Επίκαιρα και Ανεπίκαιρα

Οι πολιτικές διαδρομές και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Spread the love

Γιάννης Καραχισαρίδης

 

 Το προφανές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι αρχηγός της Ν.Δ.  Η Ν.Δ. είναι ένα κόμμα της δεξιάς. Μας αρκεί όμως να τοποθετούμε ένα κόμμα στα δεξιά ή στα αριστερά και να νομίζουμε ότι συνεννοηθήκαμε; Είναι έτσι απλά τα πράγματα; Ή μήπως το νήμα που ενώνει τις διάφορες πολιτικές περιοχές δεν είναι πλέον τόσο ευδιάκριτο;

 Ο χάρτης. Στις καθημερινές συζητήσεις και στη κοινή συνείδηση παραμένει ο παλιός διαχωρισμός αριστεράς και δεξιάς. Κι ανάμεσα βρίσκεται το υποτιθέμενο κέντρο, που πότε έλκεται προς τα αριστερά κι έχουμε κεντροαριστερά και πότε προς τα δεξιά κι έχουμε κεντροδεξιά. Η ακροδεξιά είναι συνδεδεμένη με αναμνήσεις από τον μεσοπόλεμο και τη  δικτατορία, ενώ η ακροαριστερά με τη ματαιότητα εγκαθίδρυσης κομμουνιστικών μοντέλων. Αυτός είναι ο γενικός χάρτης που υπεισέρχεται στις συζητήσεις. Και με βάση αυτόν τον χάρτη κατανοούμε τις πολιτικές εξελίξεις.

Η παράξενη ανακολουθία. Ο χάρτης αυτός ίσχυε κάποτε, αλλά δεν ισχύει σήμερα. Δεν καταγράφει πλέον τις πολιτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων με την ακρίβεια που τις κατέγραφε σε παλιότερες εποχές. Τον προηγούμενο αιώνα οι αντιπαραθέσεις είχαν μια καθαρότητα. Οι φιλελεύθεροι είχαν ως όχημα την καπιταλιστική ανάπτυξη, οι σοσιαλδημοκράτες είχαν ως όχημα το κοινωνικό κράτος και η αριστερά ευαγγελίζονταν την κατάργηση του καπιταλισμού. Τώρα πια έχουμε αποχαιρετήσει αυτές τις βεβαιότητες. Και ο καθένας μπορεί να διακρίνει την ασάφεια και τις αντιφάσεις στις πολιτικές απόψεις που περιφέρονται γύρω μας.   Αυτή η έλλειψη σαφήνειας  εμφανίστηκε στη ζωή μας για έναν απλό λόγο. Οι πολίτες και οι πολιτικοί παράγουν γεγονότα και εξελίξεις, με κίνητρα και απόψεις που απορρέουν από τον παλιό πολιτικό χάρτη, που δεν ισχύει πια. Παράγουν Ιστορία χωρίς να αντιλαμβάνονται τις αντικειμενικές αλλαγές που έχουν καταφθάσει στο πεδίο της πραγματικότητας. Με άλλα λόγια η υποκειμενική δράση των ανθρώπων βρίσκεται σε ανακολουθία με τις αντικειμενικές ανάγκες της Ιστορίας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι η σύγχυση. Άνθρωποι και κοινωνίες δεν ξέρουν τι τους φταίει. Δεν ξέρουν τι πρέπει να κάνουν.

