Όποτε είμαι υποχρεωμένος ν’ ανέβω στην πόλη -την Χώρα, που λέμε εδώ- αρχίζω να νευριάζω και να χάνω το κέφι μου τουλάχιστον δυο μέρες πριν. Έτσι και τώρα. Δουλειές, τρεχάματα, φασαρία μα βγήκε κι ένα καλό τουλάχιστον, που το άφησα για το τέλος καθώς έπαιρνα τον δρόμο της επιστροφής: μια επίσκεψη στο αγαπημένο μου ιχθυοπωλείο, μια και το φρέσκο ψάρι σπανίζει στο χωριό -κατσίκες, ελάφια, λαγούς έχει, ψάρια όχι.
Βασικά έψαχνα για καμιά παλαμίδα ή τοννάκι. Μια, ας πούμε να την βάλω στον φούρνο με φρέσκια ντομάτα, σκόρδο και μαϊντανό και μια για να την κάνω λακέρδα -χοντρό αλάτι, μια βδομάδα περίπου να φύγουν τα υγρά της, ξέπλυμα, κόψιμο σε φέτες, σκέπασμα με λάδι και στο ψυγείο- νά’χω μεζέ για το ούζο. Δυστυχώς, ούτε παλαμίδα βρήκα ούτε και τοννάκι που είναι και καλύτερο, αν κι εδώ μπερδεύονται λιγο τα πράγματα γιατί όπως λέει ας πούμε ο Αδαμάντιος Κοραής στα σχόλια που κάνει στα “Περί των Ενύδρων Τροφής” του Ξενοκράτους: “’Ετεροι δε την πηλαμύδα, θυννίδα καλείσθαι φασι.” Όπου όπως θα καταλάβατε, “θυννίς” είναι ο “θύννος”, ο τόννος δηλαδή. Αν λοιπόν δεν βρείτε τόννο, η παλαμίδα θα κάνει κι αυτή τη δουλειά της έχοντας όμως πάντα υπ’ όψη πως, αν με ρωτάτε, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Στη δικιά μας τη γωνιά του κόσμου την πρώτη, μυθική σχεδόν θέση ανάμεσα στα πελαγόψαρα κατείχε πάντα ο θύννος. Από τις Ηράκλειες Στήλες μέχρι τον Εύξεινο Πόντο οι λαοί της Μεσογείου έστηναν απο αρχαιότατους χρόνους δίχτυα-παγίδες κατά μήκος των ακτών για να πιάσουν τον τόννο, καθώς ακολουθεί τους ίδιους πάντα δρόμους μεταναστεύοντας κάθε χρόνο. Δε θά ‘ναι υπερβολή να πούμε πως οι έτσι κι αλλιώς ψαροφάγοι πρόγονοί μας τρελλαίνονταν γι αυτόν. Ποιητές και θεατρικοί συγγραφείς έγραψαν γι αυτόν, άλλοι πάλι τον ζωγράφισαν, τον έβαλαν στα νομίσματά τους και τον θεώρησαν τόσο σημαντικό ώστε να τον προσφέρουν και θυσία στους θεούς.
Λέει ο χορός στους “Ιππείς” του Αριστοφάνη: “… οι θυννοσκόποι επι ύψους ιστάμενοι την κατασκοπήν των εισιόντων θύννων εις τα δίκτυα ποιούνται…”. Ο Αριστοτέλης στην “Περί ζώων ιστορίας” περιγράφει τις μεταναστευτικές και αναπαραγωγικές συνήθειες του τόνου. Μα κι ο Στράβων μιλάει με κάθε λεπτομέρεια για το πώς οι νεαροί τόννοι μεταναστεύουν απο τις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου για να φτάσουν στο Βυζάντιο και το στενό της Προποντίδας, όπου και παγιδεύονται, έτσι όπως περιγράφει ο Αιλιανός: “… ο θυννοσκόπος είναι ψηλά πάνω απο την ακτή, εκεί που υπάρχει απρόσκοπτη θέα προς τη θάλασσα… κι όταν η άνοιξη αρχίζει να λάμπει και η αύρα να φυσά απαλά, κι η ατμόσφαιρα είναι λαμπερή λες και χαμογελά και τα κύματα ξεκουράζονται κι η θάλασσα είναι ήρεμη, ο θυννοσκόπος, που με την μυστηριώδη του ικανότητά και την οξεία όρασή του μπορεί να βλέπει τα ψάρια, ειδοποιεί τους ψαράδες από ποια μεριά έρχονται αυτά και τους συμβουλεύει κατάλληλα… και σαν στρατηγός δίνει το παράγγελμα ή σαν μαέστρος τη νότα. Και πολλές φορές μπορεί να πεί τον ακριβή αριθμό των ψαριών με πολύ μικρή απόκλιση.”
Τέλος πάντων… αυτά για την ιστορία. Στην καθημερινότητα τώρα. Επειδή όταν μπαίνω σε ψαροπουλιό ενεργοποιούνται οι σιελογόνοι αδένες μου και δεν μπορούσα να φύγω με άδεια χέρια κατέληξα πως πρέπει να κάνω μια σούπα. Ένα κιλό ανακατεμένα πετρόψαρα, κανένα καπόνι και σκορπιουδάκι, δυο κέφαλους μέτριους κι έναν μικρό λούτσο, που κι αυτός κάνει ωραίο ζουμί. Ευτυχώς που τα καθαρίζουν κιόλας κι έτσι γλύτωσε η Νόομι την αγγαρεία. Σκοπός μου τώρα να καλέσουμε αύριο τρεις τέσσερις φίλους από το χωριό και να του δώσουμε να καταλάβει. Σούπα, με μια γαριδομακαρονάδα στη συνέχεια (οι γαρίδες κατεψυγμένες, τι να γίνει…).
Και για να μην υπάρχουν παράπονα, ιδού συνταγή απ’ ευθείας απο τον Απίκιο:
Τόννος
Υλικά: Τόνος φέτα, πιπέρι φεσκοτριμμένο, θυμάρι, ρίγανη, κουρμάδες χωρίς κουκούτσι, λίγο μέλι, βρασμένα αυγά κομμένα στα τέσσερα, ποτηράκι λευκό κρασί, λίγο ελαιόλαδο
Βράσε το φιλέτο του τόνου. Λιώσε το με το πιρούνι και ανακάτεψε καλά με τα υπόλοιπα υλικά. Γαρνίρισε με το βραστό αυγό.
Βαγγέλης Παυλίδης
Επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του σκιτσογράφου Βαγγέλη Παυλίδη
SHARE