Επίκαιρα και Ανεπίκαιρα

Δεν υπήρχε άλλος δρόμος- επέτειος του μνημονίου, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Spread the love

Γιάννης Καραχισαρίδης

Η επέτειος του μνημονίου έδωσε την ευκαιρία να διατυπωθούν συμπεράσματα, τώρα που έχει προκύψει μια χρονική απόσταση τεσσάρων χρόνων. Το πέρασμα του χρόνου όμως μοιάζει να μη βοήθησε καθόλου στο να κατανοήσουμε τι ακριβώς συνέβη. Η συναισθηματική κατανόηση της πραγματικότητας, η προσπάθεια να διατηρούμε κάποιας μορφής λαϊκό έρεισμα (δηλαδή να γινόμαστε – ή να νομίζουμε ότι γινόμαστε – αρεστοί στους γύρω μας), η άρνηση να προσεγγίσουμε νέα φαινόμενα ή τέλος η ανάγκη για «επαναστατική» γυμναστική, μας οδηγούν σε βολικά συμπεράσματα που από την αφετηρία τους είναι λαθεμένα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.

Το βασικό δίλημμα σ’ αυτή τη δύσκολη διαδρομή ήταν αν θα μείνουμε στο ευρώ ή αν θα αποχωρήσουμε. Το δημοψήφισμα που επιδίωξε ο Γ.Α.Π. το 2011 συνόψιζε ακριβώς αυτό το μοναδικό δίλημμα που είχε θέσει από την αρχή η οικονομική κρίση στους πολίτες αυτής της χώρας. Άσχετα αν εκείνος το προανήγγειλε για δικούς του πολιτικούς λόγους (προσπαθώντας να συγκρατήσει τη κοινοβουλευτική του πλειοψηφία). Όλη η επιχειρηματολογία που είχε αναπτυχθεί μέχρι τότε είχε να κάνει μ’ αυτό το θέμα. Καταγγελία του χρέους και επιστροφή στη δραχμή ή παραμονή στο ευρώ και δημοσιονομική προσαρμογή (δηλαδή μνημόνιο). Όλες οι άλλες εκδοχές ανήκαν στη σφαίρα της φαντασίας και καμιά σχέση δεν είχαν με τις εξελίξεις. Η διαδεδομένη τότε άποψη που έλεγε παραμονή στο ευρώ, χωρίς δημοσιονομική προσαρμογή (δηλαδή παραμονή και ταυτόχρονη καταγγελία του μνημονίου) δεν είχε καμιά σχέση με τη πραγματικότητα. Έκφραζε μόνο μια προφανή συναισθηματική επιθυμία. Να συνεχίσουμε δηλαδή τη ζωή μας όπως ήταν και να προσποιηθούμε ότι η αδυναμία δανεισμού δεν είχε ποτέ προκύψει. Όσοι πίστευαν σ’ αυτή την εκδοχή ήταν θύματα αντικατοπτρισμού. Έβλεπαν μια όαση στην έρημο, αρνούμενοι να παραδεχθούν ότι δεν υπήρχε. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο πραγματικό δίλημμα. Η επιστροφή στη δραχμή, που υποστηρίχτηκε από ορισμένα κόμματα, αλλά και από επιφανείς οικονομολόγους, ποτέ δεν έπεισε το ακροατήριο. Η παραμονή στο ευρώ, ακόμα και στις πιο σκληρές περιόδους της δημοσιονομικής προσαρμογής (εφαρμογής δηλαδή του μνημονίου) ήταν η άποψη της πλειοψηφίας, όπως έδειχναν όλες οι δημοσκοπήσεις. Τώρα μάλιστα μετά από τέσσερα χρόνια οι περισσότεροι υποστηριχτές της δραχμής ή σιώπησαν ή προσπαθούν να μας εξηγήσουν ότι κάτι άλλο εννοούσαν τότε που ήταν υπέρμαχοι.