Η γλωσσική ανεπάρκεια. Συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε ορισμένες έννοιες με «μονολεκτική» σημασία. Λέμε καπιταλισμός, σοσιαλισμός, κομμουνισμός, κοινωνικό κράτος, δημοκρατία, ισότητα κλπ. Αυτές οι λέξεις από μόνες τους δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τίποτα, γιατί πλέον χρειάζονται πολλές διευκρινήσεις όταν τις χρησιμοποιούμε. Οι αλλαγές που έχουν εμφανιστεί στις κοινωνίες των ανθρώπων δεν είναι κραυγαλέες και άμεσα αντιληπτές. Έχουν όμως αλλάξει ριζικά τα δεδομένα. Και οι παλιές λέξεις με τα παλιά νοήματα έχουν χάσει την αντικειμενική σημασία που είχαν κάποτε. Δεν σημαίνουν πια το ίδιο για όλους.  Και όταν επικρατεί ο ερμηνευτικός υποκειμενισμός η συνεννόηση δυσκολεύει. Δεν είναι εύκολο να κατανοήσουμε τι πρεσβεύει ο καθένας ή ακόμα και τι εννοεί. Μιλάμε με αυταρέσκεια για δημοκρατία, αλλά αλλιώς την εννοεί ο καθένας.  Όταν περιφρονούμε τον καπιταλισμό, δεν παίρνουμε υπ’ όψη μας ότι πρόκειται για ένα πολυδιάστατο σύστημα και ότι δεν είναι ένα σκέτο μαύρο πρόβατο. Όταν επαινούμε τον σοσιαλισμό, τον συνδέουμε με μια άνευ όρων δίκαιη κοινωνία. Ενώ ο σοσιαλισμός στην εφαρμογή του έχει δώσει πολλά δείγματα ακραίας αδικίας. Οι λέξεις πια δεν αρκούν και δεν ερμηνεύουν τίποτα από μόνες τους, γιατί οι αφορισμοί και οι ταμπέλες του χθες δεν κουμπώνουν στη σημερινή πραγματικότητα.

Πρόοδος και συντήρηση. Ο βασικός διαχωρισμός που αρέσει σε όλους να χρησιμοποιούν είναι αυτός ανάμεσα στον «προοδευτικό» και τον «συντηρητικό». Συνεχίζουμε να φανταζόμαστε ως πρόοδο ότι σχετίζεται με τον σοσιαλισμό και ως συντήρηση ότι σχετίζεται με τον καπιταλισμό. Τον προηγούμενο αιώνα αυτή η υπόθεση έμοιαζε αξιόπιστη. Γιατί ήταν  φυσιολογικό να θεωρούμε ότι το νέο, που ήταν ο σοσιαλισμός, θα έπαιρνε σύντομα τη θέση του παλιού, που ήταν ο καπιταλισμός. Όμως ο χρόνος κύλησε και η Ιστορία διέψευσε αυτή τη πιθανότητα. Αυτό που θεωρούσαμε νέο κατέρρευσε και αυτό που θεωρούσαμε παλιό επιβίωσε. Κι αντί να ξοδέψουμε φαιά ουσία για να κατανοήσουμε γιατί συνέβη αυτό, επιμένουμε να θεωρούμε πρόοδο τον σοσιαλισμό και συντήρηση τον καπιταλισμό. Η εμμονή αυτή μοιάζει με αφέλεια σήμερα. Κι αυτός καθ’ εαυτός ο διαχωρισμός που μεσουράνησε στο παρελθόν, δεν είναι πλέον τόσο στέρεος. Οι εξελίξεις τροφοδότησαν τη σκέψη μας με νέα δεδομένα, αλλά εμείς δεν τους δίνουμε σημασία. Κι έτσι μας διαφεύγει ότι η πρόοδος και η συντήρηση μπορεί να τσακώνονται μεταξύ τους, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούν να κάνουν η μία χωρίς την άλλη. Ότι και να κάνει η ανθρωπότητα είναι αδύνατο να εξαλείψει τη μία από τις δύο. Η συντήρηση συνδέεται με την παράδοση. Με την ανθρώπινη ανάγκη για σταθερότητα, μια ανάγκη που δεν μπορεί να εξοστρακιστεί. Συνδέεται με βεβαιότητες που μας βοηθούν να ζούμε σ’ ένα φιλικό και αναγνωρίσιμο περιβάλλον. Η συντήρηση διαφυλάττει τις αναμνήσεις του χθες και διατηρεί την ελπίδα της αδιατάρακτης συνέχειας. Η πρόοδος, αντίθετα, αντιπροσωπεύει τις αλλαγές, την τάση του ανθρώπου να εξερευνά νέους ορίζοντες, την τάση του ανθρώπου να απαντά στην περιέργεια του. Πρόοδος είναι οι καινοτομίες που αλλάζουν τον κόσμο. Η πρόοδος δεν ενδιαφέρεται για το παρελθόν και κοιτάει πάντα προς το μέλλον. Η πρόοδος και η συντήρηση μοιάζει να αντιφάσκουν. Αλλά δεν είναι έτσι. Είναι δύο συνοδοιπόροι, που συνεχώς διαπληκτίζονται, αλλά πάντα βαδίζουν μαζί. Κι αν θέλουμε να προλάβουμε τον καιρό που φεύγει, οφείλουμε να επανεξετάσουμε τι είναι πρόοδος και τι συντήρηση. Και να σεβαστούμε και τις δυο.

