Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις
Μπόμπιρες- Η επιστροφή
Μικρός: “Πέσεσε!”
Μπαμπάς: “Πώς έπεσε;”
Μικρός: “Πέσεσε!”
Μπαμπάς: “Ναι, έπεσε, αλλά πώς έπεσε;”
Μικρός: “Πέσεσε!”
…και πάει λέ(γ)οντας…
Καλά, εντάξει, διακόπτω αυτήν την, κατά τα φαινόμενα, ατέρμονη στιχομυθία, για να πιάσω τα γεγονότα από την αρχή:
Ο καναπές εμπρός από την τηλεόραση πλαισιώνεται από κάποια μαξιλαράκια που ο καθένας από εμάς, καθήμενος, τακτοποιεί, ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής, έτσι όπως τον βολεύει για ν’ αράξει.
Παρατηρώ ότι ένα από αυτά, το αγαπημένο μου, (και μην με ρωτήσετε γιατί, διότι θα σας απαντήσω: “γιατί έτσι!”), λείπει.
Ξεκινώ λοιπόν να το ψάχνω, και φαντάζομαι ότι αρκετοί από σας, γνωρίζετε το επίπονον του εγχειρήματος “ψάχνω-να-βρω-κάτι-που-έχω-χάσει“, σε ένα νοικοκυριό όπου κλωθογυρίζουν τρία παιδιά, ζωή νά ‘χουν!
Πουθενά το μαξιλαράκι. Άφαντο!
Έφαγα τον κόσμο, που λένε, να το βρω. Πουθενά!
Απελπισμένος, βγαίνω στο μπαλκόνι να πάρω λίγο αέρα και να εκτονώσω τον εκνευρισμό μου που δεν έβρισκα το μαξιλαράκι μου, και κάνοντας έτσι, το βλέπω, με ευχάριστη έκπληξη, να κείτεται μόνο κι έρημο στο τσιμέντο, τρείς ορόφους από κάτω μου!
Η ευρύτερη οικογένεια είχε αντιληφθεί ότι ο μπαμπάς ψάχνει το μαξιλαράκι, αλλά από τα τρία καμάρια μου, μόνο το ένα, το μικρότερο, είχε στο βλέμμα του εκείνη την έκφραση του ενόχου που έχει χεσμένη την φωλιά του.
Γνωρίζετε, φαντάζομαι, εκείνη την έκφραση που δεν ξέρεις σε τι τέχνασμα να καταφύγεις για να μην ξεσπάσεις σε τρανταχτά γέλια μπροστά του!
Τέλος πάντων, τον πλησιάζω, με όση αυστηρότητα μπόρεσα να περισώσω, τον πάω στο μπαλκόνι και κρατώντας τον προστατευμένο στην αγκαλιά μου, σκύβω ανεπαίσθητα και του δείχνω, το, τελούν σε κώμα, λόγω πτώσης επί του πεζοδρομίου, μαξιλαράκι.
“Το βλέπεις;”, τον ρωτάω.
“Ναι“, μου απαντάει ψύχραιμα.
“Πώς βρέθηκε εκεί κάτω το μαξιλαράκι;”, ξαναρωτάω.
“Πέσεσε“, μου απαντάει, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του.
Σ’ αυτό το σημείο, και για να μην σας κουράζω, σάς παραπέμπω πιο πάνω, στον ατέρμονα διάλογο με τον οποίο άρχισα την διήγησή μου!
Τέλος, (διότι πόσο μακριά μπορεί να πάει αυτή η βαλίτσα;), “καλά“, του λέω και τον πιάνω από το χέρι, οδηγώντας τον έξω από την εξώπορτα, προς το ασανσέρ.
“Πάμε κάτω να το μαζέψουμε“, δηλώνω αποφασιστικά.
Αναπάντητη η δήλωση!
Ακολουθεί πειθήνια.
