Υπάρχει μια ανεπαίσθητη στην κοινή θέα, αλλά υπαρκτή ποιοτική μεταβολή στον ΣΥΡΙΖΑ, κατά την χρονική πορεία της αναγκαστικής (έως και βίαιης), ωρίμανσής του, από τη θέση του μικρού κόμματος των εκλογών του ’09, στη μετάβασή του στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Στις εκλογές του ’12 παρουσίασε στην Αθηναΐδα το προεκλογικό του πρόγραμμα, ένα πρόγραμμα αρκούντως φιλόδοξο αλλά παντελώς ατεκμηρίωτο. Ηταν κυρίως μια συρραφή μεγαλόστομων πολιτικών διακηρύξεων, που στόχευε ώστε η κάθε συνιστώσα να ανιχνεύσει και να κατοχυρώσει σε αυτό τις ιδεολογικές της συντεταγμένες, ή τις πολιτικές της υποκειμενικότητες – ενίοτε και υστερίες!
Στην πάροδο του χρόνου η έμπρακτη προσμονή του λαού, επέφερε την αγχωτική συνειδητοποίηση της υπευθυνότητας, για την περίπτωση που θα ελάμβανε την εντολή διακυβέρνησης. Ετσι, επειδή τα συνθήματα είναι προς άγραν εντυπώσεων, αλλά η διαχείριση της εξουσίας, απαιτεί συγκεκριμένο πρόγραμμα, ανετέθη στο ρεαλιστή Γιάννη Δραγασάκη η συγκρότηση κυβερνητικού προγράμματος.
Αμ έπος αμ έργον, συγκροτήθηκαν άνω των …150 επιτροπών (!) με μέλη, κομματικά στελέχη, ειδικούς επιστήμονες και συνδικαλιστές – αλλά επειδή οι τελευταίοι δεν έχουν την έξωθεν καλήν μαρτυρίαν, εκλήθησαν και τεχνοκράτες της αγοράς, των οποίων οι απόψεις σαφώς εντάσσονται στο γενικό ιδεολογικό πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ.
Στόχος τους να συγκροτήσουν ένα ρεαλιστικό, πρακτικό και εφαρμόσιμο κυβερνητικό πρόγραμμα (το μέγεθος της εργώδους προσπάθειας καταδεικνύει το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες υπερβαίνουν τα 2.000 άτομα!).
Ωστόσο διαπιστώνεται μια σημαντική αναντιστοιχία. Ενώ το συγκεκριμένο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να διαμορφώσει θέσεις κυβερνώσας αριστεράς (το πόσο πειστικές, θα φανεί άμα τη εμφανίσει), ο πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ και δη, του Αλέξη Τσίπρα, παραμένει ο εκρηκτικός και εριστικός, ως απαύγασμα των προηγούμενων εποχών, τότε που το κόμμα καρκινοβατούσε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, πέριξ του 4% !
Ο πρόεδρος Αλέξης δίνει την γραμμή συνδυάζοντας επιθετική ρητορεία, τηλεοπτική ατάκα και ένα εντυπωσιακό φραστικό βερμπαλισμό που προβληματίζουν τον μέσο ψηφοφόρο.
Προχθές ας πούμε, στη Θεσσαλονίκη, χαρακτήρισε την κυβέρνηση «ακροδεξιά σέχτα» και τον Βενιζέλο βασικότερο υποστηρικτή της, (ένα είδος Γκαίμπελς δηλαδή)! Θεωρεί άραγε ότι ο μέσος φιλικά διακείμενος προς τον ΣΥΡΙΖΑ ψηφοφόρος, όσες και όποιες διαφωνίες έχει με το ΠΑΣΟΚ , συμμερίζεται μια τέτοια αποτίμηση;
Διερωτάται άραγε ο αρχηγούς του ΣΥΡΙΖΑ μήπως τέτοιες ακραίες εκφράσεις δεν αποδομούν τον Βενιζέλο και το ΠΑΣΟΚ αλλά το προφίλ μετριοπάθειας, λογικής και κυβερνησιμότητας που θα έπρεπε ο ίδιος να εκπέμψει, προκειμένου να αποκτήσει την εμπιστοσύνη ευρύτερων τμημάτων της κοινής γνώμης – την συναίνεση των οποίων χρειάζεται για να κατακτήσει τον πρωθυπουργικό θώκο; Στην ίδια ομιλία επίσης χαρακτήρισε την Γερμανίδα καγκελάριο – κάποτε κατά τον ίδιο «Μαντάμ Μέρκελ – ως … «προϊσταμένη του κ. Σαμαρά»!
Τέτοιες εκφράσεις σαφώς ικανοποιούν το σκληρό κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως τις, αριστερώθεν του παλιού Συνασπισμού, συνιστώσες. Ωστόσο είναι προς διερεύνηση μήπως απομακρύνουν τα μετριοπαθέστερα πλήθη. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις συνηγορούν και το καταδεικνύουν!
Υπάρχει ένας λαός καθημαγμένος, φοβισμένος, ανήσυχος για το μέλλον του και το μέλλον των παιδιών του, (σ.σ. ο περίφημος «νοικοκυραίος», για τον οποίο τόσο απαξιωτικά αναφέρονται τα νιάτα της εύκολης επαναστατικότητας), που έχει ανάγκη ρεαλιστικές προτάσεις, μειλίχιο πολιτικό λόγο ουσίας, μακριά από κραυγές και επαναστατικές εξάρσεις. Χρειάζεται ελπίδα για το μέλλον, αλλά μια ελπίδα βατή και χειροπιαστή!
Να σημειωθεί ότι η μεγάλη – και δικαιολογημένη – καχυποψία της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι τα μέσα Ενημέρωσης προσπαθούν, (συχνά με ανοίκειο τρόπο), να επηρεάσουν, προκειμένου να μεταλλάξουν επί το δεξιότερον τις ριζοσπαστικές θέσεις του κόμματος. Το παρόν κείμενο αδιαφορεί γι’ αυτά – δεν εμπλέκεται καν .
Απλώς διερωτάται, (όπως θα έπρεπε να διερωτάται και το επικοινωνιακό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ), μήπως η οξεία εκφραστικότητα θα πρέπει να λειανθεί, χωρίς να λειανθούν στην ουσία τους οι προγραμματικές θέσεις. Κάποιοι θέλουν να φαντασιώνονται ηρωικές εξεγέρσεις, αλλά οι μάζες στις οποίες απευθύνονται και υπέρ των οποίων αγωνίζονται, δεν δείχνουν να συνηγορούν σε κάτι τέτοιο.
Τέλος η ηχηρή ρητορεία εγείρει, δικαιολογημένες ή όχι, υποψίες ότι ενδεχομένως να είναι σκόπιμη και στοχευμένη για να υποκρύψει κάτι ουσιαστικότερο: το γεγονός ότι τα μνημόνια φεύγουν (αν δεν υπάρξει νέο), αλλά παραμένουν οι εφαρμοστικοί τους νόμοι. Αγνωστο ακόμη ποιοι θα καταργηθούν και ποιοι θα παραμείνουν.
Επ΄ αυτού θα πρέπει να δοθούν απαντήσεις – απαντήσεις ευκρινείς, που δεν αρκέσουν οι οξείες αντιμνημονιακές κραυγές για να τις καλύψουν…
Γιάννςη Σιδέρης