Λαϊκισμός και εκσυγχρονισμός. Η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη πρόοδο και στη συντήρηση είναι μια πρόκληση. Και είναι πολύ δύσκολο κάποιος να διαχειριστεί αυτή τη δύσκολη σχέση. Είναι δύσκολο να καινοτομείς, να νοιάζεσαι για το μέλλον και ταυτόχρονα να μην ξεχνάς και να ευλογείς τις ρίζες σου. Αυτό το αίτημα των καιρών δεν το αντιλαμβάνονται ή δεν το υπολογίζουν στην πλειοψηφία τους οι πολιτικοί, οι διανοούμενοι και οι κοινωνίες. Οι αυστηρά «προοδευτικοί» νοιάζονται μόνο για έναν κόσμο χωρίς σύνορα, έναν κόσμο όπου η αγάπη και η αλληλοβοήθεια θα πρυτανεύουν. Οι αυστηρά «συντηρητικοί» νοιάζονται μόνο για την ατομική πρωτοβουλία, την ιδιωτική επιχειρηματικότητα και το κυνήγι του χρήματος και του πλούτου. Αυτός είναι ένας πρόχειρος και δημοφιλής διαχωρισμός που κατοικοεδρεύει στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος διαχωρισμός επίσης δημοφιλής. Ο λαϊκισμός και ο εκσυγχρονισμός. Ένας διαχωρισμός που περιγράφει από τη μια μεριά τη δημαγωγία και την άσκηση πολιτικής με κίνητρο την ψηφοθηρία και από την άλλη μεριά την προσπάθεια προσαρμογής στις συνθήκες που αλλάζουν, προωθώντας κατάλληλες (κι όχι οποιεσδήποτε) μεταρρυθμίσεις.

Οι πολιτικές διαδρομές μετά τη μεταπολίτευση. Μέχρι να ξεκινήσει η εποχή των μνημονίων, το 2010, είχαμε συνηθίσει να ζούμε μ’ έναν ψευδεπίγραφο δικομματισμό, με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Ο πραγματικός διαχωρισμός όμως δεν ήταν αυτός που φαινόταν, ανάμεσα στους σοσιαλιστές και τους δεξιούς. Ήταν ανάμεσα στον λαϊκισμό και τον εκσυγχρονισμό. Δύο τάσεις που εμφιλοχωρούσαν και στα δύο κόμματα. Στο ΠΑΣΟΚ αυτός ο διαχωρισμός μορφοποιήθηκε στην εσωκομματική εκλογή του νέου προέδρου μετά την αποχώρηση του Αντρέα Παπανδρέου. ΠΑΣΟΚ ήταν και ο Τσοχατζόπουλος ΠΑΣΟΚ ήταν και ο Σημίτης, αλλά έμοιαζαν σαν να ανήκουν σε διαφορετικά κόμματα. Σ’ εκείνη την εκλογή ηττήθηκαν οι λαϊκιστές, αλλά παρέμειναν στο ΠΑΣΟΚ, αντιστεκόμενοι στις προσπάθειες της ηγετικής ομάδας. Και αυτή η συνύπαρξη οδήγησε στην παρακμή των εκσυγχρονιστικών τάσεων. Την ίδια εποχή η ΝΔ κατάλαβε ότι μόνο με τον λαϊκισμό θα καταφέρει να επανέλθει στην εξουσία. Η μεταστροφή του κόμματος ξεκίνησε από το 2000 και έγινε ευδιάκριτη στην πενταετία που κυβέρνησε. Τότε όμως από διεθνή συγκυρία προέκυψε η παγκόσμια οικονομική κρίση. Και ο λαϊκισμός φυσικά δεν μπορούσε να δώσει απαντήσεις κι έτσι οδηγηθήκαμε στη χρεοκοπία. Το ΠΑΣΟΚ που κέρδισε τις εκλογές το 2009 παγιδεύτηκε σε μια αντίφαση. Κέρδισε τις εκλογές με συνθήματα λαϊκισμού και μετά ήταν υποχρεωμένο να κάνει μεταρρυθμίσεις. Αλλά η πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού και των ψηφοφόρων αντιστεκόταν σε μεταρρυθμίσεις, που θα αναστάτωναν παγιωμένες από χρόνια καταστάσεις. Κι έτσι το ΠΑΣΟΚ οδηγήθηκε σύντομα στη κατάρρευση. Η κρίση όμως είχε και ένα ευεργετικό αποτέλεσμα. Έκανε σχετικά ευδιάκριτο τον πραγματικό «δικομματισμό». Που δεν εκπροσωπούνταν από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, αλλά από τους λαϊκιστές και τους εκσυγχρονιστές. Ο διογκωμένος ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε τους λαϊκιστές όλων των κομμάτων. Και του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. Η έννοια του αδιευκρίνιστου κέντρου άρχισε να ξεθωριάζει και στο ΠΑΣΟΚ κατά βάση απέμειναν οι εκσυγχρονιστές, κυρίως όταν ανέλαβε την αρχηγία ο Βενιζέλος. Από την πλευρά της ΝΔ η εσωκομματική πάλη οδήγησε σε δύο μη αναμενόμενα αποτελέσματα. Στην εκλογή του Σαμαρά και στη συνέχεια στην εκλογή του Κυριάκου. Οι δύο αυτοί ηγέτες σε όλη τους τη πορεία μέσα στο κόμμα, ποτέ δεν συγχρωτίστηκαν με τους λαϊκιστές συγκάτοικους τους. Έτσι το νήμα του εκσυγχρονισμού συνδέει τον Σημίτη, τον Σαμαρά, τον Βενιζέλο και τον Κυριάκο και το νήμα του λαϊκισμού συνδέει τον Τσοχατζόπουλο, τον Καραμανλή και τον Τσίπρα. Αυτός ήταν και είναι ο πραγματικός δικομματισμός.

