Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Μισή εξομολόγηση, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

 

Πήγα στον παππά. Έριξε το πετραχήλι επάνω στην πλάτη μου – και όχι στο κεφάλι μου ως είθισται στην εξομολόγηση – γιατί ήθελε να βλέπει και τις εκφράσεις του προσώπου μου. Του τα είπα όλα, ή σχεδόν όλα. Λέγε, μου είπε. Κάτι ακόμα έχεις μέσα σου και μου το κρύβεις. Να… πάτερ, βλέπω όνειρα αρκετές φορές με…, με…, με την Φωτεινή ψιθύρισα. Πονηρά; με ρώτησε. Χαμήλωσα το κεφάλι χωρίς να απαντήσω. Άκουσε τέκνο μου, μου είπε. Τρεις φορές την ημέρα από τρεις φορές την καθεμιά θα λες το Πάτερ Ημών. Κανονικά, το Πιστεύω θα έπρεπε να σου βάλω ως τιμωρία, αλλά επειδή σε βλέπω και ντελικάτο, γι αυτό σου επέβαλα το Πάτερ Ημών. Μετά μου διάβασε μια ευχή, του φίλησα το χέρι και σηκώθηκα να φύγω. Πριν καλά, καλά φθάσω στην έξοδο του ναού κοντοστάθηκα. Σκέφτηκα: τι παθαίνουν τα παλιόπαιδα, τα κακά παιδιά όταν λένε ψέματα…! Είχα ακούσει στο κατηχητικό ότι πέφτουν κεραυνοί κι αστροπελέκια από τους ουρανούς, κι αν τα βρουν κατακέφαλα, μένουν στον τόπο. Κάνω ένα βήμα ακόμα και βγάζω το κεφάλι μου φοβισμένος έξω. Δόξα το Θεό που η μέρα ήταν ηλιόλουστη και πεντάμορφη. Απρίλης μήνας γαρ, και επαρχία. Απέξω μοσχοβολούσαν παπαρούνες. Έσκυψα να μυρίσω μια. Με μέθυσε με το νέκταρ της, ανεξάρτητα αν μου έκανε τη μούρη κατακίτρινη με τη γύρη της. Οι φωνές των φίλων μου από την πλατεία όπου έπαιζαν έφταναν ως τα αυτιά μου.

Στην εξομολόγηση δεν ξαναπάτησα. Εννοείται ότι συνέχιζα να βλέπω όνειρα πονηρά, και ασφαλώς με την Ελένη, γιατί με την Ελένη έπλεκα τα όνειρά μου στην πραγματικότητα. Εξ αυτού έκρινα, ότι ήταν περιττή πλέον η εξομολόγηση, άρα και μη εκτελεστέα.

Αραιά και που ένοιωθα και κάποιες ενοχές, αλλά, για να σας πω την αλήθεια, δεν ήσαν και οι μόνες. Κάποια στιγμή, εκεί γύρω στην Α’ Λυκείου έτυχε η φιλόλογος (Μαρία Καπιτσή) να μας διαβάσει το Όνειρο στο Κύμα του Παπαδιαμάντη. Και κάπου εκεί εν τω μέσω χαχανητών και πειραγμάτων μεταξύ συμμαθητών και συμμαθητριών, δικαιώθηκα σε αυτά που έψαχνα! Ήμην εν συνειδήσει αθώος, λοιπόν. Χαμογέλασα τρισευτυχισμένος. Όντας κατάλευκος ως η περιστερά, μπορούσα πλέον να παραδοθώ στις τρέλες και στις ακολασίες της εφηβείας μου.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Did you ever want to speak?, του Νίκου Βασιλειάδη
Έλληνες Πατριώτες και Παλικαράδες, του Νίκου Σταθόπουλου
Το θεατρικό “Μάνα” του Σταμάτη Πακάκη στο Faust Bar Theatre από 12 Οκτωβρίου και κάθε Παρασκευή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.