Ας έρθουμε όμως σ’ αυτό καθ’ εαυτό το μνημόνιο, δηλαδή στους όρους και στις διαδικασίες της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής που εξελίχθηκε σ’ αυτά τα χρόνια. Το μνημόνιο, μια απλή και αθώα κατά τα άλλα λέξη, έγινε η πιο καταραμένη στο λεξιλόγιο μας. Ενώ στο λεξικό εξηγείται σαν συμφωνία – τι πιο απλό – στη συνείδηση όλων μας μεταφράστηκε σαν ο χειρότερος εφιάλτης της σύγχρονης Ιστορίας μας. Πρόκειται για μια μαζική μονομανία που φυσικά καθόλου δε βοηθάει να κατανοήσουμε τι μας συμβαίνει. Μας οδήγησε μόνο να δούμε τους εαυτούς μας ως θύματα και στη συνέχεια με μανία ν’ αναζητήσουμε τους θύτες. Έτσι φτάσαμε να «μισούμε» τους Γερμανούς, το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία όμως δεν θέλαμε και να την αποχωριστούμε. Για να δικαιολογηθεί αυτή η ανισσοροπία εφευρέθηκε το «επαναστατικό» επιχείρημα ότι μένουμε για να την αλλάξουμε και από Ένωση των μεγάλων συμφερόντων να τη μετατρέψουμε σε Ένωση των λαών. Εύληπτη, ευπρόσδεκτη, γοητευτική εξαγγελία, που όμως ήταν ήδη ευχή της αριστεράς εδώ και πολλά χρόνια. Προς το παρόν όμως είμαστε υποχρεωμένοι να προσπεράσουμε τις ευχές και να μείνουμε στη μόνη απτή πραγματικότητα, που είναι η δημοσιονομική προσαρμογή που προέκυψε, με όλες τις συνέπειες στο επίπεδο ζωής των πολιτών.

Η τρόικα ήταν το άλλο θύμα της αθωωτικής μας συνείδησης. Όταν στη πρόσφατη έκθεση της ανέλυσε τα πεπραγμένα και διαπίστωσε ότι οι εκτιμήσεις της έπεσαν έξω, τότε όλοι ακόμη κι όσοι επέμεναν για τη παραμονή στο ευρώ, αμέσως έδειξαν τους ενόχους για τη πτώση του βιοτικού επιπέδου και πανηγύρισαν. Κατακεραύνωσαν τους τρεις εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Δ.Ν.Τ. ως ανίκανους. Και ανέμιζαν ως απόδειξη τα λάθη τους. Μόνο που αγνοούσαν ότι στην οικονομική επιστήμη δεν υπάρχουν προβλέψεις, αλλά μόνο εκτιμήσεις. Οποιαδήποτε πρόβλεψη για το μέλλον είναι γνωστό, ότι αμέσως μόλις διατυπωθεί εμπεριέχει υποχρεωτικά λάθη. Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν πολύ καλά όλοι όσοι ασχολούνται μ’ αυτά τα θέματα. Το πλήθος των παραγόντων που καθορίζουν τις οικονομικές εξελίξεις είναι τόσο μεγάλο που δεν υπάρχει η επιστημονική δυνατότητα να καθοριστεί η αλληλουχία τους, άρα να προβλεφθεί με αξιοπιστία η πραγματικότητα που θα προκύψει στο μέλλον. Είτε το θέλουμε είτε όχι μέχρι εκεί φτάνουν οι δυνατότητες τις οικονομικής επιστήμης. Στον σύγχρονο κόσμο καμία απολύτως μακροχρόνια πρόβλεψη δεν επαληθεύτηκε, γι’ αυτό και μιλάμε μόνο για εκτιμήσεις. Οπότε το να κατηγορούμε τη τρόικα ότι δεν έκανε σωστές προβλέψεις και ότι θα μπορούσε να επεξεργαστεί ένα καλύτερο μνημόνιο – διότι περί αυτού πρόκειται – είναι σαν να κατηγορούμε έναν μαθηματικό γιατί δε μπορεί να λύσει μια εξίσωση με χίλιους αγνώστους και περιορισμένα δεδομένα. Η τρόικα στην έκθεση της ανέλυσε το αποτέλεσμα των εκτιμήσεων της (που a priori θα περιείχαν λάθη) κι όχι την αξιοπιστία των προβλέψεων της. Κι ανάμεσα στα δύο υπάρχει τεράστια διαφορά.

Αν επιτέλους πειστούμε ότι η κρίση ήταν διεθνής, ότι η χώρα μας είχε δομές και νοοτροπίες που την έκαναν ευπαθή στην επιρροή της, ότι ταυτόχρονα είχαμε υπερδανειστεί και χάσαμε τη δανειοληπτική μας αξιοπιστία, τότε μπορούμε να καταλάβουμε επιτέλους ότι η έξοδος – σε οποιαδήποτε εκδοχή της – δε θα μπορούσε παρά να ήταν επώδυνη. Κι ας το πάρουμε επιτέλους απόφαση ότι, προς το παρόν, ζούμε σ’ ένα καπιταλιστικό περιβάλλον και μέσα σ’ αυτό θα πρέπει ν’ αναζητούμε τις βέλτιστες λύσεις μας. Κι ας αποφασίσουμε τέλος ν’ αναζητούμε τις λύσεις στον πραγματικό κόσμο κι όχι ν’ αναμένουμε την άφιξη ενός ιδεατού, που αυτομάτως θα λύσει τα πάντα, αλλά που μονίμως καθυστερεί να έρθει.

Δεν υπήρχε άλλος δρόμος και για έναν επιπλέον λόγο. Οι πολίτες, οι πολιτικοί, οι θεσμικοί παράγοντες, όλοι μας τελικά ήμασταν στενά δεμένοι με τις στρεβλές μορφές κοινωνικής οργάνωσης που χρόνια διαμορφώνονταν. Ο κοινωνικός ιστός, ο τρόπος ζωής, οι κατεστημένες αντιλήψεις, οι συναλλαγές, όλα όσα πιστοποιούσαν την προ κρίσης ταυτότητα μας, ήταν τόσο βαθιά σμιλευμένα στη συνείδηση μας και στη καθημερινή μας πρακτική που ήταν απίστευτα δύσκολο να μεταμορφωθούν απότομα με την εμφάνιση ενός βίαιου εξωγενούς παράγοντα, που ήταν η παγκόσμια κρίση του 2008.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, λάθη δεν έγιναν. Όταν η Ν.Δ. πήγαινε στο Ζάππειο για να αναγγείλει επανειλημμένως ότι το μνημόνιο (δηλαδή η δημοσιονομική προσαρμογή) ήταν λάθος, προσπαθούσε ν’ αντισταθεί στον ανεμοστρόβιλο των ραγδαίων γεγονότων και ταυτόχρονα να κατανοήσει τα αχαρτογράφητα τοπία της νέας πραγματικότητας. Όταν οι βουλευτές της άνετης πλειοψηφίας του ΠΑΣΟΚ αρνούνταν να ψηφίσουν περικοπές δεν έκαναν λάθος, απλά προσπαθούσαν ν’ αντισταθούν σε κάτι που θα υποβάθμιζε τις ζωές των πολιτών. Οι οριζόντιες περικοπές και οι φορολογικές αστοχίες δεν ήταν λάθος, απλά με τόσες ριζωμένες νοοτροπίες δεν μπορούσε να βρεθεί άλλος δρόμος πιο βατός. Κι όσοι λένε ότι θα ήταν καλύτερη μια πιο ήπια προσαρμογή – πάλι για να γίνουν αρεστοί – δεν καταλαβαίνουν ότι το σύνδρομο της αναβολής θα επικρατούσε και πάλι και θα συρόμασταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας για χρόνια.

Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Και ήταν ένας δρόμος που έπρεπε να ανοιχτεί εξ αρχής σε δύσβατες και άγνωστες περιοχές. Και τώρα, μετά από τέσσερα χρόνια, αντί να ψάχνουμε ακόμα για βαρβάρους, ας παρατηρήσουμε νηφάλια τον τρόπο με τον οποίον ήδη άλλαξαν νοοτροπίες και αντιλήψεις. Κι αν συγκεντρωθούμε στη «πραγματική» πραγματικότητα, θα είναι εύκολο να διορθώσουμε τις κακοτεχνίες του δρόμου που τόσο βιαστικά – αλλά προς όφελος μας – υποχρεωθήκαμε ν’ ανοίξουμε.

 Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

iPorta.gr 

 

SHARE
RELATED POSTS
Η Χρυσή Αυγή και η Δημοκρατία, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης;, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Μάνατζμεντ και Πολιτική, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.