Επίκαιρα και Ανεπίκαιρα

Η ανάπτυξη από άλλο δρόμο, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Spread the love

Γιάννης Καραχισαρίδης

Η ατζέντα της αυταπάτης. Η ατζέντα μας στα χρόνια της κρίσης είναι γεμάτη από αυταπάτες. Είναι μια ατζέντα που συντηρεί την υπερηφάνεια ή το αίσθημα της αλληλεγγύης, αλλά δεν ξεκλειδώνει τη πραγματικότητα, δεν οδηγεί σε καμιά λύση. Αντίθετα χειροτερεύει τη ζωή μας μέρα με τη μέρα. Το πρώτο λάθος της ατζέντας μας είναι η ομόφωνη και συνολική αποκαθήλωση του παρελθόντος. Μοιρολογούμε για το πριν και αφήνουμε το μετά στη τύχη του. Το δεύτερο λάθος είναι ότι στις μέρες της κρίσης φορτώνουμε τα πάντα στους κακούς δανειστές. Τους θεωρούμε αποκλειστικούς υπεύθυνους για τη λιτότητα και την ανέχεια. Το τρίτο λάθος ότι ασχολούμαστε με την ανθρωπιά και τη διαχείριση της φτώχειας κι όχι με το πώς θα αναστραφεί η κατάσταση ριζικά και οριστικά. Το τέταρτο λάθος είναι ότι αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα ως πολιτική διαμάχη και πιστεύουμε ότι αν υπερισχύσουμε η χώρα εύκολα θα επανακάμψει. Και το πέμπτο και μεγαλύτερο είναι ότι με μεγαλοστομίες θέλουμε να τα αλλάξουμε όλα και φυσικά όταν θέλεις να τα αλλάξεις όλα, δεν αλλάζεις τίποτα. Η ατζέντα μας περιλαμβάνει αυτά τα πέντε θέματα κι απολύτως τίποτα άλλο. Με αυτά πορευόμαστε, αυτά συζητάμε, αυτά αναλύουμε, γι’ αυτά αντιδικούμε. Μας απασχολεί δηλαδή μια ατζέντα που αποδεδειγμένα δεν οδηγήσει πουθενά.

Η αιχμή του δόρατος. Ας κάνουμε μια υπόθεση. Ας υποθέσουμε ότι με ένα μαγικό τρόπο ανακαλύπτουμε το ελιξίριο της ανάπτυξης. Κι έστω ότι φέρνουμε την ανάπτυξη στην αυλή μας. Με μεγάλες επιδόσεις και υψηλούς δείκτες. Και οι εξαγωγές μας εξακοντίζονται, η ανεργία υποχωρεί με γρήγορους ρυθμούς, αποκαθιστώντας και τις εργασιακές σχέσεις και το ΑΕΠ διογκώνεται με γεωμετρική πρόοδο. Ας υποθέσουμε ότι όλα αυτά τα μαγικά συμβαίνουν τώρα κι όχι στο μέλλον. Αν αυτό ήταν δυνατό να συμβεί, τότε είναι προφανές ότι η ατζέντα της αυταπάτης, που περιγράψαμε πιο πάνω, θα εξαφανίζονταν αμέσως από τις συζητήσεις μας. Με μια τέτοια εξέλιξη δε θα είχαμε το χρόνο να ψάχνουμε ενόχους στο παρελθόν, δε θα είχαμε καμιά αιτία να κατηγορούμε τους δανειστές, θα συζητούσαμε περισσότερο για καινοτομίες παρά για συσσίτια, οι πολιτικές λύσεις θα είχαν ξεχαστεί και όλα όσα θέλουμε να αλλάξουμε θα έπαιρναν τη σειρά τους πίσω από την ατμομηχανή της ανάπτυξης. Κάνοντας αυτή την μαγική υπόθεση, ίσως να μπορέσουμε να καταλάβουμε ότι η ανάπτυξη είναι η αιχμή του δόρατος, αν θέλουμε να ξεπεράσουμε τη κρίση. Και το πρόβλημα δεν είναι να συμφωνήσουμε για τη σημασία της ανάπτυξης. Γιατί κανείς δε διαφωνεί. Το πρόβλημα είναι ότι δεν αποφασίζουμε να την ξεμοναχιάσουμε στην ατζέντα μας. Δεν της δίνουμε την άμεση προτεραιότητα που της αξίζει και την αφήνουμε να σιγοβράζει μ’ ένα σωρό άλλα θέματα, σημαντικά μεν, που όλα μαζί όμως φτιάχνουν μια δύσχρηστη μάζα, που κανείς δεν μπορεί να τη διαχειριστεί.

