* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr
Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
Ο Μάιος, όπως έχω ήδη πει, είναι γεμάτος αίμα. Αίμα που χύθηκε στους δρόμους και εξαφάνισε την μυρωδιά των λουλουδιών, που ρήμαξε την αναγέννηση της φύσης, που σκότωσε την άνοιξη, που έθαψε όσους θέλησαν να φέρουν μια αλλαγή. Όχι μόνο σε μια χρονιά, αλλά, δυστυχώς, σε πάρα πολλές, σε διάφορες χώρες και για πολλαπλούς λόγους.
Αφήνοντας τις ματωμένες δικές μας επετείους, που θα μνημονευθούν από πολλούς, θα σας ταξιδέψω μέχρι τη γειτονική Ιταλία, σχεδόν σαράντα χρόνια πριν- στον Μάιο του 1978.
Ο Άλντο Μόρο, ένας σημαντικός Χριστιανοδημοκράτης πολιτικός είχε διατελέσει πρωθυπουργός της γείτονος από το 1963 ως το 1968( τρεις κυβερνήσεις συνασπισμού) και από το 1974 ως το 1976(δύο κυβερνήσεις συνασπισμού).
Στην διετία 1974-1976 εγκαινίασε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο περιλάμβανε επιδόματα στις ασθενείς κοινωνικές ομάδες, σαρωτικές μεταρρυθμίσεις στις συντάξεις, στην περίθαλψη και στην εκπαίδευση.
Ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Κεντρο-Δεξιού κυβερνητικού συνασπισμού της δεκαετίας του ’60, αλλά και αυτός που ηγήθηκε των προσπαθειών «συνάντησης» Χριστιανοδημοκρατών και Κομμουνιστών στις αρχές της επόμενης δεκαετίας(’70), κίνηση που έμεινε γνωστή ως «ιστορικός συμβιβασμός ( compromesso storico).
Οι προσπάθειες διήρκεσαν από το 1976 ως το 1978 και οι Κομμουνιστές δέχτηκαν τελικά να μην καταψηφίσουν τις προτάσεις των Χριστιανοδημοκρατών στην Βουλή, παίρνοντας ως αντάλλαγμα την εκπροσώπισή τους στην κυβέρνηση. Ήταν το αποτέλεσμα των λαμπρών ικανοτήτων του Μόρο να φέρνει πάντα κοντά ανταγωνιστικές ιδεολογίες και αντίπαλες πρακτικές, γεφυρώνοντας την απόσταση και δημιουργώντας «παράλληλες συγκλίσεις», όπως τις αποκαλούσε ο ίδιος.
Ο Μόρο έμεινε στην ιστορία για αυτούς ακριβώς τους λεπτούς και ευφυείς πολιτικούς τακτικισμούς.
Στην Ιταλία τότε κυριαρχούσε η ακροαριστερών πεποιθήσεων ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, τα εξτρεμιστικά μέλη της οποίας ήταν πλήρως αντίθετα με τον «ιστορικό συμβιβασμό» Δεξιάς και Αριστεράς που πρέσβευε ο Άλντο Μόρο.
Εκείνο το συγκεκριμένο πρωινό (16 Μαρτίου 1978) ήταν πολύ σημαντικό για τον Άλντο Μόρο. Έφευγε από το σπίτι του με προορισμό το Κοινοβούλιο, προκειμένου να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην πρώτη Κυβέρνηση, η οποία θα είχε τη στήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας- μια ευτυχής κατάληξη του οράματός του.
Ήταν εκείνο το πρωινό που μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών επέλεξαν να επιχειρήσουν κάτι παράτολμο: επιτέθηκαν, εκτέλεσαν τους πέντε σωματοφύλακες του Μόρο και απήγαγαν τον ίδιο, στέλνοντας την ίδια ώρα προκηρύξεις στην κυβέρνηση, στον τύπο και την οικογένεια του απαχθέντος, απαιτώντας ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του σημαίνοντος πολιτικού, την απελευθέρωση όλων των έγκλειστων ιδρυτικών τους μελών που περίμεναν την καταδίκη τους.
Η κυβέρνηση βρέθηκε σε δίλημμα: αν ενέδιδε στις απαιτήσεις των τρομοκρατών θα έθετε σε κίνδυνο απαγωγών ολόκληρη την πολιτική της χώρας. Αν δεν ενέδινε, θα έδινε την εντύπωση ότι αδιαφορούσε για τη σωτηρία του ενός, προτιμώντας την σωτηρία των μελών μιας τρομοκρατικής οργάνωσης.
Τελικά, επέλεξε να μην συνδιαλλαγεί με τους τρομοκράτες…
Στο μεταξύ, οι δυνάμεις ασφαλείας προσπαθούσαν να ανακαλύψουν τον χώρο που είχε οδηγηθεί ο Άλντο Μόρο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Έπειτα από 54 μέρες αιχμαλωσίας, το πτώμα του δολοφονημένου πολιτικού βρέθηκε μέσα σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο Ρενό 4, σε έναν κεντρικό δρόμο της Ρώμης. Οι τρομοκράτες, συμβολικά, το είχαν αφήσει στα μισά της απόστασης μεταξύ των γραφείων του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και των αντίστοιχων του Κομμουνιστικού.
Το ημερολόγιο έδειχνε 9 Μαϊου και ολόκληρη η Ιταλία είχε συγκλονιστεί.
Σε μια εποχή ψυχρού πολέμου, με την Μόσχα και την Ουάσιγκτον σφόδρα αντίθετες σ’ αυτό το εγχείρημα, δεν ήταν λίγοι αυτοί που υποστήριξαν ότι η δολοφονία του Άλντο Μόρο ήταν «αναγκαίο κακό»…
Πυκνό σκοτάδι κρύβει ως σήμερα (μετά από 4 δίκες και αμέτρητες έρευνες) τον υπεύθυνο ή τους υπεύθυνους της δολοφονίας του, αν και ο φάκελος της απαγωγής/δολοφονίας του άνοιξε ξανά πριν λίγα χρόνια. Κάποια στοιχεία έδειξαν πιθανή εμπλοκή των μυστικών υπηρεσιών της Ιταλίας, του Τζούλιο Αντρεότι (επίσης Ιταλού πολιτικού που χρημάτισε πρωθυπουργός), της σοβιετικής KGB και Αμερικανών διπλωματών, τόσο κατά την απαγωγή όσο και στην απόφαση της δολοφονίας.
Επι κεφαλής της έρευνας ήταν ο επιθεωρητής της αντιτρομοκρατικής Ενρίκο Ρόσι. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν να καταλήξει ο φάκελος και πάλι στο αρχείο, αφού δεν υπήρξαν αποδείξεις, σύμφωνα με την άποψη της εισαγγελίας της Ρώμης.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr