Μιά μικρή βαλιτσούλα με παιδικά βιβλία της κόρης από τα χρόνια της αθωότητας, ξεχασμένη στην αποθήκη κάτω από την σκάλα, αποθήκη που λές και φτιάχτηκε για τον ίδιο τον Χάρυ Πότερ, λίγο πιο ευρύχωρη ίσως αλλά το ίδιο σκοτεινή, έφερε στα χέρια μου μιά παλιά έκδοση της κοκκινοσκουφίτσας.
Το πιο πολυδιαβασμένο παραμύθι ever, που αν θέλετε την ταπεινή μου γνώμη, δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στα παιδικά προσκεφάλια, αλλά στο τμήμα με τις ιστορίες τρόμου, δίπλα από την Γυναίκα με τα Μαύρα και το IT του Στήβεν Κινγκ, είναι παραδόξως και η ιστορία που πρώτη μας έρχεται στο μυαλό, όταν το ανήσυχο νήπιο μας ζητάει επιτακτικά να του πούμε ένα παραμύθι και μας απειλεί πως αλλιώς δεν πρόκειται να κλείσει μάτι και μαζί του φυσικά και μεις!
Με αντάλλαγμα τί άλλο από ένα ανεκτίμητο γεμάτο οκτάωρο ήρεμου, γαλήνιου ύπνου, ώστε να μας αφήσει να πάρουμε μιάν ανάσα από το τρεχαλητό της μέρας μιάς full time ή και part time μαμάς, όλες τέζα είναι έτσι κι αλλιώς μετά τις εννιά το βράδυ…
Και πάμε, οι τρελές, να κοιμήσουμε τα παιδιά μας με τον κακό τον λύκο να παραμονεύει με τα μεγάλα μάτια του μιαν αθώα παιδούλα-οικογενειακό ντελίβερι και τα κοφτερά του δόντια να τρίζουν απειλητικά καθώς ετοιμάζονται να κατασπαράξουν την γιαγιά του παραμυθιού, που στην φαντασία τους έχει πάντα την όψη της δικής τους αγαπημένης γιαγιάς.
Μιάν ατμόσφαιρα μυστηρίου πλανιέται στο παράξενο απαγορευμένο δάσος όπου καραδοκεί ο απόλυτος τρόμος και η αθωότητα-χαζομάρα της ρομαντικής κοκκινοσκουφίτσας που αποφάσισε να πάρει τον σύντομο δρόμο (εντάξει, ας μην την αδικούμε κιόλας, ήταν και φορτωμένη με τόσα πράγματα η καημενούλα), δρόμο που τυχαίνει να είναι και φουλ στο λουλουδικό, την έκανε να ξεχάσει τις συμβουλές της μανούλας.
Την άκουσε βεβαίως όταν της είπε να πάρει μαζί της ζακετούλα, αλλά όταν της έλεγε να προσέξει να μην αλλάξει δρομολόγιο και κάτι άλλα για έναν κακό λύκο μπλα μπλα μπλα, η μικρή μας αφηρημένη κουνούσε καταφατικά το κεφάλι της ενώ θαύμαζε στον καθρέφτη την καινούργια κατακόκκινη κάπα της, αλλά στην ουσία δεν συγκράτησε ούτε μιά λέξη από τις προειδοποιήσεις της μανούλας…
Μεταξύ μας, ποτέ μου δεν κατάλαβα ποιά μανούλα στέλνει μικρό παιδί, ντυμένο σημαδούρα και φορτωμένο με μισό ψυγείο τάπερ να περάσει ένα βουνό για να πάει φαγητό στην πεθερά της.
Κάπου εκεί και μετά από ένα εφιαλτικό ντου στο οικογενειακό εξοχικό και αφού ο κακός λύκος-Χάνιμπαλ έχει κάνει την γιαγιά κοτομπουκίτσες και απειλεί να κάνει το ίδιο και στην εγγονή, εμφανίζεται και ένας θηριώδης κυνηγός-μπαμπάς, σαν από μηχανής θεός και με το πελώριο τσεκούρι του κάνει ότι και ο Ντέξτερ στην ομώνυμη αστυνομική σειρά που στάζει αίμα από τους τίτλους αρχής ακόμα! Χωρίς το σελοφάν όμως και γίνεται η καλύβα ένα χάλι μαύρο διότι όλα τελειώνουν με μιά μεγάλη σφαγή από την οποία βγαίνουν μέσα στα αίματα και στα υγρά στομάχου του κακού λύκου, η γιαγιά και η εγγονή της, ολοζώντανες και πολύ πολύ χαρούμενες που σώθηκαν στο παρά πέντε! Μιλάμε για τύχη βουνό !