Η παγίδα του Ρούσβελτ. Ο Ρούσβελτ εν αγνοία του μας έχει παγιδέψει. Μιλάμε για τον αμερικανό πρόεδρο που επέλεξε το New Deal ως φάρμακο στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης, μετά το κραχ του 1929. Έριξε κρατικό χρήμα στην αγορά και μετέτρεψε την Αμερική σ’ ένα απέραντο εργοτάξιο, ωθώντας έτσι την οικονομία σε άμεση ανάκαμψη. Αυτή τη λύση τη μιμήθηκε και ο Ομπάμα στη κρίση του 2008 και με την ίδια μέθοδο ανέκαμψε και πάλι η αμερικανική οικονομία. Αυτή η διπλή επιτυχία ήταν που μας παγίδεψε. Και νομίζουμε ότι το ίδιο φάρμακο θα μπορούσε να γιατρέψει και τις δικές μας πληγές. Πρόκειται για μια απλοϊκή μεταφορά. Γιατί η δική μας περίπτωση δεν αντιμετωπίζεται ούτε με ένα New Deal, ούτε με ένα σχέδιο Μάρσαλ. Έτσι όπως είναι διαρθρωμένο το δικό μας κράτος, όσο χρήμα κι αν περνούσε μέσα από τις συμπληγάδες του, καμιά ανάπτυξη δε θα έφερνε. Μόνο πρόσκαιρο πλουτισμό. Στη χώρα μας αγαπάμε τον Ρούσβελτ και τον Κέυνς γιατί έδωσαν αξία στο κράτος. Αλλά σε ποιο κράτος. Στο κράτος της δικής τους χώρας που σε τίποτα δε μοιάζει με το δικό μας. Και δεν είναι θέμα ούτε γραφειοκρατίας, ούτε πολυνομίας, ούτε κλειστών επαγγελμάτων, ούτε τίποτα απ’ όλα αυτά που θέλουμε να μεταρρυθμίσουμε. Είναι θέμα μιας ριζικά διαφορετικής κοσμοαντίληψης. Ας δούμε ένα παράδειγμα.

Ο στρατηγός Γκρόουβ. Το 1942 οι αμερικανοί μαθαίνουν ότι οι γερμανοί εργάζονται για την ατομική βόμβα κι αποφασίζουν αμέσως να ξεκινήσουν αντίστοιχες έρευνες. Εμείς τι θα κάναμε σ’ αυτή τη περίπτωση; Θα δημιουργούσαμε πρώτα μια επιτροπή, μετά έναν οργανισμό, θα κάναμε προσλήψεις, θα νομοθετούσαμε σχετικά και θα πορευόμασταν με όλους τους περιορισμούς του δημόσιου λογιστικού. Και φυσικά ο δημόσιος αυτός οργανισμός θα αποτελούσε μέρος του κράτους για πάντα. Οι αμερικανοί τι έκαναν; Έψαξαν να βρουν σε ποιον θα αναθέσουν τη δουλειά. Έψαξαν και τον βρήκαν. Ήταν ο στρατηγός Γκρόουβ. Του έδωσαν περιθώριο 19 μήνες, ούτε μια μέρα παραπάνω. Και τον ρώτησαν τι χρειάζεται για να ολοκληρώσει το project. Φυσικά χωρίς νομοθεσίες, καινούριους αιωνόβιους οργανισμούς και άλλα σχετικά. Και με απόλυτη προσωπική ευθύνη. Ο στρατηγός βρήκε τους συνεργάτες του και τους επιστήμονες που χρειαζόταν. Κι αφού ολοκλήρωσε το project όλο το σύστημα που είχε στηθεί γι’ αυτό το σκοπό αποσυναρμολογήθηκε. Απλά γιατί δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει να υπάρχει. Σε όλη τη διαδικασία ο στρατηγός δε λογοδοτούσε στην ιεραρχία, αλλά μόνο σε εκείνους που του ανέθεσαν τη δουλειά. Στη δική μας περίπτωση είναι αδύνατο να σκεφτούμε ότι το κράτος μπορεί να δουλέψει και μ’ αυτό τον τρόπο.

