Με το που άνοιγε το καφενείο του χωριού ήταν από τους πρώτους που είχαν φθάσει για καφέ, να μη σας πω ότι ήταν φορές όπου είχε προηγηθεί του ιδιοκτήτη του, περιμένοντας στο πεζούλι για να γυρίσει το κλειδί στην πόρτα και να μπει.
”Είναι εθισμός, είναι αρρώστια, είναι το αποκούμπι μου” έλεγε, καθώς στο σπίτι άλλον δεν είχε, μόνος του σιγυριόταν, μόνος του έμενε, τα πάντα αυτός έφερνε ”βόλτα”.
Τα τρία πακέτα τσιγάρα και οι τέσσερις καφέδες την ημέρα του ” έπεφταν ” λίγα.
Έφθαναν και οι φίλοι του και με το πάθος στα χαρτιά που είχε ρίχνονταν στην ”κονσίνα”, το γύριζαν μετά στην ”ξερή”, τη ”δηλωτή” και τέλειωναν με τον ”Θανάση”.
Ακολουθούσαν τα ούζα,οι ρακές,τα τσίπουρα. Και όλα αυτά κατακαλόκαιρο.Καθόλου δεν έδινε σημασία αν ο υδράργυρος ανέβαινε. Γι αυτόν οι μουριές ήταν η απέραντη δροσιά του.
Κι εδώ που τα λέμε, τι να έκανε και στο σπίτι το οποίο αντί για κεραμίδια ένα τεντόπανο τον προφύλασσε χειμώνα καλοκαίρι. Καθόλου δεν τον ένοιαζε αρκεί οι γάτες του και ο σκύλος του ο Μπόμπης να ήταν ταϊσμένα πότε από τους γείτονες, πότε από τον ψωμά που περνώντας μιά φορά την εβδομάδα του άφηνε καμιά δεκαριά φραντζόλες.
Αρρώστησε.Ο γιατρός του απαγόρευσε το τσιγάρο. ” Ή το κόβεις μαχαίρι εδώ και τώρα ή σε κόβει αυτό σε δυο-τρεις μήνες”. Τώρα πλέον το τσιγάρο το κρατά άναφτο στο στόμα αρκεί να γεύεται τη μυρωδιά του.
Ο Αποστόλης ένα πρωί δεν φάνηκε στο καφενείο. Ανησύχησαν όλοι. Πήγαν και τον βρήκαν ανάσκελα και με τα μάτια μισάνοιχτα. Μόνο οι γάτες και ο σκύλος του είχαν πάρει χαμπάρι το χαμό του και μαζεμένα τα ζωντανά γύρω του έκλαιγαν με ένα βουβό πόνο που ο ανθρώπινος τύφλα να έχει μπροστά του.
Τον κήδεψαν οι φίλοι του και γυρνώντας στο καφενείο βγάλανε όλα τα κερδισμένα στοιχήματα από τα παιχνίδια και τα έπιναν στη μνήμη του.
Η καρέκλα του στο καφενείο έμεινε άδεια.
Πώς να βγει παιχνίδι από δω και πέρα χωρίς τον Αποστόλη;