυτό, μα γιατί κύριοι του εστιατορίου μαζεύετε τα τραπεζομάντηλα και τα τραπεζοκαθίσματα στις 22:00 και μου παίρνετε το πιάτο ενώ εγώ ακόμα βουτάω τη σαλτσούλα μου κουτσοπίνοντας; Γιατί το αλκοόλ κοστίζει το βάρος του σε χρυσάφι;
Να, κάτι τέτοια είναι που μου την δίνουν και λέω, άντε να πάμε πίσω, να ρουφάμε το ουζάκι μέχρι ό,τι ώρα θέλουμε, να κατεβάζουμε και τίποτα καντήλια και πολυελαίους και να στέλνουμε μερικά φασκελα στην παλιοκατάσταση για ν’ ανάψουν λίγο τα αίματα. Πώς;
Έτσι σκεφτόμουν όταν παραμονή της επιστροφής το βράδυ τηλεφωνάει ο γιός. “Τα ‘μαθες πατέρα, φάγανε τρείς!” Μαύρα φίδια με φάγανε εμένα εκείνη τη στιγμή. Και νά’μαι τώρα πίσω, στο Ελληνικό χάος, σε μια χώρα που τα πάθη δεν καταλαγιάζουν. Μια χώρα που δεν έχει ρότα, χωρίς τιμόνι και πυξίδα (άσε πια τον καπετάνιο). Χωρίς όραμα, χωρίς να ξέρει πού πάει, χωρίς να ξέρει πού θέλει να πάει.
Καλώς σας βρήκα!
Βαγγέλης ΠαυλίδηςΕπισκεφθείτε την ιστοσελίδα του σκιτσογράφου Βαγγέλη Παυλίδη
SHARE