Ο φόβος της ηγεσίας. Ο δικός μας τρόπος σκέψης έχει πρόβλημα με την ηγεσία. Γιατί στο μυαλό μας την ταυτίζουμε με την ανεξέλεγκτη εξουσία. Για μας η ηγεσία ισοδυναμεί με την απολυταρχία. Γιατί όταν μοιράζουμε ηγεσίες, λέμε ότι μοιράζουμε οφίτσια. Όταν αναθέτουμε την ηγεσία σ’ ένα νοσοκομείο ή σ’ έναν οποιονδήποτε δημόσιο οργανισμό, η ανάθεση δε περιλαμβάνει ούτε συγκεκριμένους στόχους, ούτε χρονοδιαγράμματα. Απλά αποδίδεται η εξουσία. Και ο επικεφαλής που αναλαμβάνει καλείται να τρέχει τη καθημερινότητα με βάση την τρέχουσα νομοθεσία. Παράλληλα έχουμε ιδρύσει ένα σωρό ελεγκτικούς μηχανισμούς που σκοπό έχουν να ελέγχουν εκ των υστέρων και να καταλογίζουν με χαιρεκακία οποιαδήποτε παρατυπία, στύβοντας το γράμμα του νόμου και τα παραθυράκια του. Αναθέτουμε ηγεσίες και ελέγχουμε μόνο τη νομιμότητα των πράξεων τους, όχι τα αποτελέσματα της κάθε θητείας. Η προσωπική ευθύνη ελέγχεται μόνο σε σχέση με πιθανή κακοδιαχείριση και ποτέ με βάση του τι έχει πετύχει η εκάστοτε ηγεσία. Καιροφυλαχτούμε να κατακεραυνώσουμε για τη παραμικρή υποψία αδιαφάνειας και τιμούμε αυτόν που δεν πέτυχε απολύτως τίποτα, αρκεί να αποδειχθεί στα μάτια μας «έντιμος». Κάθε είδους ηγεσία αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Τα κριτήρια μας είναι εν γένει ηθικοπλαστικά και δεν υπολογίζουμε την αξία μιας καινοτομίας ή ενός επιτεύγματος.

Αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία με στερεότυπα. Νομίζουμε λανθασμένα ότι για να υπάρχει δημοκρατία αρκεί η δια της ψήφου εναλλαγή των προσώπων στην εκτελεστική και στη νομοθετική εξουσία. Κυκλοφορούν βέβαια κι ένα σωρό άλλες θολές αντιλήψεις για το νόημα της δημοκρατίας. Μπερδεύουμε το «ίσοι απέναντι στους νόμους» με το «ίσοι γενικώς». Μα η πιο στρεβλή αντίληψη που επικρατεί είναι σχετική με τα θέματα της ηγεσίας. Αυτός που ηγείται βρίσκεται σ’ ένα διαρκές εδώλιο. Αυτός που ηγείται οφείλει να κρύβεται πίσω από κάθε είδους συλλογικότητα, για να μη κινδυνεύει να διασυρθεί. Κι όλα αυτά γιατί στην χώρα μας δεν ισχύει μια θεμελιώδης λειτουργία της δημοκρατίας. Δηλαδή η υποχρέωση της, όταν αναθέτει ηγεσίες, να τις θέτει στόχους και να τις ελέγχει και να τις αξιολογεί με βάση τα αποτελέσματα επί των στόχων. Αυτός ο μηχανισμός λείπει από τη χώρα μας και γι’ αυτό οι πολίτες είναι πλέον καχύποπτοι απέναντι όχι μόνο στο πολιτικό σύστημα, αλλά και σε κάθε επί μέρους ηγεσία. Γιατί απλά και σε όλες τις βαθμίδες, οι στόχοι έχουν αντικατασταθεί με γενικολογίες και αοριστολογίες που δεν μπορούν ούτε να ελεγχθούν, ούτε να αξιολογηθούν. Και πάνω απ’ όλα έχουν «θεσμοθετηθεί» οι δικαιολογίες. Έχουμε εφεύρει ένα σωρό τρόπους για να αιτιολογούμε την αποτυχία. Την οποία τη θεωρούμε ανθρώπινη και σεβαστή, αρκεί να αποδεικνύουμε ότι είχαμε καλές προθέσεις. Ή τουλάχιστον ότι είμαστε καλύτεροι άνθρωποι από τους προηγούμενους.