Μπαίνουμε στον θάλαμο του ανελκυστήρα, κλείνει η πόρτα και αρχίζει μια κατάβαση από τις πιο αργές στην ζωή μου, προσπαθώντας να μην γελάσω και καταρρεύσει το prestige μου!
Στην προσπάθεια να συγκρατηθώ, επαναλαμβάνω αυστηρά την ερώτηση:
“και …για πες μου, πώς έπεσε το μαξιλαράκι παιδί μου;”
Σταθερά αυτός: “Πέσεσε!”
Επιμένω εγώ: “Ναι, το κατάλαβα! ΟΜΩΣ, (παύση), πώς έπεσε;”, τονίζοντας με ιδιαίτερη έμφαση εκείνο το “ΟΜΩΣ” και την συνακόλουθη παύση, που θεωρούσα ότι αποτελεί και το βαρύ διαπραγματευτικό, πυροβολικό μου στην αγωνιώδη απόπειρά μου να κρατηθώ στο ύψος μου ως γονιός!
Απτόητος αυτός μου λέει : “ΟΜΩΣ, (παύση), πέσεσε!”, τονίζοντας ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, Το Δικό Μου “ΟΜΩΣ“!
Ούτε πνευματικά δικαιώματα σεβάσθηκε ο μπάσταρδος, ούτε τίποτε!
Δεν άντεξα. Καμουφλάρισα το πνιγμένο, καταπιεσμένο μου γέλιο μ’ ένα, μάλλον αξιοπρεπές, πειστικό, πατρικό χαμόγελο, σώζοντας προσωρινά την κατάσταση και του λέω:
“Ρε, με δουλεύεις;”
Παίρνει αυτός το χαμόγελό μου, το κάνει copy–paste στην φατσούλα του και μου απαντάει ξερά:
“Ναι!”
Άντε μετά, να υπερασπισθείς αξιόμαχα τον ρόλο του αυστηρού πατέρα ως authorityστην οικογένεια!
Βγαίνουμε από το ασανσέρ, πάμε στο πεζοδρόμιο, μαζεύω το μαξιλαράκι, (και την ουρά στα σκέλια μου), και ανεβαίνουμε στο σπίτι μας, για να επιστρέψει, εκείνος στα παιχνίδια του κι εγώ στον καναπέ μου, αυτή την φορά όμως, με το αγαπημένο μου μαξιλαράκι…!
3 Σχόλια
Ηρωικός ήταν και ο γάτος μας, ο οποίος, σε κάποια φάση, με “λίγη βοήθεια”, εννοείται, “πέτατσε” κι αυτός, προσγειωνόμενος, ζώον και αβλαβής, τρεις ορόφους από κάτω μας! Που λένε, “γάτα” ο δικός σου !
Στην Αθήνα πριν χρόνια η Νοομι κι εγώ μέναμε σ’ ένα ημιυπόγειο όπου καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες μιας επαναλαμβανόμενης ιστορίας. Στο μπαλκόνι του 2ου ορόφου στην απέναντι μεριά του δρόμου ένας πιτσιρικάς. Το κάγκελο του μπαλκονιού υπερυψωμένο μισό μέτρο με σύρμα. Πιάνει ο μικρός ό,τι βρει μπροστά του –παπούτσι, μαξιλάρι… Γυρίζει προς τημ μπαλκονόπορτα και φωνάζει: «Πετάτσω;” Φωνή της μαμάς απο το βάθος του σπιτιού: «Μη! Μη! Οχι!» Απτόητος ο μικρός πετάει το παπούτσι στον δρόμο και φωνάζει προς την πόρτα «Πέτατσα!»
Ο Θα
Δέν μᾶς εἶπες, τελικά κατουρήθηκες στά γέλια μπροστά του ἤ ἄντεξες μέχρι νά μείνεις μόνος; Ἄν ἄντεξες, δικαιωματικά σοῦ ἀνήκει ὁ τίτλος τοῦ ἡρωικοῦ γιατροῦ.