Οι δυσκολίες του εκσυγχρονισμού. Ο λαϊκισμός είναι εύκολος. Δεν έχει ευθύνες. Κι όταν λογοδοτεί για αυτά που υποσχέθηκε και δεν έκανε, πάντα κάποιος άλλος φταίει. Ο εκσυγχρονισμός είναι δύσκολος. Απαιτεί εύστοχες μεταρρυθμίσεις. Γιατί δεν είναι όλες οι μεταρρυθμίσεις το ίδιο. Μεταρρύθμιση σημαίνει ρυθμίζω αλλιώς κάτι που υπάρχει. Αυτό το «αλλιώς» μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε παταγώδη αποτυχία, όταν οι επιλογές είναι άστοχες. Αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε μεγάλη επιτυχία, όταν απεγκλωβίζει δυνάμεις που η προηγούμενη κατάσταση τις κρατούσε ανενεργές. Η χώρα μας δεν είναι εθισμένη στις δημιουργικές μεταρρυθμίσεις. Και οι αντιστάσεις διατρέχουν όλες τις περιοχές του παραδοσιακού πολιτικού χάρτη. Οι πραγματικοί μεταρρυθμιστές πορεύονται σε έναν μοναχικό δρόμο. Ο Σημίτης χωρίς αυτές τις αντιστάσεις θα είχε κάνει πολλά περισσότερα. Ο Σαμαράς, σε ακόμα πιο δύσκολες συνθήκες, ανακόπηκε, γιατί το χωράφι  ήταν εύφορο, για να φυτρώσει ένας ακόμα πιο υπερφίαλος λαϊκισμός. Μένει να δούμε πώς θα αναμετρηθεί ο Κυριάκος με το μέλλον. Μένει να δούμε ποιες θα είναι οι ηγετικές του ικανότητες και πόσο αποτελεσματικές θα είναι οι τακτικές της σύγκρουσης και του συμβιβασμού που θα επιλέξει.

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Οι 10 εβδομάδες που συγκλόνισαν τη χώρα: Εβδομάδα 3η: 6-11 Ιουλίου, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Η Ελλάδα και το Ισραήλ, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Το χαλιφάτο, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.