Η παγίδα των μεταρρυθμίσεων. Πράγματι ολόκληρο το σύμπαν της κοινωνικής και κρατικής μας οργάνωσης χρήζει μεταρρύθμισης. Το ακούμε από παντού. Η παιδεία, η δικαιοσύνη, το σύνταγμα, το κράτος, το φορολογικό σύστημα, τα πάντα. Αλλά δυστυχώς στο μυαλό μας μεταρρύθμιση σημαίνει αλλαγή νομοθεσίας κι όχι αλλαγή μεθόδου. Και στα επτά χρόνια καταφέραμε να ψηφίσουμε τόσους νόμους όσους ψήφισαν όλα μαζί τα ευρωπαϊκά κράτη στον 21ο αιώνα. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε στη καθημερινότητα μας. Τίποτε δε λειτουργεί και χρειάζονται εμβριθείς μανδαρίνοι για να εξηγούν τι ακριβώς ισχύει. Νόμοι που ισχύουν αλλά δεν εφαρμόζονται, νόμοι που ισχύουν σε κάποιες περιπτώσεις κι όχι σε άλλες, καινούριοι νόμοι που δεν καταργούν τους παλιούς. Μια νομοθετική καμαρίλα που έχει καταντήσει τους πολίτες υποχείρια της άγνοια τους. Οι νομοταγείς βαδίζουν δειλά μέσα στο σκοτάδι, ψάχνοντας το κοκτέιλ των νόμων που θα λύσει το πρόβλημα τους. Και δε μας φτάνει αυτό το νομοθετικό τρελοκομείο, αλλά όλοι εξαγγέλλουν καινούριες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που θα μας σώσουν. Κι ενώ νομίζουμε ότι η λογική πρυτανεύει, στην ουσία έχει καταργηθεί προ πολλού. Μήπως είναι καιρός να καταλάβουμε ότι η έξοδος από τη κρίση δεν εμφιλοχωρεί σε νομοθετικά τερτίπια; Και μήπως η δουλειά της Βουλής για ένα-δύο χρόνια θα έπρεπε να ήταν η τακτοποίηση και σύμπτυξη των νόμων που ισχύουν, αντί να ψηφίζει καινούριους;

Μια λύση τώρα. Αλλά δυστυχώς ακόμα πιστεύουμε ότι η διέξοδος θα έρθει από νομοθετήματα-μεταρρυθμίσεις. Και υποτίθεται ότι όταν αλλάξουμε τη χώρα και την κάνουμε καλή, ενάρετη και λειτουργική, τότε, δε μπορεί, θα έρθει και η ανάπτυξη. Γιατί αντιμετωπίζουμε την ανάπτυξη σαν ένα από τα βαγόνια κι όχι σαν την ατμομηχανή. Αν όμως ονομάσουμε την ανάπτυξη ατμομηχανή, τότε, αντί να νομοθετούμε, θα έπρεπε να αναζητήσουμε κι εμείς τον δικό μας στρατηγό Γκρόουβ. Και αμέσως να του αναθέσουμε σε έξη μήνες να ολοκληρώσει την επένδυση του Ελληνικού. Κι άλλους στρατηγούς Γκρόουβ για να ολοκληρώσουν κι άλλες στρατηγικές επενδύσεις που περιμένουν στο ψυγείο. Με αδιαπραγμάτευτα dead lines. Και προσοχή να μη τους αναθέσουμε να μελετήσουν τα θέματα, αλλά να τα ολοκληρώσουν. Και ολοκληρώνω σημαίνει ότι σε έξη μήνες τη σκυτάλη τη παίρνουν τα εργοτάξια. Κι αυτοί που θα ηγηθούν να μην απολογούνται στην ιεραρχία ή στα συναρμόδια υπουργεία ή σε νομικά φληναφήματα. Αλλά κατ’ ευθείαν στη Βουλή σε διακομματική επιτροπή και πουθενά αλλού. Μακριά από πολιτικές αντιπαραθέσεις και μόνο με τη συλλογική επιθυμία τα projects να πραγματοποιηθούν σε αυστηρά χρονοδιαγράμματα. Ίσως έτσι, αντί να σερνόμαστε σε απέραντες δήθεν νομότυπες διαδικασίες, να βάζαμε σε κίνηση αμέσως τον μηχανισμό της ανάπτυξης; Τώρα όχι αύριο.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Οι Πειρατές της Καραϊβικής, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Η ΔΕΗ – μια θολή διαμάχη, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Ανεπίκαιρα 14ο άρθρο: Λαός ή πολίτες;, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.