Μετά από αυτό το παραμυθένιο μακελειό περιμένουμε το βλαστάρι μας να κάνει έναν ήρεμο ύπνο και να μην πετάγεται κάθε τρείς και λίγο φωνάζοντας «ΒΟΗΘΕΙΑ ΜΑΜΑΑΑΑ, έρχεται να με φάει ο λύκος…»
Και με τί να πρωτοασχοληθείς σ΄αυτό το παραμύθι! Με τα αίματα, τα δόντια τα σουβλερά, τον τρόμο, την παραπλάνηση, την καημένη την γιαγιά που έμενε μόνη της στο βουνό άρρωστη γυναίκα, την μανούλα που έστειλε το ανήλικο ασυνόδευτο, επίσκεψη στου διαόλου τη μάνα;
Εμένα με ενοχλεί ακόμα και που δεν μάθαμε ποτέ το όνομα της κοκκινοσκουφίτσας και κυκλοφορούσε με παρατσούκλι λες και είχε βγει στην παρανομία και την έψαχνε η Ιντερπολ!
Αν και απ΄ότι έψαξα, το συνήθιζε αυτό ο Σαρλ Περώ, που στο μυαλό του γεννήθηκε εκτός από την μικρή ντελιβερού του δάσους και ένας Κοντορεβιθούλης, μιά Ωραία Κοιμωμένη, μια Σταχτοπούτα, ένας Παπουτσωμένος Γάτος και ποιός ξέρει πόσοι άλλοι αντάρτες-αβάπτιστα του βουνού και του λόγγου …
Με τα χρόνια τα παιδάκια μας (και μεις ακόμα, που είμασταν κάποτε παιδάκια και με το ίδιο θρίλερ αποκοιμιόμασταν) ίσως να καταφέρουν να ξεπεράσουν τις όποιες φοβίες τους περάσαμε μέσα από το συγκεκριμένο παραμύθι, με την βοήθεια πάντα ενός καλού ψυχολόγου.
Μπορεί σαν παιδιά να μάθαμε να μην μιλάμε σε αγνώστους, να μην εμπιστευόμαστε κανέναν, να μην πηγαίνουμε πουθενά κρυφά και να φοράμε πάντα την ζακετούλα μας, γιατί αλλιώς …θα μας φάει ο λύκος, αλλά ίσως μεγαλώνοντας, η σκοτεινή πλευρά του παραμυθιού να απέκτησε και μιά γοητεία που να την έκανε ακαταμάχητη. Το μυστηριώδες, το απαγορευμένο είναι όσο να πεις πιό τραβηχτικό. Ο σύντομος δρόμος είναι συνήθως και πιό εύκολος και σε ποιόν αρέσει να περιμένει στην ουρά για οτιδήποτε σήμερα;
Μπορεί να ξεκινάει με μιά απλή αλλαγή πορείας, μιά φαινομενικά αθώα παράκαμψη.
Συνήθως όλες οι παρακάμψεις εκεί έξω υπάρχουν για έναν και μόνο λόγο. Να κόψουμε δρόμο. Και στην ζωή το ίδιο. Μόνο που εκεί μπορεί να χαθείς. Βλέπετε, δεν έχουν όλοι κ GPS …
Καλό δρόμο λοιπόν και προσοχή… κυκλοφορεί ο κακός ο λύκος και μπορεί να είναι πολύ, μα πάρα πολύ γοητευτικός. Είναι κάτι σαν τον Τζώρτζ τον Κλούνει του δάσους. Στον δρόμο θα σας τάζει λαγούς με πετραχήλια, θα σας χαρίζει λουλουδάκια, θα σας τραπεζώνει στα καλύτερα, αλλά μη ξεγελιέστε…το τελευταίο κυριλέ γεύμα μαζί του έχει ως κυρίως πιάτο αποκλειστικά και μόνον εσάς και δεν ξέρω πόσοι κυνηγοί κυκλοφορούν την σήμερον εκεί έξω για να σας σώσουν πριν σας χωνέψει το μεγάαααλο στομάχι του.
Και μην ξεχνάτε, η μεγαλύτερη πλάνη στα παραμύθια είναι η τελευταία τους φράση :
«Και ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα…»
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr